Τα περιφερειακά αποταμιευτικά ιδρύματα της Γερμανίας (Sparkassen) μοιάζουν σαν μια αξιοσημείωτη ανορθογραφία στο πλαίσιο της ολοκλήρωσης της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής αγοράς, όπως αυτή συγκροτήθηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έπειτα από τα αλλεπάλληλα κύματα κανονιστικής υποχώρησης, της χρηματιστικοποίησης των οικονομιών, αλλά και της χρηματοοικονομικής και τεχνολογικής καινοτομίας. Κατά συνέπεια, στη διάρκεια των τελευταίων τεσσάρων δεκαετιών δεν είναι τυχαίο ότι επικράτησε το αγγλοσαξονικό μοντέλο χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, στο οποίο ο ρόλος της αγοράς κεφαλαίων και χρήματος ξεπερνά σε σημασία τον παραδοσιακό τραπεζικό δανεισμό -πόσο μάλλον τον ρόλο των τοπικών αποταμευτηρίων-, πράγμα που εντείνει και το φαινόμενο της τραπεζικής αποδιαμεσολάβησης, ακόμα και στις παραδοσιακά τραπεζοκεντρικές οικονομίες της Ευρώπης. Στην Ιταλία, για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1990 έλαβε χώρα ένα εκτεταμένο κύμα ιδιωτικοποίησης και συγχώνευσης των τοπικών αποταμιευτηρίων, ενώ και στη Γαλλία -κατά την ίδια πάντοτε περίοδο- εφαρμόστηκαν αντίστοιχες πολιτικές που οδήγησαν στη δραστική συρρίκνωση του αριθμού τους από 450 σε 40. Στις ΗΠΑ επίσης κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, η χώρα βίωσε τη γνωστή «κρίση των Αποταμιευτηρίων», με αποτέλεσμα τη φθίνουσα πορεία τους. Αλλά και στη Ισπανία, πιο πρόσφατα, η τραπεζική κρίση που βίωσε η χώρα μετά το 2008 είχε ως αποτέλεσμα την καταβαράθρωση της αξιοπιστίας των περιφερειακών αποταμιευτηρίων (Cajas), μεγάλο μέρος των οποίων απορροφήθηκε από τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα. Έτσι λοιπόν, η παραδοσιακή τραπεζική διαμεσολάβηση (η διαδικασία, δηλαδή, της μετατροπής καταθέσεων σε νέα δάνεια) μοιάζει, πλέον, σαν μια ξεπερασμένη, έως βαρετή, χρηματοοικονομική πρακτική… Λαμβάνοντας υπόψη τις ανωτέρω διαπιστώσεις, το βασικό ερώτημα που απασχολεί τον Mark Cassell, καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης στο Kent State University, σχετίζεται με τους παράγοντες που συνέβαλαν στην παράδοξη μακροημέρευση του -«αναχρονιστικού» κατά τα άλλα- θεσμού των τοπικών αποταμευτηρίων σε μια χώρα το ανεπτυγμένου καπιταλισμού, όπως είναι η Γερμανία.
Α) Τα βασικά χαρακτηριστικά των αποταμιευτικών ιδρυμάτων της Γερμανίας
Τα περιφερειακά αποταμιευτικά ιδρύματα (Sparkassen) της Γερμανίας συγκεκριμένα, ιδρύθηκαν, ως θεσμός, τον 19ο αιώνα από ιδιώτες, με κρατική όμως στήριξη, με σκοπό τον περιορισμό της φτώχειας και την ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας των φτωχότερων στρωμάτων μέσω της αποταμίευσης. Ο νόμος περί αποταμίευσης, που θεσπίστηκε στην Πρωσία το 1838, άνοιξε αρχικά τον δρόμο για τη δημιουργία των πρώτων 23 αποταμιευτηρίων υπό τον άμεσο έλεγχο των τοπικών αρχών. Έτσι λοιπόν, η ίδρυση των δημόσιων τραπεζών αποταμίευσης αποτέλεσε μια πολιτική επιλογή με έντονα πατερναλιστικό χαρακτήρα που σκόπευε στην αντιμετώπιση των κοινωνικοοικονομικών αναταραχών που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση. Σε ό,τι αφορά το νομικό τους καθεστώς, αυτό ορίζεται κατ’ αρχήν από το δημόσιο δίκαιο και διασφαλίζεται με αυτό τον τρόπο ότι τα δημόσια περιφερειακά αποταμιευτικά ιδρύματα λειτουργούν με ένα υβριδικό μοντέλο: αφενός μεν ως κερδοσκοπικοί οργανισμοί αλλά στο πλαίσιο της αποστολής τους δεν έχουν σκοπό τη μεγιστοποίηση το κέρδους, χωρίς βέβαια και να την αποκλείουν. Όπως άλλωστε επισημαίνει ο συγγραφέας, η σημασία των πολιτικών παραγόντων στην ίδρυση των διαφόρων τύπων καταθετικών οργανισμών είναι μεγάλη, διότι οι τράπεζες γενικά δεν είναι απλώς οικονομικές οντότητες αλλά προϊόν πολλές φορές πολιτικού ανταγωνισμού. Υπό αυτή την έννοια, τα Sparkassen αποτελούν δρώντες, με σημαντική επιρροή στη λήψη των αποφάσεων σε συγκεκριμένα πεδία δημοσίων πολιτικών τόσο εντός των εθνικών συνόρων όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Πιο συγκεκριμένα, τα περιφερειακά αποταμιευτικά ιδρύματα αντιπροσωπεύουν το 26% (σύμφωνα με τα στοιχεία για το 2018) του συνολικού ενεργητικού του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Γερμανίας και αποτελούν τον ένα από τους τρεις πυλώνες του, πλάι δηλαδή στα αμιγώς ιδιωτικά πιστωτικά ιδρύματα (π.χ. Deutsche Bank) και τις περίπου 900 συνεταιριστικές τράπεζες. Παράλληλα, εκτός όμως από τα ιδρύματα καθολικής τραπεζικής, υπάρχουν και οι τράπεζες «με εξειδικευμένα καθήκοντα», οι λεγόμενες αναπτυξιακές τράπεζες, με γνωστότερο παράδειγμα την KfW που επικεντρώνεται σε εξειδικευμένους τομείς δημόσιων πολιτικών – στην οικονομική ανάπτυξη σε περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Σε αντίθεση με τα αποταμιευτικά ιδρύματα, οι αναπτυξιακές τράπεζες είναι ρητώς μη κερδοσκοπικά ιδρύματα που υπάγονται απευθείας στην κυβέρνηση. Επιπλέον, σύμφωνα με το γερμανικό Σύνταγμα (αρ.28 παρ.2), τα 385 Sparkassen, μαζί με τα 13.000 υποκαταστήματά τους, διακρίνονται από τους δύο άλλους πυλώνες το γερμανικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, ως προς το ότι υποχρεούνται να λογοδοτούν στις τοπικές κυβερνήσεις μέσω της συμμετοχής ορισμένων μελών των εκλεγμένων τοπικών αρχών στα διοικητικά τους συμβούλια. Υπό αυτή την έννοια, τα Sparkassen είναι άμεσα ενσωματωμένα στις τοπικές οικονομίες και επιπλέον, χρηματοδοτούν πλήθος τοπικών πολιτιστικών, κοινωνικών και άλλων μορφών δράσεων στο πλαίσιο της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης. Με αυτό τον τρόπο, τα τοπικά ταμιευτήρια ενισχύουν την αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατ’ επέκταση αυξάνουν το κοινωνικό κεφάλαιο μεταξύ των μελών των τοπικών κοινωνιών, συνδυάζοντας σε τελευταία ανάλυση τις παραδοσιακές οικονομικές ιδέες του ορντολιμπεραλισμού με τις αρχές του αποκεντρωμένου διοικητικού μοντέλου της Γερμανίας.
Αναλυτικότερα, τα Sparkassen αποτελούν τη βασική πηγή άντλησης κεφαλαίων για τους καταναλωτές και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, καθώς είναι υπεύθυνα για το 43% του συνολικού εταιρικού δανεισμού, το 70% του δανεισμού των αυτοαπασχολούμενων και το 50% των καταναλωτικών δανείων. Αξίζει δε να υπογραμμιστεί ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, τα Sparkassen αύξησαν την έκδοση νέων δανείων μεταξύ των ετών 2006-2009 κατά 46%. Το βασικό γνώρισμα και συνάμα το κύριο πλεονέκτημά τους είναι το μοντέλο της χρηματοδότησης βάσει των στενών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των τραπεζιτών και των τοπικών επιχειρηματιών, πράγμα που τείνει στη μείωση της ασσυμετρίας της πληροφόρησης και ευνοεί τον μακροπρόθεσμο δανεισμό. Βεβαίως, η θεωρία των παραλλαγών του καπιταλισμού, εξηγεί επαρκώς το πώς τα διάφορα νομικά συστήματα, οι θεσμοί της αγοράς και οι κοινωνικοί θεσμοί διαμορφώνουν την αλληλεπίδραση και το μοντέλο των σχέσεων των τραπεζών και των επιχειρήσεων. Στο πλαίσιο αυτό, διακρίνονται δύο τύποι καπιταλιστικών οικονομιών: οι συντονισμένες οικονομίες της αγοράς και οι φιλελεύθερες οικονομίες. Οι πρώτες, όπως είναι η γερμανική οικονομία, είναι περισσότερο τραπεζοκεντρικές ενώ στη δεύτερη κατηγορία οικονομιών (αγγλοσαξονικές οικονομίες) κυρίαρχο ρόλο στη χορήγηση πιστώσεων διαδραματίζουν οι αγορές χρήματος και κεφαλαίων. Τα ως άνω συνεπάγονται με τη σειρά τους ότι στις συντονισμένες οικονομίες -επειδή ο τραπεζικός δανεισμός είναι περισσότερο μακροπρόθεσμος- οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις διατηρούν στενότερους δεσμούς, ενώ και η σημασία της ικανοποίησης των συμφερόντων όλων των ενδιαφερόμενων μερών μιας επιχείρησης (μέτοχοι, εργαζόμενοι, προμηθευτές, τράπεζες κτλ.) είναι μεγάλη. Στις πιο φιλελεύθερες οικονομίες από την άλλη πλευρά, οι δανεισμός των επιχειρήσεων έχει κατά βάση βραχυπρόθεσμο χαρακτήρα και κατά συνέπεια, δίνεται μεγαλύτερη σημασία στην ικανοποίηση των βραχυπρόθεσμων συμφερόντων των μετόχων.
Β) Η σημασία της πολιτικής επιρροής
Ωστόσο, ένα αρνητικό στοιχείο που δεν αναφέρει ο συγγραφέας στην ανάλυσή του για τα Sparkassen είναι ότι πολλές φορές το μοντέλο της χρηματοδότησης βάσει των στενών σχέσεων οδηγεί στην πολιτικοποίηση των κριτηρίων του δανεισμού και κατ’ επέκταση στην αναποτελεσματική κατανομή των πόρων. Στη Γερμανία, πράγματι, παρατηρείται το φαινόμενο της πολιτικοποίησης των μελών των διοικητικών οργάνων των τοπικών αποταμιευτηρίων, αφού σε πολλές περιπτώσεις, όπως προαναφέρθηκε, τα μέλη αυτά διατηρούν στενούς δεσμούς με τις τοπικές πολιτικές κοινότητες. Υπό το φως των ανωτέρω παρατηρήσεων, τα εμπειρικά ευρήματα ορισμένων μελετών καταδεικνύουν ότι οι πολιτικά χρωματισμένες τράπεζες αντιμετωπίζουν υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο λόγω της παροχής δανείων με ευνοϊκότερους όρους και άλλα μη τραπεζικά κριτήρια σε εταιρείες που είναι συνδεδεμένες πολιτικά μαζί τους. Από την άλλη πλευρά βέβαια, οι πολιτικές διασυνδέσεις εξασφαλίζουν στις εταιρείες χαμηλό κίνδυνο ρευστότητας και φερεγγυότητας λόγω της ευκολότερης πρόσβασής τους στον τραπεζικό δανεισμό και σε προγράμματα διασώσεων σε περιόδους κρίσης. Οι έντονοι πολιτικοί δεσμοί που διατηρούν τα τοπικά αποταμιευτήρια δεν περιορίζονται βέβαια στα όρια της περιφέρειάς τους − αντιθέτως, επεκτείνονται και σε κεντρικό επίπεδο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επιρροής τους είναι η επιτυχημένη εκστρατεία που πραγματοποιήσαν το 2012 εναντίον της υπαγωγής τους στον ενιαίο μηχανισμό εποπτείας (SSM) που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Το αποτέλεσμα ήταν ο SSM να περιλαμβάνει υπό την εποπτεία του αποκλειστικά τις συστημικές τράπεζες της Ευρωζώνης και όχι τα μικρότερα τραπεζικά ιδρύματα. Με αυτό τον τρόπο, η Γερμανία κατάφερε να διατηρήσει υπό εθνικό έλεγχο την εποπτεία των Sparkassen, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το συγκριτικό πλεονέκτημα που αυτά απολαμβάνουν.
Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της οργάνωσης των Sparkassen είναι η συμμετοχή τους σε ένα ευρύτερο -μη ιεραρχικό, συνεταιριστικό- δίκτυο αποταμιευτικών τραπεζών (S-Group), το οποίο αποτελείται από 6 τράπεζες σε επίπεδο κρατιδίων (Landesbanken) -που ανήκουν από κοινού στις κυβερνήσεις των κρατιδίων και στις 12 περιφερειακές ενώσεις των αποταμιευτηρίων-, ενώ περιλαμβάνει επιπλέον 530 θυγατρικές τους εταιρείες, διαθέτει 17.530 υποκαταστήματα, απασχολεί 301.600 εργαζόμενους και αντιπροσωπεύει συνολικά περίπου 2,2 τρισ. ευρώ σε ενεργητικό. Το βασικό πλεονέκτημα που προκύπτει από αυτή τη συνέργεια -εκτός των οικονομιών κλίμακας και της βελτίωσης της αποδοτικότητας με όρους λειτουργικού κόστους- είναι η δυνατότητα που αποκτούν τα περιφερειακά αποταμιευτήρια να αντλούν κεφάλαια από τις διεθνείς αγορές και να τα διοχετεύουν στη συνέχεια στην εθνική οικονομία. Επιπρόσθετα, οι Landesbanken λειτουργούν και σαν κεντρικές τράπεζες σε επίπεδο κρατιδίων, επιτρέποντας την αποδοτικότερη λειτουργία των Sparkassen, μέσω της διασφάλισης της απρόσκοπτης παροχής ρευστότητας. Τέλος, σε εθνικό επίπεδο, το δίκτυο S-Group είναι υπεύθυνο για τη λειτουργία της αρχής προστασίας των αποταμιεύσεων, συνιστώντας ουσιαστικά ένα ταμείο εγγύησης των καταθέσεων που χρηματοδοτείται από τις εισφορές των Landesbanken και των Sparkassen.
Γ) Sparkassen και κρίσεις
Η σημασία των τοπικών αποταμιευτηρίων στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Γερμανίας αποτυπώνεται σε δύο πολύ χαρακτηριστικά παραδείγματα. Η πρώτη περίπτωση αφορά τη μεταναστευτική κρίση που βίωσε η Γερμανία το 2015/16 και καταδεικνύει με ενάργεια τον τρόπο με τον οποίο τα Sparkassen εκπληρώνουν τη δημόσια αποστολή τους. Συγκεκριμένα, το 2016, πάνω από ένα εκατομμύρια μετανάστες και πρόσφυγες βρήκαν άσυλο στα τοπικά ταμιευτήρια, τα οποία τους προσέφεραν πρόσβαση σε τραπεζικούς λογαριασμούς, πράγμα που τους είχαν αρνηθεί τα μεγάλα ιδιωτικά τραπεζικά ιδρύματα. Αλλά και στη διάρκεια μιας άλλης κρίσης, στην περίπτωση της κρίσης από την πανδημία του κορωνοϊού, ο ρόλος τους υπήρξε εξίσου σημαντικός. Συγκεκριμένα, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε τον Μάρτιο του 2020 ένα πακέτο στήριξης της οικονομίας της τάξης των 750 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 600 δισ. ευρώ κατευθύνθηκαν ως επιδοτούμενα δάνεια για τη στήριξη των επιχειρήσεων. Η μεγάλη πλειονότητα των δανείων αυτών, διοχετεύτηκε μέσω των Sparkassen στη ραχοκοκαλιά της γερμανικής οικονομίας, που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο, ότι στις ΗΠΑ η διοίκηση Μπάιντεν συνάντησε δυσκολίες στη διοχέτευση της έκτακτης ρευστότητας που πρόσφερε και αυτή από την πλευρά της στις επιχειρήσεις της χώρας, διότι οι ιδιωτικές αμερικανικές τράπεζες απαίτησαν ψηλότερο επιτόκιο (1%) και μεγαλύτερες προμήθειες για τη χορήγηση των επιδοτούμενων δανείων, σε σχέση πάντοτε με τους ελαστικότερους όρους που επιθυμούσε η αμερικανική κυβέρνηση.
Καταληκτικά, τα Sparkassen εμφανίστηκαν ιδιαίτερα ανθεκτικά σε περιόδους πολλαπλών κρίσεων και απέκτησαν έτσι ένα πολύ θετικό κοινωνικό αποτύπωμα. Οι μακραίωνες ρίζες τους στις τοπικές κοινωνίες, προϊόν πολιτικών συσχετισμών και ιδιαίτερων κοινωνικών συνθηκών, τα προικίζει με μια μοναδική πολιτική και κοινωνική επιρροή. Με βάση λοιπόν τις παραπάνω διαπιστώσεις, δεν αποτελεί έκπληξη για τον Cassell η δήλωση της Ana Botin, επικεφαλής της Banco Santander που είναι ένας από τους μεγαλύτερους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς παγκοσμίως, ότι η λειτουργία των δημόσιων αποταμιευτηρίων της Γερμανίας κατά τη διάρκεια της πανδημίας αποτελεί «ένα μέτρο σύγκρισης για τον ιδιωτικό τραπεζικό τομέα