Νίκος Κουτσιαράς: Μακροοικονομική θεωρία και πολιτική (επιστήμη)

Η εξηγητική ισχύς και προγνωστική δυνατότητα της  μακροοικονομικής θεωρίας είναι αντικειμενικώς περιορισμένη και η διαμόρφωση της μακροοικονομικής πολιτικής μοιραίως εξαρτάται, επίσης, από (αμιγώς) πολιτικούς παράγοντες – που μελετώνται από την πολιτική θεωρία και αναγνωρίζονται στην πολιτική οικονομία. Η πρόσφατη κρίση θέτει υπό πολύ σοβαρή αμφισβήτηση θεωρητικά υποδείγματα, αλλά και ιδεολογικές θέσεις, που υποστηρίζουν ότι η οικονομία, για την ακρίβεια οι αγορές, αυτορρυθμίζονται και, επομένως, ότι ο ρόλος των κυβερνήσεων  και της  μακροοικονομικής πολιτικής θα πρέπει, απλώς, να διευκολύνει την προσαρμογή των αγορών. Το, ελέω μαθηματικών, διαυγές και λογικώς άρρηκτο περιβάλλον αυτών των υποδειγμάτων, άλλωστε, πολύ απέχει από τον πραγματικό (οικονομικό και όχι μόνον)  κόσμο.

Η σχέση μεταξύ μακροοικονομικής θεωρίας και πολιτικής σχεδόν ουδέποτε υπήρξε (πολύ) αρμονική. Παροιμιώδεις είναι, άλλωστε, οι σαρκαστικές και πικρόχολες εκφράσεις που έχουν κατά καιρούς ανταλλαγεί μεταξύ (συχνά ισχυρών και διάσημων) πολιτικών και των ακαδημαϊκών οικονομολόγων που, τυπικώς ή ατύπως, τους συμβουλεύουν. Οι πρώτοι, οι πολιτικοί, συνήθως δυσαρεστούνται γιατί, αντί της (πολύ) επιθυμούμενης  βέβαιης πληροφόρησης, ακούν πιθανολογικώς διατυπωμένες εκτιμήσεις μόνο (;), αλλά και γιατί η αβέβαιη γνώμη των οικονομικών συμβούλων τους τείνει, πολλές φορές όπως διατείνονται, να αγνοεί τους διάφορους και, σε αρκετές περιπτώσεις, όχι ευκαταφρόνητους περιορισμούς της πολιτικής πράξης. Οι ακαδημαϊκοί οικονομολόγοι, από την άλλη πλευρά, δυσανασχετούν γιατί οι συμβουλές τους δεν εισακούγονται και, όπως οι ίδιοι υποστηρίζουν, αυτό (θα) έχει ως αποτέλεσμα την αποτυχία της μακροοικονομικής πολιτικής. Όπως και νάχει, πάντως, αυτές οι εντάσεις είναι, για ικανούς λόγους, μοιραίες και, γιατί όχι, μπορεί, εάν οδηγούν σε διόρθωση λαθών και παραλείψεων, ευπρόσδεκτες και, ίσως, εάν υποκινούν (νέες) συνθέσεις έρευνας και θεωρίας, ευεργετικές.

Η μακροοικονομική θεωρία επιχειρεί, μεταξύ άλλων, να διαπιστώσει το χαρακτήρα και τις μορφές   απομάκρυνσης μιας οικονομίας από το επίπεδο πλήρους εκμετάλλευσης των παραγωγικών πόρων της και το ρυθμό σταθερής μακροχρόνιας ανάπτυξής της, να εξηγήσει τις αιτίες και τους μηχανισμούς πρόκλησης αυτών των διαταράξεων και, κατ’ επέκταση, να προσδιορίσει τα μέσα και τους τρόπους αποτροπής, ελέγχου και, τελικώς, διόρθωσης των συνεπειών τους. Η ύφεση και η οικονομική στασιμότητα, η αύξηση και, συχνά, η εμμονή της υψηλής ανεργίας, η ταχύρρυθμη αύξηση του επιπέδου των τιμών, η επιδείνωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και η αμφισβήτηση της βιωσιμότητας των οικονομικών του δημοσίου συνιστούν τις συνήθεις εκδηλώσεις μακροοικονομικής ανισορροπίας, έναντι των οποίων επιστρατεύονται η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική – και μαζί με αυτές η γνώση και οι συμβουλές των επαγγελματιών οικονομολόγων. Όμως τα πράγματα δεν είναι απλά, ούτε στη θεωρία, ούτε, πολύ περισσότερο, στην πράξη.

Πρώτο, πολύ συχνά η μακροοικονομική ανισορροπία εκδηλώνεται με μορφές και συνοδεύεται από επιπτώσεις που, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως, καλούν σε διαμετρικώς αντίθετα μέτρα πολιτικής: για παράδειγμα, η άνοδος των τιμών των πρώτων υλών συνεπάγεται αύξηση του κόστους παραγωγής και αύξηση των τιμών και, ακολούθως, των μισθών, υποδηλώνοντας την ανάγκη αντιπληθωριστικής προσήλωσης της πολιτικής, ενώ, την ίδια στιγμή, προκαλεί σοβαρό κίνδυνο μείωσης της παραγωγής και της συνολικής ζήτησης και αύξησης της ανεργίας, υποδεικνύοντας τη σκοπιμότητα εφαρμογής επεκτατικής πολιτικής. Έτσι, λοιπόν, πολύ συχνά, η μακροοικονομική πολιτική καλείται να προσδιορίσει και εκπληρώσει τους καλύτερους δυνατούς συμβιβασμούς μεταξύ, έστω εκ πρώτης όψεως, αντιτιθέμενων επιδιώξεων.

Δεύτερο, τα μέσα της μακροοικονομικής πολιτικής είναι λιγότερα σε σχέση με τις επιδιώξεις της και στην πράξη συχνά αποδεικνύονται, γι’ αυτό το λόγο, πενιχρά: ίσως, μια ματιά στη σημερινή ελληνική οικονομία αρκεί να δείξει, ανάμεσα σε πολλά άλλα δυστυχώς, του λόγου το αληθές.

Τρίτο, η δυνατότητα ακριβούς μέτρησης των μακροοικονομικών μεγεθών είναι (πολύ) περιορισμένη: για παράδειγμα, η παρακολούθηση του ρυθμού μεταβολής των τιμών των προϊόντων και υπηρεσιών και, επομένως, η εκτίμηση του πληθωρισμού είναι πολλές φορές ανακριβής, καθώς, ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης, η ποιότητα προϊόντων και υπηρεσιών διαρκώς βελτιώνεται, χωρίς ωστόσο αυτό να παρατηρείται επαρκώς και να λογίζεται αναλόγως, χωρίς να λογίζεται, δηλαδή, πως μεταξύ δυο ετών οι διαφορές των τιμών (ορισμένων) προϊόντων και υπηρεσιών συνοδεύονται (και) από ποιοτικές μεταβολές – πως πρόκειται για (έστω λίγο) διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες. Και, ασφαλώς – στον τόπο μας το ξέρουμε καλά – η παραοικονομία έχει ως αποτέλεσμα, μεταξύ πολλών άλλων, τη μεροληπτική και αναξιόπιστη μέτρηση του ΑΕΠ και των παραγωγικών δυνατοτήτων μιας οικονομίας.

Τέταρτο, η πρόβλεψη των αποτελεσμάτων της μακροοικονομικής πολιτικής – και γενικότερα οι μακροοικονομικές προβλέψεις – είναι παρακινδυνευμένη και, μερικές φορές, όπως μόλις μερικά χρόνια πίσω, δραματικώς διαψεύδεται, γιατί, απλούστατα (;), οι αντιδράσεις και συμπεριφορές επιχειρήσεων και νοικοκυριών εγκλωβίζονται, ενίοτε, στην πλήρη άγνοια ή, πολύ συχνότερα, στην ατελή πληροφόρηση και, κάποτε, παραδίδονται σε συλλογικές, φευ και ραγδαίως αναστρεφόμενες, προσδοκίες οικονομικής ευφορίας ή πανικούς (χρηματοπιστωτικής και) οικονομικής καταστροφής. Σχηματίζουν, με άλλα λόγια, συνθήκες που πολύ απέχουν από το ορθολογικό περιβάλλον της μακροοικονομικής θεωρίας και, δίχως άλλο, προοιωνίζονται τη μεγέθυνση της σημασίας των (αναπόφευκτα) απρόθετων μάλλον, παρά των εμπρόθετων συνεπειών της μακροοικονομικής πολιτικής.

Πέμπτο, όμως και πιο σημαντικό, τόσο τα μακροοικονομικά προβλήματα, όσο και οι μακροοικονομικές  παρεμβάσεις και μέτρα των κυβερνήσεων έχουν (πολύ) διαφορετικές επιδράσεις μεταξύ των, ετερογενών ως προς τους πόρους, τα συμφέροντα και τις προτιμήσεις, ατόμων και των, ομοιογενώς συγκροτούμενων ως προς τα παραπάνω, κοινωνικών ομάδων, εκ των πραγμάτων επιβάλλοντας στις κυβερνήσεις να σταθμίζουν τις αποφάσεις πολιτικής τους με συντελεστές διανεμητικής δικαιοσύνης και πολιτικής βιωσιμότητας.

Είναι για όλους αυτούς τους λόγους που, άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο, η λήψη των αποφάσεων μακροοικονομικής πολιτικής ανταποκρίνεται σε πολιτικές θεωρήσεις και λογισμό, τείνοντας να αποδίδει σχετικώς μειωμένη προσοχή στις υποδείξεις των ακαδημαϊκών μακροοικονομολόγων. Από αυτή την άποψη, επομένως, η μελέτη και εξήγηση – έστω η κατανόηση – των μακροοικονομικών αποφάσεων προσελκύει το ενδιαφέρον της πολιτικής θεωρίας, διογκώνοντας τη συναφή βιβλιογραφία και υποκινώντας τη διατύπωση θεωρητικών υποδειγμάτων και υποθέσεων περί το ρόλο και την επίδραση στις μακροοικονομικές επιδόσεις και την πολιτική των οικονομικών συμφερόντων, των θεσμών κοινωνικής οργάνωσης και συλλογικής δράσης, των πολιτικών θεσμών και διαδικασιών λήψεως αποφάσεων, αλλά και των ιδεών. Έναντι των αξιώσεων καθολικότητας της μακροοικονομικής θεωρίας, που όμως συχνά εμπειρικώς αμφισβητούνται, η συγκριτική πολιτική επιστήμη και η πολιτική οικονομία καταλήγουν σε ορισμένες συστηματικές διαπιστώσεις και προτείνουν ταξινομήσεις της μακροοικονομικής εμπειρίας που οι συμβατικοί μακροοικονομολόγοι δεν γίνεται, πλέον, να αγνοούν και οι πολιτικοί, ασφαλώς, αναγνωρίζουν και αξιολογούν – εκτός του ότι οι ίδιοι μετέχουν στη διαμόρφωσή τους.

Είναι, παρ’ όλα αυτά, γεγονός ότι κατά τη διάρκεια της τελευταίας, προ της κρίσης, δεκαπενταετίας αρκετές από τις παραπάνω αντιλήψεις θεωρήθηκαν ετερόδοξες ή πεπαλαιωμένες. Προσφεύγοντας στα μαθηματικά – και εκμεταλλευόμενη τις υπολογιστικές δυνατότητες που η πληροφορική ολοένα και περισσότερες προσέφερε – η μακροοικονομική θεωρία επιτύγχανε πειστικότερες, καθότι λογικώς συμπαγείς και εμπειρικώς ελέγξιμες, εξηγήσεις της δυναμικής αυτορρύθμισης των αγορών, δηλαδή, της δυνατότητας των οικονομικών υποκειμένων να αναπροσαρμόζουν τη συμπεριφορά τους, σχεδόν αυτομάτως, ή, έστω, ταχύτατα έναντι των, διαφορετικής προέλευσης και χαρακτήρα, μεταβολών του οικονομικού περιβάλλοντος, κατ’ αυτό τον τρόπο ευνοώντας τη διατήρηση, ή, την ταχύτατη αποκατάσταση συνθηκών μακροοικονομικής ισορροπίας.

Την αισιοδοξία σχετικά με τη δυναμική των αγορών συνόδευε και λογικώς συμπλήρωνε η απαισιόδοξη αντίληψη του ενεργού μακροοικονομικού ρόλου του κράτους, με άλλα λόγια η αμφισβήτηση της μακροοικονομικής πολιτικής, ιδίως της δημοσιονομικής πολιτικής, ως ικανού μέσου επίδρασης στην οικονομική δραστηριότητα – και είναι αλήθεια ότι η προγενέστερη (δηλαδή κατά τις δεκαετίες του ’70 και ΄80) εμπειρία συνέτεινε σε αυτή την αμφισβήτηση. Η σταθεροποιητική σημασία της μακροοικονομικής πολιτικής, κυριότατα της νομισματικής πολιτικής, περιοριζόταν σε (πολύ) βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, ενώ μεσο- και μακροπρόθεσμα ως κύρια, εάν όχι και αποκλειστική, επιδίωξή της θεωρείτο η συγκράτηση του πληθωρισμού σε (πολύ) χαμηλό επίπεδο. Άλλωστε, όπως υποστηριζόταν, πολύ συχνά η απόπειρα εξυπηρέτησης άλλων επιδιώξεων (αύξηση της παραγωγής, αύξηση της απασχόλησης) κατέληγε σε αποτυχία: προσωρινή μόνον αύξηση της απασχόλησης, αύξηση του πληθωρισμού και εκ νέου αύξηση της ανεργίας. Από αυτήν άποψη, επομένως, η λήψη αποφάσεων μακροοικονομικής πολιτικής αποφορτιζόταν πολιτικώς και αποκτούσε περισσότερο τεχνική υφή, καθώς, για παράδειγμα, οι αντιθέσεις μεταξύ των διαφορετικών μακροοικονομικών επιδιώξεων αμβλύνονταν και η αναντιστοιχία μέσων και επιδιώξεων γινόταν λιγότερο επώδυνη – η σχεδόν αποκλειστική έμφαση στο χαμηλό πληθωρισμό γαρ.

Η απαισιοδοξία περί το μακροοικονομικό – γενικότερα περί τον οικονομικό – ρόλο του κράτους, μάλιστα, ενισχύθηκε και προσέλαβε αυξημένη ακαδημαϊκή εγκυρότητα, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης θεωρητικού ρεύματος και υποδειγμάτων εξήγησης της πολιτικής διαδικασίας ως διαδικασίας (πολιτικής) αγοράς, στο πλαίσιο της οποίας οι μετέχοντες, εν προκειμένω τα υποκείμενα πολιτικής δράσης, μεταξύ αυτών πρωτίστως οι κυβερνήσεις, συμπεριφέρονται ορθολογικώς και δεν επιδιώκουν άλλο από την εκπλήρωση των ιδιοτελών σκοπών τους, δηλαδή του ίδιου συμφέροντός τους, που πολύ συχνά αφορά στη μεγιστοποίηση των πιθανοτήτων επανεκλογής τους. Κατ’ αυτή την προσέγγιση, λοιπόν, η μεγέθυνση του οικονομικού ρόλου του κράτους και, βεβαίως, η άσκηση ενεργού μακροοικονομικής πολιτικής υπαγορεύεται και εξυπηρετεί ιδιοτελή συμφέροντα, ενώ, την ίδια στιγμή, συνεπάγεται μακροοικονομικές αποτυχίες και, ακόμη, προκαλεί την επιδείνωση των, άλλως, μικρών φυσιολογικών διακυμάνσεων της οικονομικής δραστηριότητας και την επιβράδυνση της αποκατάστασής της στο επίπεδο ισορροπίας – αντί της υποτιθέμενης εξομάλυνσής τους. Η οικονομικής (μεθοδολογικής) προέλευσης και έμπνευσης θεωρία της πολιτικής μπορεί να οφειλόταν στο έργο ακαδημαϊκών οικονομολόγων, ωστόσο δεν ήταν λίγοι οι πολιτικοί επιστήμονες που γοητεύθηκαν από τη λογική ευρωστία και την αναλυτική διαύγειά της.

Κι όμως, η πρόσφατη κρίση αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, ότι οι δυνατότητες αυτορρύθμισης των αγορών είναι ισχνές και στιγμιαίες και ότι η συγκράτηση του πληθωρισμού δεν εξασφαλίζει, αφ’ εαυτής, σταθερό νομισματικό και μακροοικονομικό περιβάλλον. Η πρόσφατη κρίση δραματικώς υπενθυμίζει ότι οι διακυμάνσεις της οικονομικής δραστηριότητας γίνονται, κάποτε, μεγάλες και επώδυνες και, πιθανότατα, ευνοούνται και διογκώνονται ως αποτέλεσμα της μακροοικονομικής και ρυθμιστικής αδράνειας των κυβερνήσεων. Η πρόσφατη μεγάλη ύφεση υπενθυμίζει, επίσης, ότι η δημοσιονομική πολιτική παραμένει το αναγκαίο και, υπό προϋποθέσεις, ικανό μέσο ελέγχου των δυσμενέστερων συνεπειών της – της μείωσης του βάθους της ύφεσης. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση – και η συνακόλουθη οικονομική ύφεση – υποδεικνύει, ακόμη, πως η εξηγητική ισχύς και η προγνωστική  δυνατότητα των λογικώς εύρωστων και αναλυτικώς ελκυστικών μακροοικονομικών υποδειγμάτων είναι, τελικώς, περιορισμένες, όσο ακριβώς περιορισμένη είναι η συνάφεια του ορθολογικού περιβάλλοντός τους με τον πραγματικό κόσμο, δηλαδή τον κόσμο της λογικής, αλλά και της (πολλαπλώς εννοούμενης) ευαισθησίας – ας επιτραπεί ο δανεισμός της έκφρασης.

Η πρόσφατη μακροοικονομική εμπειρία, τελικώς, υπαγορεύει στους μακροοικονομολόγους επιστημονική μετριοφροσύνη – κατά κυριολεξία τους υπαγορεύει μεθοδολογική αυτογνωσία – και, δίχως άλλο, αναδεικνύει την ανάγκη της, μάλλον εκ παραλλήλου, μελέτης της ιστορίας και της πολιτικής θεωρίας, παραδοσιακής και σύγχρονης, προκειμένου να εξηγείται η λήψη των αποφάσεων μακροοικονομικής πολιτικής, αλλά και να διατυπώνονται έγκυρες και ανθεκτικές δεοντολογικές θέσεις. Άλλωστε, η πρόσφατη κρίση επαναφέρει, ασφαλώς, στο προσκήνιο τη σκοπιμότητα αναπροσδιορισμού της σχέσης μεταξύ αγοράς και κράτους – και εγκατάλειψης της αποδεδειγμένα υπέρμετρης αισιοδοξίας των θιασωτών κάθε πλευράς.

Ίσως, όλα αυτά φαντάζουν (ακόμη;) παράδοξα σε σχέση με τη διδασκαλία της μακροοικονομικής στα τμήματα της οικονομικής επιστήμης. Στα τμήματα πολιτικής επιστήμης, όμως, μάλλον ως «αυτονόητα» – προσοχή, στον κόσμο της επιστήμης και της έρευνας δεν υπάρχουν αυτονόητα – (πρέπει να) θεωρούνται.

Share:

σχετικά άρθρα