Αν το οικονομικό δόγμα της «επεκτατικής λιτότητας» μετατράπηκε στο κυρίαρχο υπόδειγμα της εφαρμοσμένης μακροοικονομικής πολιτικής του καιρού μας, Το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα του Τομά Πικετί αποτελεί τον κύριο άξονα αναφοράς της σύγχρονης ακαδημαϊκής βιβλιογραφίας των κοινωνικών επιστημών. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί πως υπάρχει η προ-Πικετί και η μετά-Πικετί εποχή στο πεδίο της ακαδημαϊκής έρευνας. Ως εκ τούτου, ο τίτλος του συζητούμενου εδώ συλλογικού τόμου, After Piketty, είναι καθ’ όλα εύγλωττος και δηλωτικός των προθέσεων των επιμελητών του, περιλαμβάνοντας ειδικότερα 21 κείμενα -συν ένα του ίδιου του Τομά Πικετί- κριτικής ανάλυσης των επιχειρημάτων και των θεμελιωδών «νόμων» που αναπτύσσονται στο Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα. Οι εκατομμύρια πωλήσεις του σύγχρονου Κεφαλαίου ανά τον κόσμο, η μετάφρασή του σε δεκάδες ξένες γλώσσες, οι αναρίθμητες παραπομπές σε ακαδημαϊκά και μη κείμενα αποτελούν λίγη από τη χρυσόσκονη που φέρει η διεπιστημονική αυτή πραγματεία, που αναδείχτηκε αναμφίβολα στο «μεγάλο σταρ» των κοινωνικών επιστημών. Γενικά, η συμβολή του Πικετί σχετίζεται αφενός μεν με την ανάδειξη των μακροχρόνιων τάσεων της διανομής του πλούτου και του εισοδήματος, αφετέρου δε με τη μεθοδολογική του προσέγγιση που επαναφέρει στη σύγχρονη οικονομική ανάλυση το εργαλείο της ιστορικής αφήγησης και έρευνας «ως μέσου ελέγχου της εμπειρικής εγκυρότητας των θεωρητικών υποδειγμάτων» (Κουτσιαράς 2018).
Α) Η συμβολή του Πικετί στη μελέτη των ανισοτήτων
Ο Πικετί βέβαια δεν ήταν ο πρώτος που καταπιάστηκε με το ζήτημα της διάγνωσης των μακροχρόνιων δυνάμεων της διανομής του πλούτου. Το 1954, ο Αμερικανός οικονομολόγος Σάιμον Κούζνετς παρουσίασε μια θεωρία, σχετικά με την εξέλιξη των ανισοτήτων στις οικονομίες της αγοράς. Το μοτίβο στο οποίο κατέληξε, ένα ανεστραμμένο U, ονομάστηκε «καμπύλη Κούζνετς»: η ανισότητα αυξάνεται στο πρώτο στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης και στη συνέχεια, μειώνεται καθώς η οικονομική ανάπτυξη αυξάνει, με την πάροδο του χρόνου, τα εισοδήματα των πολιτών. Ο Κούζνετς αναγνώρισε επίσης ότι υπάρχουν ισχυρές οικονομικές δυνάμεις που τείνουν να αυξάνουν την ανισότητα. Ισχυρίστηκε όμως ότι, ακόμη και αν δεν εφαρμοστούν κυβερνητικές πολιτικές που αμβλύνουν τις επιπτώσεις των ανισοτήτων, η ίδια η αγορά περιλαμβάνει μια σειρά ισχυρών οικονομικών δυνάμεων (διατομεακές μετατοπίσεις της οικονομίας) που λειτουργούν αντισταθμιστικά και περιορίζουν την τάση προς την αύξηση της ανισότητας. Για παράδειγμα, όταν οι αγροτικές οικονομίες εισήλθαν στο στάδιο της εκβιομηχάνισης και αστικοποιήθηκαν, ο τομέας των σύγχρονων υπηρεσιών επεκτάθηκε. Ως εκ τούτου, οι νέες τεχνολογίες της εποχής μείωσαν τη σημασία του ήδη καθιερωμένου πλούτου, με βάση την ακίνητη περιουσία, ως πηγή εισοδήματος. Επιπλέον, ο Κούζνετς ισχυρίστηκε πως αν και η μετατόπιση του εργατικού δυναμικού από τον κλάδο της γεωργίας στη βιομηχανία αύξησε αρχικά την ανισότητα, η αστικοποίηση του εργατικού δυναμικού οδήγησε τελικά στη μείωση των ανισοτήτων, λόγω της δημογραφικής μεταβολής και της ευκολότερης πρόσβασης στην εκπαίδευση μεγάλων κοινωνικών κατηγοριών. Παρά ταύτα, η εγκυρότητα της «καμπύλης Κούζνετς» τέθηκε από νωρίς σε αμφισβήτηση, λόγω του περιορισμένου εύρους των δεδομένων στα οποία βασίστηκε.
Σε αντίθεση με την περίοδο 1913-1948 που μελέτησε ο Σάιμον Κούζνετς, ο Τομά Πικετί, βασιζόμενος σε στατιστικά στοιχεία από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση έως τις μέρες μας, καταδεικνύει ότι η μακροχρόνια τάση της ανισότητας λαμβάνει, στην πραγματικότητα, ένα κανονικό -και όχι ανεστραμμένο- σχήμα U. Ο Πικετί υποστηρίζει ακόμα ότι η καθοδική πορεία των ανισοτήτων, όταν αυτή συμβαίνει, δεν έχει καμία σχέση με τη διαδικασία της διατομεακής κινητικότητας που περιγράφεται από τον Σάιμον Κούζνετς. Απεναντίας, οι κατ’ εξαίρεση περιπτώσεις μείωσης των ανισοτήτων, ήταν αποτέλεσμα της μαζικής καταστροφής του κεφαλαίου την περίοδο των Παγκοσμίων Πολέμων και της υψηλής φορολογικής επιβάρυνσης του πλούτου, ιδίως μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Συνολικά, η αντιστροφή της ανισοκατανομής του πλούτου θα πρέπει να θεωρείται, σύμφωνα με τον Πικετί πάντοτε, ως εξαίρεση στον ιστορικό κανόνα της μακροπρόθεσμης αυξητικής τάσης της ανισότητας. Μια τάση που επανήλθε δυναμικά τη δεκαετία του 1970 και στη συνέχεια, επιταχύνθηκε έως την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008.
Β) Η βασική επιχειρηματολογία στο Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα
Με βάση λοιπόν το ως άνω γενικό πλαίσιο, ο Πικετί διατύπωσε δύο θεμελιώδεις «νόμους». Ο πρώτος αποτελεί στην πραγματικότητα μια λογιστική ταυτότητα: το μερίδιο του κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα (α) ισούται με το ποσοστό απόδοσης του κεφαλαίου (r) επί το λόγο του κεφαλαίου /εισοδήματος (β). Η εξίσωση λαμβάνει επομένως τη μορφή α=rβ. Σε αυτή την εξίσωση, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ότι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Πικετί, η απόδοση του κεφαλαίου (r) κυμαίνεται, σε μάκρος δύο αιώνων, σε σταθερά υψηλότερα επίπεδα από το ρυθμό ανάπτυξης (g), προκύπτοντας έτσι η περίφημη ανισότητα r > g. Με άλλα λόγια, ο πλούτος αναπτύσσεται γρηγορότερα από την οικονομική παραγωγή. Αυτό έχει ως συνέπεια ένα πολύ μικρό τμήμα των κατόχων του κεφαλαίου να λαμβάνει συνεχώς μεγαλύτερο μερίδιο από το συνολικό πλούτο της οικονομίας, με αποτέλεσμα την περαιτέρω ενίσχυση της άνισης κατανομής του. Η επεξεργασία των στατιστικών στοιχείων από την Πρώτη Βιομηχανική Επανάσταση έως τις μέρες μας δείχνει, σύμφωνα με τον Πικετί, πως ο ετήσιος ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου τον τελευταίο ενάμιση αιώνα κυμάνθηκε από 4% έως 5%, ανεξάρτητα από το βαθμό έλλειψης ή αφθονίας του. Συναφώς, μια επίσης σημαντική εμπειρική έρευνα, που παρουσιάστηκε από το περιοδικό Εκόνομιστ, έρχεται να επιβεβαιώσει τη σταθερά υψηλότερη απόδοση του κεφαλαίου. Συγκεκριμένα, ο μέσος ετήσιος ρυθμός της κυμάνθηκε από 6%-7% για την περίοδο 1870-2015, ενώ το μέσο ετήσιο ποσοστό της οικονομικής μεγέθυνσης, για την ίδια περίοδο, ανήλθε στο 3% (The Economist 2018). Τέλος, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς αλλά και ο Ρόμπερτ Σόλοου στο συλλογικό τόμο, ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου έχει σημαντική συμβολή στη διεύρυνση των ανισοτήτων: για την περίοδο 1975-2012 στις ΗΠΑ, κάθε αύξηση κατά 5% στο μερίδιο του κεφαλαίου συνεπάγεται αύξηση κατά 0,8 μονάδες του δείκτη εισοδηματικής ανισότητας (Gini).
Την ίδια στιγμή όμως που η απόδοση του κεφαλαίου κινείται διαχρονικά σε σταθερά υψηλά επίπεδα, ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ τείνει να έχει πτωτική πορεία. Ο Πικετί – βασιζόμενος στις προβλέψεις του οικονομολόγου Ρόμπερτ Γκόρντον, που κάνει λόγο επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης της κατά κεφαλήν παραγωγικότητας στις πιο προηγμένες οικονομίες (ενδέχεται να είναι χαμηλότερος από 0,5% τον χρόνο για το διάστημα 2050-2100)- διαβλέπει εξασθένηση του ρυθμού αύξησης της ανάπτυξης συνολικά. Σε συνδυασμό μάλιστα με τη δημογραφική συρρίκνωση του παγκόσμιου πληθυσμού, ο Γάλλος οικονομολόγος προβλέπει αύξηση των περιουσιοκρατικών ανισοτήτων, στο μέτρο που μια ισχυρή δημογραφική μεγέθυνση τείνει να μειώνει τη βαρύτητα των περιουσιών που προέκυψαν από το παρελθόν. Μια (πρώτη) βασική κριτική που ασκείται στο θεμελιώδη αυτό «νόμο» του Πικετί είναι, σύμφωνα με το κείμενο των Μαρία-Kριστίνα Ντε Νάρντι , Τζούλιο Φέλα και Φανγκ Γιάνγκ, πως στην πραγματικότητα μια αύξηση του ρυθμού απόδοσης του κεφαλαίου έχει μικρότερο αντίκτυπο στην αύξηση των ανισοτήτων, σε σχέση με μια μείωση του ρυθμού της δημογραφικής επέκτασης. Με άλλα λόγια, ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου και ο ρυθμός δημογραφικής επέκτασης δεν λειτουργούν ως πλήρη υποκατάστατα.
Ο δεύτερος «νόμος» στον οποίο καταλήγει ο Πικετί είναι ο ακόλουθος: o λόγος του κεφαλαίου προς το ετήσιο εισόδημα της κοινωνίας (β) θα αυξηθεί (ή θα συρρικνωθεί) σε επίπεδο ίσο με το καθαρό ποσοστό αποταμίευσης (s) και το ρυθμό απόδοσης του κεφαλαίου διαιρούμενο (r) με το ρυθμό ανάπτυξης: β = r s/g. Επειδή όμως ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου (r) υπερβαίνει αυτόν την παραγωγής (g), όπως προαναφέρθηκε, ο λόγος του κεφαλαίου προς το εισόδημα τείνει σταθερά να αυξάνεται. Για παράδειγμα, αν ο λόγος κεφαλαίου / εισοδήματος είναι 600% και η απόδοση είναι 5%, τότε το μερίδιο του κεφαλαίου στο εθνικό εισόδημα είναι 30%. Ο Πικετί θεωρεί επίσης ότι το ποσοστό αποταμίευσης είναι αρκετά σταθερό -ανεξάρτητα από τις αλλαγές στις οικονομικές συνθήκες- επειδή επηρεάζεται κυρίως από την επιθυμία των πλουσίων να μεταβιβάσουν τον πλούτο τους στα παιδιά τους μέσω κληροδοτημάτων. Ο Γάλλος οικονομολόγος υιοθετεί επομένως, το νεοκλασικό υπόδειγμα ανάπτυξης (υπόδειγμα Σόλοου), που ορίζει ότι η αποταμίευση ισούται με την επένδυση και η συνάρτηση παραγωγής αντανακλά το μετασχηματισμό των εισροών εργασία, κεφάλαιο, τεχνολογία παραγωγής.
Επιπλέον, ο Πικετί προβλέπει πως μια μείωση του ρυθμού ανάπτυξης θα αυξήσει το μερίδιο του κεφαλαίου στο συνολικό εισόδημα, διότι λαμβάνει ως δεδομένο πως ο οριακός λόγος της υποκατάστασης ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία είναι μεγαλύτερος από τη μονάδα. Τούτο σημαίνει ότι είναι εξαιρετικά εύκολο να αντικατασταθεί ο συντελεστής παραγωγής «εργασία» (για κάθε ανοδική μεταβολή της τιμής του) από το κεφάλαιο. Σε αυτό το σημείο διαφοροποιείται από τη νεοκλασική συνάρτηση παραγωγής Κομπ-Ντάγκλας που προβλέπει το λόγο υποκατάστασης ίσο με τη μονάδα. Είναι σημαντικό επίσης να υπογραμμιστεί ότι ο προαναφερθείς υψηλός λόγος υποκατάστασης δεν οφείλεται, για τον Πικετί πάντοτε, στη ρομποτοποίηση ή την εισαγωγή της τεχνητής νοημοσύνης, αλλά σε πιο παραδοσιακούς τομείς, ιδίως στα ακίνητα και την ενέργεια. Επομένως ο Πικετί, αποδίδοντας έμφαση στην αποταμίευση, την τεχνολογία και το δημογραφικό παράγοντα, αγνοεί άλλες παραμέτρους που ευνοούν την συσσώρευση πλούτου, όπως είναι η νομισματική πολιτική, οι θεσμοί και οι ρυθμίσεις της αγοράς – ιδίως δε του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ωστόσο, η σημαντικότερη μεθοδολογική συνεισφορά του Πικετί, σύμφωνα με τον Μπράνκο Μιλάνοβιτς, έγκειται στην προσπάθειά του να συγκροτήσει μια ενιαία θεωρητική κατασκευή για την οικονομική ανάπτυξη, τη διανομή του λειτουργικού εισοδήματος και τη διανομή του προσωπικού εισοδήματος, ώστε να καταδείξει πως όσο περισσότερο το μερίδιο του κεφαλαίου αυξάνεται στο λειτουργικό εισόδημα τόσο θα μεγαλώνει η εισοδηματική ανισότητα. Ο σημαντικότερος μηχανισμός για τη συγκεκριμένη διασύνδεση εντοπίζεται στην θεμελιώδη ανισότητα r > g. Για να ισχύσει λοιπόν αυτή η ανισότητα, που οδηγεί σε όξυνση την ανισοκατανομή του εισοδήματος, θα πρέπει, σύμφωνα πάντοτε με τον Μιλάνοβιτς, να εκπληρώνονται τρεις προϋποθέσεις: α) το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της αποταμίευσης να μετατρέπεται σε επένδυση και όχι κατανάλωση – ή αλλιώς ο λόγος του ποσοστού των καταθέσεων προς το ρυθμό απόδοσης του κεφαλαίου να είναι κοντά στο 1. Με αυτό τον τρόπο, το μερίδιο του κεφαλαίου αυξάνεται ως προς το συνολικό εισόδημα. β) Δεύτερον, η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου να είναι πολύ υψηλή και γ) να υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του μεγάλου εισοδήματος από το κεφάλαιο και του συνολικού πλούτου που κατέχει κάποιος. Όποιος διαθέτει, δηλαδή, υψηλά κεφαλαιακά εισοδήματα να είναι και πλούσιος.
Γ) Η οικονομική κριτική στο Κεφάλαιο
Η κριτική όμως που ασκείται στο «νόμο» του Πικετί για τη σταθερά αυξανόμενη τάση του λόγου του κεφαλαίου προς το εισόδημα έχει να κάνει με τη ντετερμινιστική λογική – υποτιθέμενος υψηλός λόγος υποκατάστασης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας, εγγενής τάση του κεφαλαίου να αποδίδει περισσότερο- με βάση την οποία ο Πικετί δομεί τα επιχειρήματά του. Αρκετοί κοινωνικοί επιστήμονες επισημαίνουν στα κείμενά τους πως ο Τομά Πικετί παραβλέπει ορισμένες σημαντικές παραμέτρους, τόσο οικονομικές όσο και αμιγώς πολιτικές, που ενισχύουν τη γενικώς παραδεδεγμένη αύξηση του κεφαλαίου στο συνολικό εισόδημα. Αναφορικά με τους οικονομικούς παράγοντες:
Ο Τζόσεφ Στίγκλιτς θεωρεί πως ο Γάλλος οικονομολόγος δίνει μεγαλύτερη έμφαση στις ανισότητες που προκύπτουν από του εισόδημα του κεφαλαίου και κατ’ επέκταση στην υψηλή υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο. Από τα δεδομένα, όμως, του ίδιου του Πικετί προκύπτει ότι το μεγαλύτερο ποσοστό (σχεδόν τα 2/3) της συνολικής εισοδηματικής ανισότητας συνδέεται με την ανισότητα στο εισόδημα της εργασίας. Αξίζει να σημειωθεί πάντως ότι, ο Πικετί διευκρίνισε σε πιο πρόσφατη μελέτη του (Piketty, Saez & Zucman 2016) πως η αυξανόμενη ανισότητα οφειλόταν στην ανισοκατανομή των εισοδημάτων από την εργασία έως το 2000. Από κείνο το σημείο και έως τις μέρες μας, η ανισότητα συνδέεται κατά βάση με το εισόδημα που προέρχεται από το κεφαλαίο. Επιπρόσθετα, ο Πικετί έχει πράγματι υποστηρίξει πως η αύξηση της ανισότητας των εισοδημάτων από την εργασία οφείλεται βασικά στο ότι οι αμοιβές των ανώτερων διευθυντικών στελεχών ξεπερνούν κατά πολύ τις αμοιβές των υπόλοιπων εργαζομένων.
Μια ακόμα αιτία που παραβλέπει ο Πικετί, αναφορικά με την αύξηση του μεριδίου του κεφαλαίου στο εισόδημα, μπορεί να εντοπιστεί -όχι στην υποκατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο- στη μονοπωλιακή ισχύ των παγκόσμιων εταιρειών που συμβάλλει μεν στην αύξηση του ποσοστού κέρδους αλλά δρα ανασταλτικά για την ανάπτυξη. Η εξήγηση αυτή του Σουρές Νάιντου είναι σαφώς λιγότερο αιτιοκρατική από κείνη του Πικετί. Επίσης, ο Ντέβες Ραβάλ σημειώνει στο κείμενο της κριτικής του πως η μείωση του μεριδίου του εργατικού εισοδήματος σχετίζεται επίσης με την ενσωμάτωση των εθνικών οικονομιών στον παγκόσμιο καταμερισμό των έργων. Αυτό συνεπάγεται, για τις ανεπτυγμένες οικονομίες ιδίως, τη μεταφορά τμημάτων των βιομηχανικών κλάδων έντασης εργασίας σε χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους. Επίσης, η αυτοματοποίηση και οι συναφείς τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας ενδέχεται να αυξάνουν την πόλωση στις αμοιβές μεταξύ του εργατικού δυναμικού και να συμβάλλουν αρνητικά στη διαμόρφωση των ημερομισθίων για τις μεσαίας εξειδίκευσης θέσεις εργασίας. Τούτο μπορεί να συμβεί, (και) λόγω της αύξησης των εισοδημάτων των κατόχων ή των διαχειριστών του κεφαλαίου της ψηφιακής τεχνολογίας. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως στον τομέα της ψηφιακής βιομηχανίας η συγκεντροποίηση του πλούτου εμφανίζεται πολύ έντονη – βεβαίως, σε έναν κόσμο όπου το ποσοστό του εργατικού εισοδήματος συρρικνώνεται και το εργατικό κόστος μειώνεται, το κίνητρο για την περαιτέρω ανάπτυξη τεχνολογιών εξοικονόμησης εργασίας μπορεί να ελαττωθεί στο μέλλον.
Επομένως, τόσο για τον Ραβάλ όσο και για την Λάουρα Τάισον και τον Μάικλ Σπένς ο οριακός λόγος υποκατάστασης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας είναι μικρότερος από τη μονάδα και μόνο η τεχνολογική πρόοδος μπορεί να επιτρέψει στον κεφάλαιο να διατηρεί ένα σταθερά αυξητικό ποσοστό κέρδους. Επιπρόσθετα, οι Τάισον και Σπένς επισημαίνουν πως το (μακρο)μοντέλο του Πικετί δεν διακρίνει μεταξύ των διαφόρων τύπων της σύγχρονης εργασίας. Για τους δύο αυτούς οικονομολόγους, η αναγνώριση μιας τέτοιας διάκρισης είναι σημαντική για την κατανόηση των ανισοτήτων στο εισόδημα από την εργασία: η μεσαίας εξειδίκευσης εργατική τάξη συρρικνώθηκε επί του συνόλου του εργατικού δυναμικού περίπου από 60% το 1979 στο 46% το 2012. Επιπλέον, η καθαρή αύξηση των θέσεων εργασίας στους διεθνώς εμπορεύσιμους τομείς της αμερικανικής οικονομίας είναι αμελητέα (το 98% των νέων θέσεων εργασία στις ΗΠΑ από το 1990 έως το 2008 αφορά τους μη εμπορεύσιμους τομείς). Άλλος ένας σημαντικός παράγοντας για τη μείωση του εισοδήματος από την εργασία είναι, σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Γουέιλντ, η μεταβολή στο οργανωτικό μοντέλο των μεγάλων εταιρειών που επηρεάζει σημαντικά το είδος των εργασιακών σχέσεων και κατ’ επέκταση τον καθορισμό των μισθών. Συγκεκριμένα, η ανάθεση διαφόρων έργων και υπηρεσιών σε εξωτερικούς προμηθευτές θέτει σε αμφισβήτηση τα καθιερωμένα κριτήρια δίκαιης αμοιβής. Οι εταιρίες δεν είναι πλέον υπεύθυνες για τον μισθό των εξωτερικών τους παρόχων, η αποζημίωση των οποίων γίνεται βάσει της τιμολόγησης των υπηρεσιών ή των αγαθών που παρέχουν. Σε επίπεδο παγκοσμίου εμπορίου επίσης, οι παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής και οι ξένες άμεσες επενδύσεις συνεπάγονται την αποκέντρωση της παραγωγικής διαδικασίας και ευνοούν την ανάθεση έργων σε εξωτερικούς παρόχους με υψηλή εξειδίκευση.
Αυτή η εξέλιξη οδηγεί σε έναν έντονο κατακερματισμό το εργατικό δυναμικό που μειώνει δραστικά τη διαπραγματευτική επιρροή του. Ένα ακόμα σημαντικό σημείο που φαίνεται να παραγνωρίζει ο Πικετί στην ανάλυσή του για τις ανισότητες είναι η σημασία των παγκόσμιων ανισοτήτων μεταξύ των κρατών, ειδικότερα δε μεταξύ των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων οικονομιών. Ο Πικετί δίνει έμφαση αποκλειστικά στις ανισότητες που αναπτύσσονται εντός των ανεπτυγμένων οικονομιών. Όμως, όπως καταδεικνύει πειστικά ο Κρίστοφερ Λάκνερ στο κείμενο της κριτικής του, η ταχεία ανάπτυξη της Κίνας κυρίως, αλλά και των υπολοίπων αναδυόμενων ασιατικών οικονομιών στο πλαίσιο του παγκόσμιου καταμερισμού των έργων, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Την ίδια στιγμή βέβαια η ανισότητα αυξήθηκε εντός των οικονομιών είτε αυτές είναι ανεπτυγμένες είτε αναπτυσσόμενες. Συνολικά πάντως, η ανισότητα μεταξύ των κρατών παραμένει σημαντικά υψηλότερη -αν και μειούμενη- σε σχέση με την ανισότητα στο εσωτερικό των χωρών. Για παράδειγμα ο δείκτης ανισότητας Gini μεταξύ των χωρών κυμάνθηκε στο 70,5% το 2008 από 72,2% το 1988, ενώ η ανισότητα εντός των χωρών -ακόμα και σε μία από τις πιο άνισες κοινωνίες όπως είναι αυτή της Νότιας Αφρικής- δεν ξεπέρασε στο 63%. Ως εκ τούτου, ορθώς επισημαίνει ο Μπράνκο Μιλάνοβιτς πως η μελλοντική τάση των ανισοτήτων θα εξαρτηθεί από τρεις παράγοντες: τις διαφορές στο μέσο εισόδημα μεταξύ των χωρών, τις διαφορές στο εισόδημα εντός των ίδιων των χωρών και το ρυθμό αύξησης του πληθυσμού.
Τέλος, αδυναμίες εντοπίζονται και στον τρόπο με τον οποίο ορίζεται το κεφάλαιο από τον Πικετί, με συνέπεια να μην περιλαμβάνει σε αυτό κρίσιμες μορφές του πλούτου. Συγκεκριμένα, ορίζει το κεφάλαιο (ακριβώς όπως και τον πλούτο ή την περιουσία) ως το άθροισμα των μη χρηματοοικονομικών στοιχείων και των χρηματοοικονομικών στοιχείων του ενεργητικού -σε αγοραίες τιμές- από το οποίο έχουν αφαιρεθεί όλες οι υποχρεώσεις. Αξίζει να υπογραμμιστεί σε αυτό το σημείο, ότι ταυτίζοντας το κεφάλαιο με τον πλούτο, ο Πικετί δεν θεωρεί πως το κεφάλαιο είναι συνολικά παραγωγικός συντελεστής, όπως δηλαδή το προσλαμβάνει η νεοκλασική οικονομική σκέψη. Ο ως άνω ορισμός του κεφαλαίου (ή του πλούτου), όμως, δεν λαμβάνει υπόψη του το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως υπογραμμίζει ο Έρικ Νίλσεν. Διότι το ανθρώπινο κεφάλαιο, όπως και οι υπόλοιπες μορφές κεφαλαίου, αποτελεί ένα απόθεμα διαρκών προσόντων, ικανοτήτων, κοινωνικών δικτύων και πολιτισμικών συνηθειών που κατέχει κάθε άτομο. Το απόθεμα αυτό είναι πολύ σημαντικό για το βαθμό κοινωνικής κινητικότητας στην εκπαίδευση και την αγορά εργασίας, ενώ αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κληρονομιάς των γονέων προς τα τέκνα τους. Στο ίδιο πνεύμα, η φεμινιστική ερμηνεία των ανισοτήτων της Χέθερ Μπούσι εστιάζει την κριτική της στη μη συμπερίληψη της οικιακής εργασίας στην μέτρηση του ΑΕΠ και τον ρόλο που διαδραματίζει η γυναικεία εργασία εντός του νοικοκυριού για την μακροημέρευση του πλούτου που μεταβιβάζεται μέσω των κληρονομιών και άλλων μορφών οικογενειακών μεταβιβάσεων.
Δ) Η πολιτικοθεσμική κριτική
Εκτός όμως από τα κείμενα της κριτικής που εστιάζουν στην αμιγώς οικονομική επιχειρηματολογία του Κεφαλαίου τον 21ο αιώνα, ο συλλογικός τόμος περιλαμβάνει κριτικά κείμενα που άπτονται κρίσιμων πολιτικών και θεσμικών παραγόντων, οι οποίοι είτε υποβαθμίζονται είτε δεν λαμβάνονται καθόλου υπόψη στην ανάλυση του Πικετί για τη διαμόρφωση και εξέλιξη των ανισοτήτων.
Οι παράγοντες αυτοί, όπως επισημαίνει ο Σουρές Ναϊντού στη συμβολή του στον τόμο, σχετίζονται με την πολιτική οικονομία του πλούτου και του εισοδήματος. Πιο συγκεκριμένα, ο Ναϊντού -όπως και ο Ντέιβιντ Σόσκις σε μια εύστοχη κριτική του (Soskice 2014)- υποστηρίζει πως ο ρυθμός απόδοσης του κεφαλαίου δεν αποτελεί απλώς μια ιστορικά διαμορφωμένη σταθερά. Αντιθέτως, αποτελεί μια δυναμική συνάρτηση της εκάστοτε θεσμικής και ρυθμιστικής αποκρυστάλλωσης του συσχετισμού δύναμης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργασίας. Η θέσπιση για παράδειγμα φοροαπαλλαγών για τα κέρδη του κεφαλαίου, μετατοπίζει τον τύπο των αμοιβών προς το εισόδημα που προέρχεται από το κεφάλαιο. Επομένως, οι θεσμικοί και πολιτικοί παράγοντες που επηρεάζουν το βαθμό συσσώρευσης του πλούτου αποσιωπώνται, όταν ο λόγος του κεφαλαίου προς το εισόδημα εκφράζεται αποκλειστικά ως συνάρτηση του ρυθμού της αποταμίευσης προς τον ρυθμό της ανάπτυξης. Για τον Πικετί, ο ρόλος των πολιτικών παραγόντων υπεισέρχεται μόνο ex post και επικεντρώνεται στον καθορισμό ενός προοδευτικού φορολογικού συντελεστή, αναδιανέμοντας τον πλούτο δικαιότερα, αφού όμως πρώτα η αγορά έχει διαμορφώσει ένα πλαίσιο σημαντικών ανισοτήτων. Ακόμα πιο σημαντικά, ο Πικετί αντιτίθεται στη χρήση των μακροοικονομικών εργαλείων ως μέσου για την αναδιανομή του πλούτου. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί πως η αύξηση του δημοσίου χρέους μεταφέρει πλούτο από τους φορολογούμενους προς τους πλούσιους ομολογιούχους. Ο πληθωρισμός επίσης, σύμφωνα πάντοτε με τον Πικετί, δεν διαβρώνει την αξία του πλούτου, δεδομένου ότι οι πλούσιοι συγκροτούν τα χαρτοφυλάκιά τους με πραγματικά περιουσιακά στοιχεία. Επιπλέον, λόγω της έμφασης που δίνει στα οικονομικά της προσφοράς, ο Πικετί παρακάμπτει συνειδητά τη σημασία της νομισματικής πολιτικής ως καθοριστικής παραμέτρου που επηρεάζει την πραγματική ανάπτυξη. Υποβαθμίζοντας όμως το ρόλο της νομισματικής πολιτικής, παραβλέπεται και ο καθοριστικός ρόλος των θεσμών, ιδίως των κεντρικών τραπεζών, στην συγκεντροποίηση του πλούτου. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 2000, τα χαμηλά επιτόκια της Fed συνέβαλαν στην αύξηση του πλούτου του πλουσιότερου 0,1%, λόγω της υψηλότερης αποτίμησης των τίτλων σταθερού εισοδήματος στους οποίους η οικονομική ελίτ είχε επενδύσει μαζικά το εισόδημά της.
Στο ίδιο πνεύμα, ο Τζόσεφ Στίγκλιτς υπογραμμίζει την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος ως βασικό συντελεστή που ευνοεί την υπεραπόδοση του κεφαλαίου και κατ’ επέκταση την αύξηση των ανισοτήτων. Κριτική ασκεί, από την πλευρά της οικονομικής γεωγραφίας, ο Γκάρεθ Τζόουνς. Ο Τζόουνς υποστηρίζει πως από την ανάλυση του Πικετί λείπει μια συστηματική μελέτη του φαινομένου του χρηματιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας (χρηματιστικοποίηση) που είναι άρρηκτα συνυφασμένο με την «υπερ-επικρατικοποίηση» του κεφαλαίου στην εποχή της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Η έντονη κινητικότητα όλων των συντελεστών της παραγωγής και ιδίως η δυνατότητα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου να μετατοπίζεται μαζικά σε φορολογικούς παραδείσους, όπου η κείμενη φορολογική νομοθεσία είναι πολύ «φιλική» για τους κατόχους του, διαμορφώνει αναμφίβολα μια νέα οικονομική γεωγραφία. Με αυτό τον τρόπο, το κεφάλαιο έχει τη δυνατότητα να εμφανίζεται εικονικά (λογιστικά) σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, ξεκομμένο από πραγματικά περιουσιακά στοιχεία και υπαγόμενο σε μια «γκρίζα» ζώνη δικαιοδοσίας. Ενδεικτική των ως άνω εξελίξεων είναι η μείωση του πραγματικού φορολογικού συντελεστή για τα κέρδη των αμερικανικών εταιρειών (από 30% σε 20%) σε διάστημα δεκαπέντε χρόνων – από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 έως το 2010. Επομένως, ο Τζόουνς θεωρεί πως το αρρύθμιστο καθεστώς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης οδηγεί στην αύξηση της ισχύος των κατόχων του πλούτου και στην αποφυγή των υποχρεώσεών τους προς το κράτος που συνδέονται με την παραδοσιακή ιδιότητα του πολίτη. Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι δημιουργούνται σοβαρές ανακατατάξεις στις σχέσεις μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, κάτι που στην ανάλυση του Πικετί δεν φαίνεται να φωτίζεται επαρκώς. Τέλος, η συγκεκριμένη παραγνώριση καθιστά τις προτάσεις του Πικετί για τη φορολόγηση του παγκόσμιου πλούτου ουτοπικές, διότι τέτοιου είδους μέτρα έρχονται μόνο εκ των υστέρων να περιορίσουν τις ανισότητες που προκύπτουν από μια οικονομική και θεσμική δομή (παγκοσμιοποίηση) στην οποία οι οικονομικές ελίτ διαθέτουν καταλυτικά μεγαλύτερη επιρροή και σημαντικά προνόμια.
Οι ανισότητες όμως, έχουν και ένα σημαντικό μακροοικονομικό αντίκτυπο που συνδέεται με την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και κατ’ επέκταση με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Συγκεκριμένα, λόγω της άνισης κατανομής του χρηματοοικονομικού πλούτου, τα φτωχότερα στρώματα τείνουν να κατέχουν μεγαλύτερο ποσοστό χρέους. Τόσο ο Μαρκ Ζάντι όσο και ο Σαλβατόρε Μορέλι στα κείμενα της κριτικής τους υπογραμμίζουν τη σύνδεση των ανισοτήτων με την προϊούσα απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θεωρούν, δηλαδή, πως υπάρχει ένα είδος αντισταθμιστικής σχέσης μεταξύ των δύο, ώστε να αμβλύνονται οι κοινωνικοπολιτικές συνέπειες της εμπεδωμένης ανισοκατανομής των χρηματοοικονομικών μέσων. Στο σημείο αυτό, λοιπόν, υπεισέρχεται ο καίριος ρόλος της πολιτικής στη διαμόρφωση του ρυθμιστικού πλαισίου της αγοράς. Η επέκταση για παράδειγμα της στεγαστικής πίστωσης σε πολίτες με πολύ χαμηλά εισοδήματα (δημοκρατικοποίηση του χρέους) αποτελεί το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Επομένως, για τους Ζάντι και Μορέλι ο βασικότερος δίαυλος μέσω του οποίου οι ανισότητες επηρεάζουν τα μακροοικονομικά μεγέθη είναι βασικά η χρηματοπιστωτική απορρύθμιση που οδηγεί με τη σειρά της σε κρίση, γενικευμένη οικονομική αποσταθεροποίηση και έντονη προκυκλικότητα. Η τελευταία συνδέεται με την τάση των πιο πλούσιων στρωμάτων να διατηρούν χαμηλά ποσοστά αποταμίευσης σε περιόδους οικονομικής μεγέθυνσης, ενώ σε περιόδους ύφεσης τείνουν να αυξάνουν τα επίπεδα αποταμίευσης. Για παράδειγμα, τη δεκαετία του 1990 και έως τις αρχές της δεκαετίας του 2000, η συνολική αποταμίευση του πλουσιότερου 5% στις ΗΠΑ μειώθηκε κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ μετά το 2008 η αποταμίευση εκτοξεύτηκε σχεδόν στο 20% του συνολικού εισοδήματός τους. Με αυτόν τον τρόπο, είναι προφανές πως μειώνονται οι πόροι για την κατανάλωση και τις επενδύσεις. Ειδικά στο επίπεδο της ζήτησης, η υψηλή συγκέντρωση πλούτου οδηγεί σε έντονες διακυμάνσεις, δεδομένης της τάσης των πλουσιότερων στρωμάτων να δαπανούν μικρότερο ποσοστό τους εισοδήματός τους για κατανάλωση, σε σχέση με τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Μια ακόμα κριτική παρατήρηση αφορά τον ντετερμινισμό της θεωρία του Πικετί, σχετικά με την κατ’ εξαίρεση μείωση των ανισοτήτων λόγω των Παγκοσμίων Πολέμων. Αυτή η αιτιοκρατία αποκρύβει, σύμφωνα με τον Μάρσαλ Στάινμπαουμ, το ρόλο που διαδραματίζουν οι ιδέες και ο βαθμός της αξιοπιστίας που αυτές φέρουν ανάλογα με την ιστορική συγκυρία. Πιο συγκεκριμένα, ο Στάινμπαουμ ισχυρίζεται πως ούτε οι πόλεμοι ούτε η επέκταση του δικαιώματος της ψήφου λειτούργησαν ως οι κύριοι μοχλοί κοινωνικής πίεσης για τη μείωση των ανισοτήτων. Αντιθέτως, ο συγγραφέας βρίσκεται πιο κοντά στο επιχείρημα των Σκιβ και Στάσαβειτζ (βλέπε όπως πριν: Kenneth Scheve & David Stasavage, Taxing the Rich: A History of Fiscal Fairness in the United States and Europe), ισχυριζόμενος ότι η μείωση των ανισοτήτων, σε συγκεκριμένες ιστορικές περιόδους, οφείλεται στη μείωση της αξιοπιστίας των οικονομικών ελίτ και του ίδιου του καπιταλισμού ως οικονομικού μοντέλου που μπορεί να εξασφαλίζει αυξημένα επίπεδα ευημερίας για τις κοινωνίες. Η τελευταία παρατήρηση του Στάινμπαουμ συνδέεται και με το κείμενο της κριτικής του φιλοσόφου του δικαίου Ντέιβντ Γκρούαλ, ο οποίος επισημαίνει πως ο καπιταλισμός δεν είναι ένα απλό οικονομικό σύστημα. Αποτελεί επίσης μια νομική και θεσμική κατασκευή που αυξομειώνει ανάλογα με τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνει τα όρια της απόδοσης του κεφαλαίου. Η αμιγώς θεσμική διάσταση του καπιταλισμού γίνεται αντικείμενο σχολιασμού και στο κείμενο της Ελόρα Ντερενονκούρτ, η οποία επεκτείνει τη διάκριση των Ασέμογλου-Ρόμπινσον περί «ανοικτών» και «κλειστών» θεσμών στο πεδίο των ανισοτήτων. Συμπεραίνει λοιπόν, πως οι πιο συμπεριληπτικοί θεσμοί συνδέονται με χαμηλότερα επίπεδα ανισότητας, σε σχέση με τους θεσμούς (όπως οι αποικιακοί) που αποκλείουν μεγάλα στρώματα του πληθυσμού από την αντιπροσώπευση στη λήψη των αποφάσεων.
Η ουσιαστικότερη και πιο καίρια κριτική στο έργο του Πικετί εντοπίζεται στο κείμενο της κοινωνιολόγου Ελίζαμπεθ Γιάκομπς. Η Γιάκομπς αμφισβητεί τον άτεγκτο και αιτιοκρατικό χαρακτήρα των θεμελιωδών «νόμων» του Πικετί, υποστηρίζοντας πως οι «νόμοι» αυτοί δεν ισχύουν σε όλες τις καπιταλιστικές οικονομίες. Με άλλα λόγια, ο Πικετί αποτυγχάνει να εντοπίσει τις εγχώριες θεσμικές και πολιτικές παραμέτρους που καθορίζουν τα διαφορετικά υποδείγματα των εθνικών οικονομιών. Η σχετική βιβλιογραφία για τις «ποικιλίες του καπιταλισμού», όπως αναπτύχθηκε αρχικά από τους πολιτικούς επιστήμονες Πίτερ Χολ και Ντέιβιντ Σόσκις, υποστηρίζει πως οι καπιταλιστικές οικονομίες δεν είναι ομοιόμορφες. Απεναντίας, διακρίνονται grosso modo σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις «συντονισμένες» οικονομίες της αγοράς, όπως είναι η γερμανική και οι σκανδιναβικές, και τις αμιγώς «φιλελεύθερες» οικονομίες, όπως είναι οι αγγλοσαξονικές. Στα δύο αυτά υποδείγματα, οι θεσμοί, οι νομικοί κανόνες, οι άρρητοι κανόνες και η διάχυτη κοινή γνώση διαμορφώνουν αποκλίνοντα οργανωτικά και οικονομικά μοτίβα τόσο στο πεδίο της εταιρικής στρατηγικής και της καινοτομίας όσο και στο πρότυπο της κοινωνικής προστασίας, της απασχόλησης και της διανομής του εισοδήματος. Επομένως, ο Πικετί αποδίδοντας υπέρμετρη ισχύ στην καθολικότητα των επιχειρημάτων του, τείνει να παραγνωρίσει τις ουσιώδεις διαφορές που είναι σύμφυτες με τις ξεχωριστές εγχώριες προτιμήσεις των εθνικών οικονομιών. Κατ’ επέκταση, σύμφωνα πάντοτε με τη Γιάκομπς, ο Πικετί δεν εξετάζει κρίσιμα ερωτήματα πολιτικού χαρακτήρα: Mε ποιον τρόπο οι περιουσιοκρατικές ανισότητες μεταφράζονται σε ανισοβαρείς θέσεις πολιτικής ισχύος; Κάτω από ποιες συνθήκες οι υπόλοιπες κοινωνικές κατηγορίες, πέρα από την οικονομική ελίτ, αποκτούν φωνή και επιρροή; Ένα ακόμα σημείο της κριτικής της αφορά μια εκκωφαντική αντίφαση του Πικετί: ανάμεσα στην αιτιοκρατική και ως εκ τούτου απαισιόδοξη διάγνωση για τα αίτια των ανισοτήτων και από την άλλη πλευρά την παραδόξως αισιόδοξη πίστη του για την άρση τους, μέσω της εφαρμογής ενός μοντέλου διαβουλευτικής δημοκρατίας, όπως το οραματίζεται και ο Γιούργκεν Χάμπερμας. Ουτοπικές χαρακτηρίζει, η Γιάκομπς, και τις προτάσεις για τη φορολόγηση του πλούτου και την ανάγκη θέσπισης κανόνων διαφάνειας για το χρηματοπιστωτικό σύστημα σε παγκόσμιο επίπεδο. Η Ελίζαμπεθ Γιάκομπς επεκτείνει την κριτική για την ελλιπή επεξεργασία από τον Πικετί ενός συμπαγούς πλαισίου για τους πολιτικούς και θεσμικούς παράγοντες που μετασχηματίζουν την οικονομική ανισότητα σε παγιωμένη ανισότητα ως προς την επιρροή των πολιτικών αποφάσεων.
Η Γιάκομπς αντιπροτείνει την εξέταση του αντίκτυπου των οικονομικών ανισοτήτων στους δημοκρατικούς θεσμούς, μέσω της υιοθέτησης του εννοιολογικού πλαισίου που ανέπτυξε ο Άλμπερτ Χίρσμαν στην κλασική μελέτη του Exit, Voice and Loyalty. Συγκεκριμένα, τρεις είναι οι δίαυλοι μέσω των οποίων η οικονομική ανισότητα επιδρά αρνητικά στη δημοκρατία: Πρώτον, οι ανισότητες στην αντιπροσώπευση συνεπάγονται υπεραντιπροσώπευση (voice) των ισχυρότερων οικονομικά συμφερόντων, όπως των μεγάλων εταιρειών στις ΗΠΑ. Αυτή η παρατήρηση έρχεται σε αντίθεση με την παραδοσιακή πλουραλιστική θεωρία, με πιο επιφανή εκπρόσωπό της τον Ρόμπερτ Νταλ, που ισχυρίζεται πως ο κατακερματισμός των συμφερόντων των διαφόρων ομάδων πίεσης μειώνει την ισχύ της κάθε μιας ξεχωριστά. Με αυτό τον τρόπο, διαμορφώνεται ένα πλαίσιο ισότιμου πολιτικού ανταγωνισμού. Εκτός όμως από τις οργανωμένες ομάδες συμφερόντων, οι οικονομικές ανισότητες μετατρέπονται σε πολιτικές και μέσα από το ατομικό επίπεδο. Σύμφωνα με έρευνες της κοινής γνώμης, οι πλουσιότεροι πολίτες τείνουν να ασχολούνται περισσότερο με την πολιτική, να προσέρχονται στις εκλογικές διαδικασίες πιο συστηματικά και να διαθέτουν περισσότερο χρόνο για την πολιτική τους ενημέρωση. Κρίσιμη θεωρείται επίσης η συμμετοχή τους σε διάφορα δίκτυα της κοινωνίας των πολιτών που τους επιτρέπουν την αποτελεσματικότερη προώθηση των επιδιώξεών και των συμφερόντων τους. Οι οικονομικές ανισότητες επίσης επηρεάζουν -αρνητικά- τη δυνατότητα των μεσαίων και ιδίως των χαμηλότερων εισοδηματικά στρωμάτων να σπάσουν τον φαύλο κύκλο της διαγενεακής ανισότητας (exit). Τα στρώματα αυτά παραμένουν ουσιαστικά εγκλωβισμένα σε καθιερωμένους τόπους κατοικίας, σε κοινωνικά, πολιτισμικά και οικονομικά περιβάλλοντα στα οποία υπάρχουν λιγότερες ευκαιρίες για κοινωνική κινητικότητα. Τέλος, ο βαθμός της εμπιστοσύνης και της αφοσίωσης στους πολιτικούς θεσμούς (loyalty) εξαρτάται επίσης από το επίπεδο της άνισης διανομής του πλούτου. Η αντίθεση μεταξύ μιας πλούσιας ελίτ που μπορεί να επενδύει και να αποκτά διαφόρων ειδών ευκαιρίες σε διαφορετικά μέρη του πλανήτη και σε μια κοινωνική πλειονότητα καθηλωμένη σε περιβάλλοντα μειωμένων ευκαιριών, και κατ’ επέκταση προσδοκιών, προκαλεί σημαντικές αποκλίσεις ως προς το βαθμό εμπιστοσύνης στην αμερόληπτη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών. Τούτων δοθέντων, η Ελίζαμπεθ Γιάκομπς διατυπώνει εύστοχα το συμπέρασμα πως υπάρχει ένας φαύλος κύκλος μεταξύ των οικονομικών και των πολιτικών ανισοτήτων, ο τερματισμός του οποίου απαιτεί μεταρρυθμίσεις στις πολιτικές δομές και διαδικασίες.
Συμπερασματικά, ο Πικετί, αν και προεξαγγέλει στο Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα πως η ιστορική εξέλιξη των ανισοτήτων υπήρξε πάντοτε μια «βαθιά πολιτική ιστορία που δεν συνοψίζεται σε καθαρά οικονομικούς μηχανισμούς», δεν φτάνει στο αναλυτικό εκείνο βάθος που θα του επιτρέψει τη διαμόρφωση μιας συστηματικής θεωρίας για τα βαθύτερα αίτια που επηρεάζουν την άνιση κατανομή του πλούτου και της πολιτικής ισχύος. Aπό την άλλη πλευρά βέβαια, o Τομά Πικετί στο καταληκτικό κείμενό του στο συλλογικό τόμο After Piketty υποστηρίζει πως πάνω απ’ όλα το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα αποτελεί ένα διεπιστημονικό έργο στον τομέα των κοινωνικών επιστημών που βρίσκεται εν εξελίξει. Επομένως, ξεκαθαρίζει πως δεν πρόκειται για μια αμιγώς οικονομική ή ιστορική πραγματεία. Επιπλέον, η αρχική του πρόθεση, όπως ο ίδιος υποστηρίζει, δεν ήταν να συγκροτήσει μια γενική θεωρία με εντοπισμένες αιτιώδεις συνάφειες καθολικής ισχύος. Γι’ αυτό το λόγο δεν καταπιάνεται ούτε με ζητήματα μακροοικονομικής πολιτικής, ούτε εμβαθύνει στους πολιτικοθεσμικούς διαύλους που επηρεάζουν την ανισότητα του πλούτου και της ισχύος, ούτε παρέχει «συνταγές» οικονομικής πολιτικής. Στο πλαίσιο αυτό, το έργο του Πικετί αρκείται σε μια εξαντλητική, μεθοδολογικά τεκμηριωμένη και κατ’ επέκταση εξόχως πειστική περιγραφική ανάλυση της ιστορικής εξέλιξης της ανισότητας του πλούτου. Αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης είναι ο εντοπισμός μιας αντικειμενικής συνθήκης του καπιταλισμού που διαμορφώθηκε στην πορεία σχεδόν δύο αιώνων και συνοψίζεται στη θεμελιώδη ανισότητα r > g. Από εκεί και πέρα, ο ίδιος ο Πικετί παραδέχεται πως είναι αναγκαία η περαιτέρω διεπιστημονική ανάλυση για τον εντοπισμό των παραγόντων που επηρεάζουν τα δύο μέρη της θεμελιώδους ανισότητας. Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, το Κεφάλαιο τον 21ο αιώνα συνιστά αναμφίβολα μια από τις σημαντικότερες συμβολές και ίσως το μεγαλύτερο στοίχημα για το μέλλον της διεπιστημονικής ανάλυσης στον τομέα των κοινωνικών επιστημών.
Αναφορές
Κουτσιαράς Νίκος (2018), Δεδομένα και Ιδέες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, Αθήνα: Παπαζήσης
“Many happy returns: new data reveal long-term investment trends”, The Economist, January 6th 2018
Piketty Thomas, Saez Emmanuel & Zucman Gabriel (2016), “Distributional National Accounts: Methods and Estimates for the United States,” The Quarterly Journal of Economics, 133(2), pp. 553-609
Soskice David (2014), “Capital in the Twenty-First Century: A Critique”, British Journal of Sociology, 65 (4): 650-66.