Ο Mark Blyth στο σημαντικό βιβλίο του Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the Twentieth Century (2002) διατυπώνει πέντε συγκεκριμένες υποθέσεις σχετικά με το πώς οι οικονομικές ιδέες επιδρούν, σε περιόδους κρίσης, στην αλλαγή του τρόπου πρόσληψης της πραγματικότητας από τους διαμορφωτές πολιτικής: 1) Οι νέες οικονομικές ιδέες μειώνουν τη γενικότερη αβεβαιότητα, 2) επιτρέπουν τη δημιουργία συνασπισμών διαφόρων ομάδων συμφερόντων γύρω από αυτές, 3) μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλα αμφισβήτησης των υφιστάμενων θεσμών αλλά και 4) οικοδόμησης νέων θεσμών και τέλος, 5) οι νέες οικονομικές ιδέες βοηθούν στον συντονισμό των προσδοκιών των διαφόρων δρώντων, συμβάλλοντας στην παραγωγή θεσμικής σταθερότητας.
Η κρίση της πανδημίας αποτέλεσε πράγματι καταλύτη αλλαγών στον τρόπο πρόσληψης και ερμηνείας ορισμένων κρίσιμων μακροοικονομικών μεγεθών, όπως είναι το δημόσιο χρέος. Για αρκετές δεκαετίες, το υψηλό δημόσιο χρέος αποτελούσε πηγή ανησυχίας για τους περισσότερους διαμορφωτές πολιτικής, ενώ, στο επίπεδο της μακροοικονομικής θεωρίας, η κυρίαρχη μονεταριστική σχολή σκέψης υπογράμμιζε ότι σε κάθε περίπτωση ο πληθωρισμός -που μεταξύ άλλων προκαλείται και ως συνέπεια της αύξησης των κρατικών χρεών- αποτελεί νομισματικό φαινόμενο. Ωστόσο, μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και ιδίως μετά την εκδήλωση της πανδημίας Covid-19, η θεώρηση αυτή μεταβλήθηκε άρδην. Τα προς υπεράσπιση επιχειρήματα της αύξησης των κρατικών χρεών ενισχύθηκαν θεαματικά, υποκινούμενα φυσικά από τα εκτεταμένα προγράμματα νομισματικής και δημοσιονομικής χαλάρωσης από τις κεντρικές τράπεζες και τις κυβερνήσεις. Οι συγγραφείς του In Defense of Public Debt ανατρέπουν ουσιαστικά τη μονεταριστική πρόσληψη του πληθωρισμού ως αποκλειστικά νομισματικού φαινομένου, αναδεικνύοντας ότι ο πληθωρισμός αποτελεί κατά βάση ένα αμιγώς πολιτικό φαινόμενο. Φωτίζουν, συγκεκριμένα, τη σύνδεση του δημοσίου χρέους, που αυξήθηκε θεαματικά στον 20ό αιώνα, με την πορεία εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, δηλαδή της μαζικής επέκτασης του δικαιώματος ψήφου. Κατά συνέπεια, το δημόσιο χρέος λειτούργησε κατά τη διάρκεια του προηγούμενου αιώνα, ιδιαίτερα, ως νομιμοποιητικός μηχανισμός της κρατικής εξουσίας. Βεβαίως, η σημασία του στη διαδικασία οικοδόμησης των εθνικών κρατών αποτελεί μια ιστορική πραγματικότητα. Το εθνικό κράτος προέκυψε βασικά ως φορολογικό κράτος. Το κοινωνικό αίτημα όχι φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση ήταν ο καταλύτης για την Ένδοξη Επανάσταση το 1688/9 αλλά και για την Αμερικανική Επανάσταση έναν αιώνα αργότερα.
Ωστόσο, η κρίσιμη διαφορά στην πολιτική σημασία του δημόσιου χρέους στον 20ό αιώνα, σε σχέση με το παρελθόν, έγκειται στο ότι τα φορολογικά έσοδα του κράτους δεν βασίζονταν, όπως στον 17ο αιώνα, σε μια μικρή ελίτ που ήλεγχε κατ’ αποκλειστικότητα την οικονομική και πολιτική ισχύ. Αντιθέτως, η επέκταση του δικαιώματος του εκλέγειν ανέτρεψε το παλιό καθεστώς και διάνοιξε νέους ορίζοντες σε δημοσιονομικό και νομισματικό επίπεδο. Αφενός η εμπέδωση του κοινωνικού κράτους οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση των κοινωνικών (και άλλων κρατικών) δαπανών που ξεπερνούσαν κατά πολύ τα φορολογικά έσοδα. Αφετέρου, οι αυξανόμενες κρατικές δαπάνες και τα δημόσια χρέη κατέστησαν τον κανόνα του χρυσού έναν αναχρονιστικό νομισματικό μηχανισμό που ήταν αναντίστοιχος με τις ραγδαίες πολιτικές μεταβολές. Η εποχή του σύγχρονου παραστατικού χρήματος, με την δυνητικά απεριόριστη ελαστικότητα στην προσφορά του χρήματος, αποτυπώνει ακριβώς την πολιτική σημασία του δημόσιου χρέους.
Στις δύο σημαντικότερες κρίσεις του 21ου αιώνα (παγκόσμια χρηματοπιστωτική και πανδημική) οι δημόσιες αρχές κλήθηκαν να απορροφήσουν τις επιπτώσεις που προκλήθηκαν μέσω μιας πρωτόγνωρης προσφοράς χρήματος στην οικονομία. Τα κρατικά χρέη αυξήθηκαν σε δυσθεώρητα ύψη, πράγμα που πριν από λίγες δεκαετίες ήταν αδιανόητο. Η διάσωση χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, επιχειρήσεων, ολόκληρων τομέων της ιδιωτικής αγοράς, όπως επίσης και η αποφυγή της συστημικής κατάρρευσης αιτιολογούσαν κάθε νέα παρέμβαση των κυβερνήσεων και των κεντρικών τραπεζών. Επομένως, οι συγγραφείς ορθώς επισημαίνουν ότι η αύξηση των κρατικών χρεών αποτελεί κατά βάση μια πολιτική στρατηγική αντιμετώπισης των κρίσεων, με σκοπό την ενίσχυση της πολιτικής νομιμοποίησης. Τι θα συνέβαινε στην Ιρλανδία, για παράδειγμα, εάν οι καταθέτες έχαναν σε μια νύχτα το σύνολο των καταθέσεών τους; Πόσο έντονη κριτική θα είχε ασκηθεί στην αμερικανική κυβέρνηση εάν άφηνε και άλλους χρηματοοικονομικούς κολοσσούς να καταρρεύσουν το 2007/8 μαζί με τη Lehman Brothers; Τι είδους κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις θα συνέβαιναν εάν οι κυβερνήσεις δεν προχωρούσαν σε έκτακτη παροχή ρευστότητας στις επιχειρήσεις καθώς διαρκούσαν τα lockdown στην οικονομία λόγω της πανδημίας;
Οι απαντήσεις στα ανωτέρω (ρητορικά) ερωτήματα είναι προφανείς. Ωστόσο, αυτή είναι η μισή αλήθεια. Εκείνο που οι συγγραφείς δεν θέτουν στο τραπέζι της συζήτησης είναι ότι η αύξηση των κρατικών χρεών, ακριβώς επειδή αποτελεί ένα αμιγώς πολιτικό επίδικο, χρειάζεται να εξεταστεί και από την πλευρά των διανεμητικών συνεπειών.
O Adam Tooze (2021), για παράδειγμα, επισημαίνει ότι οι τεράστιες παρεμβάσεις οικονομικής πολιτικής το 2020, όπως αυτές το 2008, μοιάζουν με Ιανό. Από τη μία πλευρά, αμφισβήτησαν τα όρια του νεοφιλελευθερισμού. Από την άλλη πλευρά όμως, αυτές οι παρεμβάσεις δεν έρχονται ως προάγγελοι ενός νέου καθεστώτος πέρα από τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι ενδεικτικό ότι κατά τη διάρκεια του 2020, η καθαρή θέση των νοικοκυριών στις ΗΠΑ αυξήθηκε κατά περισσότερα από 15 τρισ. δολάρια. Ωστόσο, από αυτή την αύξηση ωφελήθηκε συντριπτικά το κορυφαίο 1%, το οποίο κατείχε σχεδόν το 40% όλων των μετοχών. Αν αυτό συνιστά ένα «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», συμπεραίνει ο Tooze, τότε μιλάμε για μια ανησυχητικά προκατειλημμένη υπόθεση.
Οι συγγραφείς του In Defense of Public Debt υιοθετούν μια αισιόδοξη πρόβλεψη για το μέλλον που βασίζεται στο σενάριο ότι τα χαμηλά επιτόκια θα διαρκέσουν για πολύ ακόμη, λόγω της διαρθρωτικής στασιμότητας των σύγχρονων οικονομιών. Αυτό συνεπάγεται ότι για την επόμενη δεκαετία δεν θα υπάρξει κάποια νέα κρίση δημοσίου χρέους, καθώς το κόστος εξυπηρέτησής του θα είναι βιώσιμο. Ωστόσο, στη μεγάλη εικόνα των πολιτικών συσχετισμών, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι ο σύγχρονος κρατικός παρεμβατισμός μοιάζει να διέπεται από εγγενείς αντιφάσεις αλλά και από αξεδιάλυτες αντιθέσεις συμφερόντων. Ενδεικτικά, οι δαπάνες των κρατών για τη μετάβαση στην πράσινη οικονομία μολονότι θα ενισχύσουν την ιδιωτική οικονομία, θα επιβαρύνουν ταυτόχρονα τα δημόσια χρέη που έχουν ήδη αυξηθεί λόγω της πανδημίας. Επιπλέον, η εκτίναξη της ζήτησης για πράσινα προϊόντα (από είδη διατροφής έως τις μπαταρίες των ηλεκτρικών αυτοκινήτων) ωθεί υψηλότερα τις τιμές τους, οδηγώντας την παγκόσμια οικονομία στην εποχή του «greenflation», του πληθωρισμού δηλαδή που προκαλείται από την πράσινη μετάβαση.
Ταυτόχρονα, τα εκτεταμένα προγράμματα νομισματικής επέκτασης των κεντρικών τραπεζών -που έχουν ρίξει στην αγορά τρισεκατομμύρια δολάρια από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης έως τις μέρες μας- από τη μια πλευρά προσφέρουν ρευστότητα στην αγορά, ενώ από την άλλη συμβάλλουν στην αύξηση του πληθωρισμού, πράγμα που συνεπάγεται μείωση των πραγματικών εισοδημάτων των πολιτών. Παράλληλα, τα παρατεταμένα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης ειδικά στην Ευρωζώνη, έχουν ενισχύσει -αντί να αμβλύνουν- τον διαβόητο «βρόχο» ανάμεσα στο δημόσιο και το τραπεζικό χρέος, με ό,τι εμπόδια μπορεί αυτό να συνεπάγεται για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης.
Οι παραπάνω (ενδεικτικές μόνο) αντιφάσεις και αντιθέσεις που καταγράφονται, πλέον, εντός του ίδιου του κράτους -και όχι μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας όπως παλιότερα- καταδεικνύουν ότι η κρίση της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομίας δεν είναι ανεξάρτητη από την κρίση της ίδιας της δημοκρατίας. Ακριβώς, όμως, λόγω του οργανικού χαρακτήρα του σύγχρονου κρατικού παρεμβατισμού, ή αλλιώς της προϊούσας σύμπτυξης «βάσης-εποικοδομήματος», οι πολιτικές εντάσεις δεν λαμβάνουν την μορφή της ευθείας και εκρηκτικής αμφισβήτησης της ίδιας της δημοκρατίας, όπως στον μεσοπόλεμο, αλλά αυτήν του διάχυτου αισθήματος παρατεταμένης κόπωσης από τη λειτουργία του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που αδυνατεί να διαχειριστεί τις αντιφάσεις των κρατικών πολιτικών (π.χ., «κόμματα καρτέλ»). Το αίσθημα αυτό εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές, με σκοπό όχι την κατάλυση της δημοκρατίας αλλά αντιθέτως, την (ηθικολογική) τελειοποίηση της.
Με άλλα λόγια, ελλείψει ενός νέου «κοινωνικού συμβολαίου» -ή μιας νέας μορφής ρυθμισμένου καπιταλισμού- η αύξηση του δημόσιου χρέους παγκοσμίως μοιάζει σαν μια χύτρα που διαρκώς βράζει αλλά κάποια στιγμή, αργά ή γρήγορα, κάποιος θα πρέπει να βγάλει το καπάκι για να μην εκραγεί.
Αναφορές
Blyth Mark (2002) Great Transformations: Economic Ideas and Institutional Change in the Twentieth Century. Cambridge: Cambridge University Press.
Tooze Adam (2021), Shutdown: How Covid Shook the World’s Economy. London: Allen Lane.