Θανάσης Κολλιόπουλος: Κριτική για το βιβλίο των Alberto Alesina, Carlo Favero, Francesco Giavazzi (2019), Austerity: When It Works and When It Doesn’t, Princeton: Princeton University Press, pp. 245

Αναλύοντας την ιστορική εξέλιξη του οικονομικού δόγματος της λιτότητας, ο Μαρκ Μπλάιθ (βλέπε όπως πριν: Mark Blyth, Austerity: The History of a Dangerous Idea) επεσήμανε πως η πιο πρόσφατη εκδοχή του («επεκτατική λιτότητα») προέρχεται από τους οικονομολόγους του Πανεπιστημίου Μποκόνι του Μιλάνου. Από τον Απρίλιο του 2010 (όταν ο Αλμπέρτο Αλεσίνα παρουσίασε ενώπιον της Επιτροπής των υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια εργασία του σχετικά με τα οφέλη των πολιτικών της λιτότητας) και έως στις μέρες μας, η έρευνα για τα πραγματικά αποτελέσματα της εφαρμοσμένης επεκτατικής  λιτότητας, στο πλαίσιο ιδίως της ευρωζώνης, αποτελεί το πιο καίριο ζήτημα γύρω από το οποίο αρθρώνονται αποκλίνουσες μεθοδολογικές προσεγγίσεις και αναπτύσσονται αντιτιθέμενα επιχειρήματα μεταξύ των ακαδημαϊκών και όχι μόνο.

Α) Η ιδιοτυπία της μεθοδολογικής προσέγγισης

Στο βιβλίο των Αλεσίνα, Φαβέρο και Τζιαβάτζι  εξετάζονται 200 πολυετή σχέδια λιτότητας που εφαρμόσθηκαν σε 16 χώρες του ΟΟΣΑ μεταξύ του 1976 και του 2014. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεθοδολογία της ανάλυσης των ως άνω δεδομένων. Οι συγγραφείς υιοθετούν την «αφηγηματική μέθοδο», πράγμα που τους επιτρέπει να εξετάσουν επεισόδια λιτότητας τα οποία δεν συνδέονται με αντικυκλικές πολιτικές (μέτρα αναθέρμανσης ή περιστολής της οικονομικής δραστηριότητας). Αντιθέτως, το δείγμα περιλαμβάνει πολιτικές που σχεδιάστηκαν και εφαρμόστηκαν, με ρητά εκπεφρασμένο σκοπό είτε τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών για την επίτευξη μακροπρόθεσμης ανάπτυξης είτε τη μείωση του ελλείμματος. Με αυτό τον τρόπο, οι συγγραφείς θεωρούν πως μπορούν πρώτον, να αποτυπώσουν ακριβέστερα το μακροοικονομικό αντίκτυπο της περιστολής των κρατικών δαπανών ή/και της μεταβολής της φορολογικής πολιτικής και κυρίως, να τον απομονώσουν αποτελεσματικότερα από άλλες πολιτικές (π.χ. νομισματική πολιτική, μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας) που συνδέονται με την προσπάθεια αντιστροφής του οικονομικού κύκλου. Εξάλλου, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της οικονομετρικής ανάλυσης των συγγραφέων, η επίδραση των δημοσιονομικών προγραμμάτων της λιτότητας εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρή, ανεξαρτήτως των υπολοίπων μεταρρυθμίσεων που τις πλαισιώνουν.

Ειδικότερα, ο εντοπισμός των μέτρων που προκύπτουν από την υιοθετούμενη «αφηγηματική μέθοδο» επιτυγχάνεται μέσω της ανάλυσης από τους συγγραφείς διαφόρων τεκμηρίων και  πλήθους κειμένων πολιτικής, στα οποία αποτυπώνεται ρητώς πως τα επιλεχθέντα δημοσιονομικά μέτρα δεν έχουν αντικυκλικό χαρακτήρα. Επιπλέον, επειδή οι πολιτικές λιτότητας περιλαμβάνουν πολυετή προγράμματα προσαρμογής, οι συγγραφείς εντάσσουν τα επιμέρους ετήσια (τακτικά και έκτακτα) μέτρα των κυβερνήσεων σε ένα ενιαίο μακροχρόνιο «σχέδιο λιτότητας». Ο σκοπός τους είναι να εξακριβώσουν το κατά πόσο τα σχέδια αυτά απαρτίζονται από μέτρα περιστολής των δημοσίων δαπανών ή αύξησης της φορολογίας. Στη συντριπτική, μάλιστα, πλειονότητα των περιπτώσεων του δείγματος, τα σχέδια των κυβερνήσεων περιλαμβάνουν μέτρα που τα κατατάσσουν ξεκάθαρα στη μία (μείωση δαπανών) ή την άλλη πλευρά (αύξηση της φορολογίας). Επομένως, η συγκεκριμένη μεθοδολογική ανάλυση είναι χρήσιμη, διότι στην υπάρχουσα βιβλιογραφία, όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, εντοπίζεται σημαντική απόκλιση σχετικά με τον υπολογισμό του ύψους του δημοσιονομικού ή φορολογικού πολλαπλασιαστή – την μεταβολή του ΑΕΠ ως αποτέλεσμα μιας μοναδιαίας μεταβολής των εσόδων, των πρωτογενών δαπανών της κυβέρνησης, ή των φόρων.

Ως εκ τούτου, η οικονομετρική ανάλυση των Αλεσίνα, Φαβέρο και Τζιαβάτζι δεν συγκροτεί μια ολιστική μακροοικονομική θεωρία αλλά έχει ένα πολύ συγκεκριμένο στόχο: την επίδραση των δύο μοντέλων λιτότητας (μείωση δαπανών και αύξηση φορολογία) στην πορεία του ΑΕΠ και του δημοσίου χρέους, με σκοπό την κατάδειξη του αποτελεσματικότερου τρόπου επίτευξης της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το βασικότερο, λοιπόν, συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση των συγγραφέων είναι η καταφανής ανωτερότητα της δημοσιονομικής προσαρμογής μέσω της περιστολής των κρατικών δαπανών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα πάντοτε με τα πορίσματα του βιβλίου, μια μείωση των δαπανών της τάξης του 1% του ΑΕΠ συνδέεται με απώλεια στο εθνικό εισόδημα κάτω από 0,5%. Από την άλλη πλευρά, μια αύξηση φόρων παρόμοιου μεγέθους τείνει να μειώσει το ΑΕΠ κατά 3%, ενώ η επακόλουθη ύφεση είναι πιθανό να διαρκέσει για αρκετά χρόνια. Οι συγγραφείς εξετάζουν αρκετές χώρες που έχουν εφαρμόσει τα δύο διαφορετικά μοντέλα προσαρμογής. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, το Βέλγιο, για παράδειγμα, είχε δημοσιονομικό έλλειμμα 16,4% του ΑΕΠ (1981). Σε μια προσπάθεια μείωσής του, οι αρχές ανακοίνωσαν ένα εξαετές σχέδιο λιτότητας της τάξης του 8% του ΑΕΠ (εκ των οποίων οι 6,5 μονάδες προήλθαν από περικοπές δαπανών και  μόνο οι 1,8 μονάδες από την αύξηση των φορολογικών εσόδων). Η οικονομία συρρικνώθηκε το 1981 και στη συνέχεια, η πορεία της κατέστη θετική, φτάνοντας ρυθμούς ανάπτυξης του 4,3% (1988). Αντιθέτως, μεταξύ του 1982 και του 1986, η Ιρλανδία υιοθέτησε ένα σχέδιο λιτότητας βασισμένο σχεδόν αποκλειστικά σε φορολογικές αυξήσεις, συνολικού ύψους σχεδόν 7% του ΑΕΠ. Το αποτέλεσμα ήταν η οικονομία να παραμείνει σε ύφεση, το έλλειμμα δεν μειώθηκε και ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ αυξήθηκε από 74% σε 107% το 1986. Το 1987, όμως, η Ιρλανδία ανέκρουσε πρύμναν. Υιοθέτησε ένα νέο σχέδιο λιτότητας που περιέλαβε αποκλειστικά περικοπές δαπανών και έτσι η οικονομία ανέκαμψε γρηγορότερα.

Β) Η θεωρία και η πράξη της «επεκτατικής λιτότητας»

Στη συνέχεια, οι συγγραφείς εξετάζουν τον αντίκτυπο της λιτότητας στην Ευρώπη μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Το βασικό τους συμπέρασμα είναι και πάλι ότι τα προγράμματα περιστολής των δαπανών είναι πολύ αποτελεσματικότερα από αυτά της φορολογικής επιβάρυνσης. Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες που εφάρμοσαν πολιτικές μείωσης των δαπανών ήταν κυρίως το Ηνωμένο Βασίλειο (πενταετές πλάνο λιτότητας αποτελούμενο κατά 2/3 από μείωση δαπανών και κατά 1/3 από αύξηση των φορολογικών εσόδων), η Ιρλανδία (πενταετές πλάνο, αποτελούμενο από μέτρα περικοπής δαπανών της τάξης του 11% του ΑΕΠ και από αύξηση φορολογικών εσόδων της τάξης του 4% του ΑΕΠ) και σε μικρότερο βαθμό η Πορτογαλία (πλάνο αποτελούμενο από περιστολή δαπανών κατά 10% του ΑΕΠ και αύξηση των φορολογικών εσόδων 7% του ΑΕΠ). Από την άλλη πλευρά, οι χώρες που υιοθέτησαν προγράμματα προσαρμογής εστιασμένα στην αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι βασικά η Ισπανία (πενταετές πλάνο αποτελούμενο από περιστολή δαπανών κατά 5% του ΑΕΠ και αύξηση των φορολογικών εσόδων 7% του ΑΕΠ) και η Ιταλία (διετές πλάνο της τάξης του 6% του ΑΕΠ αποτελούμενο κατά 55% από μέτρα φορολογικής επιβάρυνσης).

Αναφορικά με την περίπτωση της Ελλάδας, οι συγγραφείς θεωρούν πως πρόκειται περί εξαίρεσης. Πρώτον, λόγω της εξαιρετικά οξείας δημοσιονομικής κρίσης. Δεύτερον, λόγω του «δρακόντειου» σχεδίου λιτότητας που εφαρμόστηκε. Συγκεκριμένα, μόνο για την περίοδο 2010-2014 το πρόγραμμα προσαρμογής ανήλθε στο 20% του ΑΕΠ, εκ των οποίων οι 12 μονάδες αφορούσαν περικοπές δαπανών και οι υπόλοιπες 8 αύξηση φορολογικών εσόδων. Οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αποτυχία των μέτρων (παρατεταμένη ύφεση και αύξηση του χρέους) οφείλεται -όχι τόσο στην πραγματική αποτυχία εκτίμησης του πολλαπλασιαστή των μέτρων όπως υποστήριξε ο πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ Ολιβιέ Μπλανσάρ- στη βαθύτερη πολιτική αποτυχία τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και της Τρόικας να αντιμετωπίσουν τις διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας. Οι συγγραφείς οδηγούνται σε αυτό το συμπέρασμα, μέσω της κατασκευής ενός οικονομετρικού μοντέλου στο οποίο προβάλλεται η πραγματική εξέλιξη του ΑΕΠ σε σύγκριση με αυτή που θα είχε διαμορφωθεί εάν οι κυβερνήσεις υιοθετούσαν προγράμματα λιτότητας είτε αποκλειστικά εστιασμένα στην αύξηση της φορολογίας είτε στη μείωση των κρατικών δαπανών. Οι προβολές δείχνουν πως έως το 2014 η πορεία του πραγματικού ΑΕΠ συνέπιπτε με την προβολή του προγράμματος λιτότητας με βάση τη μείωση των δαπανών, ενώ από το 2014 και έπειτα παρατηρείται απόκλιση προς τα κάτω του πραγματικού ΑΕΠ, λόγω της μεγαλύτερης έμφασης των ελληνικών κυβερνήσεων στα μέτρα αύξησης της φορολογίας. Όλα αυτά σημαίνουν πως το γενικό συμπέρασμα των συγγραφέων περί της αποτελεσματικότερης επίδρασης των μέτρων περιορισμού των δαπανών σε σχέση με την αύξηση των φορολογικών εσόδων είναι ισχυρό ακόμα και στην περίπτωση της Ελλάδας. Επιπλέον, το γεγονός ότι το πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας διαμορφώθηκε το 2014 σε χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με αυτό που θα βρισκόταν εάν είχε εφαρμοσθεί ένα πρόγραμμα περιστολής δαπανών και όχι αύξησης της φορολογίας, καταδεικνύει πως οι ελληνικές κυβερνήσεις υιοθέτησαν προγράμματα λιτότητας κατά τρόπο ανερμάτιστο, ασυνεχή και σε τελευταία ανάλυση αλυσιτελή. Γενικότερα πάντως, οι συγγραφείς ισχυρίζονται ότι η δημοσιονομική πολιτική δεν ήταν ο μόνος παράγοντας που επιβάρυνε της εθνικές οικονομίες της Ευρώπης. Η τραπεζική κρίση, η κατάρρευση της εμπιστοσύνης, οι παγκόσμιες πιστωτικές κρίσεις διαδραμάτισαν επίσης σημαντικό ρόλο. Επομένως, θα ήταν εντελώς απλουστευτικό, σύμφωνα με τους συγγραφείς πάντοτε, να αποδοθούν όσα αρνητικά συνέβησαν στην Ευρώπη μεταξύ του 2010 και του 2014 μόνο στην περιοριστική δημοσιονομική πολιτική.

Συνολικά, η θεωρητική πλαισίωση της θετικής επίδρασης της επεκτατικής λιτότητας βασίζεται, σύμφωνα με τους Αλεσίνα, Φαβάρο και Τζιαβάτζι, σε δύο εννοιολογικούς πυλώνες: Ο βασικότερος είναι η βελτίωση των προσδοκιών των οικονομικών δρώντων. Αν δηλαδή εξακολουθούν να υπάρχουν ελλείμματα στον κρατικό προϋπολογισμό, οι επιχειρήσεις και οι καταναλωτές θα περιμένουν, μελλοντικά, υψηλότερους φόρους. Συνεπώς, θα επενδύσουν και θα καταναλώσουν λιγότερα στο παρόν. Οι περικοπές δαπανών, από την άλλη πλευρά, σηματοδοτούν χαμηλότερους φόρους στο μέλλον. Ο βασικός λόγος για αυτήν τη μεταβολή, έγκειται στην αύξηση της εμπιστοσύνης των επενδυτών και των πολιτών. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργείται ένα ευνοϊκότερο κλίμα για τις επενδύσεις και την κατανάλωση. Επομένως, η περιστολή των κρατικών δαπανών, σε αντίθεση με τη λιτότητα που είναι βασισμένη στους φόρους, προωθεί τις ιδιωτικές επενδύσεις και μετριάζει την ύφεση λόγω της ενίσχυσης του κλίματος εμπιστοσύνης. Η παραπάνω ανάλυση αντιστρέφει ουσιαστικά την κεϋνσιανή θεωρία που δίνει και αυτή έμφαση στο ρόλο που διαδραματίζουν οι προσδοκίες στη λήψη των οικονομικών αποφάσεων (Skidelsky 2019): Για τον Κέυνς, η οικονομία ρέπει εγγενώς προς μια ανισορροπία που δεν εξασφαλίζει επίπεδα πλήρους απασχόλησης. Τούτο συμβαίνει, διότι οι οικονομικοί δρώντες επιλέγουν να κρατούν ένα ποσοστό του εισοδήματός τους για λόγους που σχετίζονται με την αβεβαιότητα του μέλλοντος. Επομένως, η αιτία της κρίσης εντοπίζεται στην υποεπένδυση σε σχέση με το  απόθεμα καταθέσεων. Η ανισορροπία αυτή οδηγεί τελικά σε κατάρρευση των προσδοκιών κέρδους. Στο πλαίσιο αυτό, η νομισματική και ιδίως η δημοσιονομική πολιτική των κυβερνήσεων έρχονται να άρουν την κατάσταση ανισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης του χρήματος, ώστε να επιτευχθεί εν τέλει η πλήρης απασχόληση.

Ο δεύτερος συμπληρωματικός πυλώνας της θεωρίας των Ιταλών οικονομολόγων βασίζεται στην υπόθεση ότι η αύξηση του δημόσιου χρέους οδηγεί σε αυξημένο κίνδυνο αθέτησης των υποχρεώσεων από μια κυβέρνηση. Αυτή η προσδοκία αυξάνει κατ’ επέκταση τα επιτόκια των κρατικών ομολόγων, οδηγώντας σε υψηλότερο συνολικό κόστος δανεισμού. Η λιτότητα, όμως, περιορίζει (ή και αντιστρέφει) την αυξητική πορεία του χρέους και μπορεί να αποφέρει μια σημαντική μείωση των επιτοκίων. Ο αντίλογος βέβαια σε αυτή την υπόθεση είναι ο εξής: σε μια σοβαρή οικονομική ύφεση και εν μέσω μιας «παγίδας ρευστότητας», υπάρχει μικρός κίνδυνος βραχυπρόθεσμης αύξησης των αποδόσεων των ομολόγων. Αυτό οφείλεται στην αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης και στην έντονη ζήτηση για κρατικά ομόλογα. Στο πλαίσιο αυτό, η κεϋνσιανή προσέγγιση υποστηρίζει πως το κράτος πρέπει να αυξήσει τις κυβερνητικές δαπάνες, για να αντισταθμιστεί η αύξηση της ιδιωτικής αποταμίευσης. Στη συνέχεια, όταν η οικονομία ανακάμψει και παρουσιαστούν σημάδια ανάπτυξης του ιδιωτικού τομέα, μόνο τότε θα πρέπει η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού της.

Γ) Η κριτική στα προγράμματα  λιτότητας

Η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας και ο πραγματικός βαθμός επίδρασής τους στο ΑΕΠ αποτέλεσαν ζητήματα έντονης κριτικής και αιτία για την ανάπτυξη διαμετρικά αντίθετων επιχειρημάτων. Συγκεκριμένα:

Tο ΔΝΤ διαπίστωσε σε μελέτη του ότι η «επιτυχία» ορισμένων προγραμμάτων λιτότητας είναι παραπλανητική και οδηγεί σε πολλές ανακρίβειες αναφορικά με τους πραγματικούς  προσδιοριστικούς παράγοντες που βελτιώνουν τα μακροοικονομικά μεγέθη. Για παράδειγμα, το 2000 το δημοσιονομικό έλλειμμα της Φινλανδίας μειώθηκε απότομα χάρη σε μια έκρηξη των χρηματιστηριακών αγορών (και όχι λόγω λιτότητας), η οποία προκάλεσε ραγδαία αύξηση των κρατικών εσόδων. Επιπλέον, σύμφωνα πάντοτε με το ΔΝΤ, η σχετική υπεραπόδοση των προγραμμάτων λιτότητας που βασίζονται στις δαπάνες μπορεί να εξηγηθεί και από άλλους παράγοντες: την πιο χαλαρή νομισματική πολιτική που συμβάλλει επίσης στην τόνωση της οικονομίας μέσω των μειωμένων επιτοκίων ή της επέκτασης της προσφοράς χρήματος. Επίσης, τη νομισματική υποτίμηση που προωθεί τις εξαγωγές και επομένως επιταχύνει την αύξηση του ΑΕΠ. Επιπλέον, τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας που συχνά συνοδεύουν τα πακέτα λιτότητας. Συνολικά μάλιστα το ΔΝΤ διαπίστωσε ότι η λιτότητα έχει σταθερά αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη (Guajardo, Leigh, Pescatori 2011).

Ακόμα, όμως, και εάν ισχύει πράγματι η συσχέτιση των πολιτικών λιτότητας με τη βελτίωση των μακροοικονομικών μεγεθών, κάτι τέτοιο δεν μας λέει τίποτα για την αιτιώδη συνάφεια της λιτότητας και των αποτελεσμάτων της στην ανάπτυξη του ΑΕΠ και τη μείωση του δημοσίου χρέους. Οι περισσότερες περιπτώσεις εφαρμογής της λιτότητας έλαβαν χώρα κάτω από συνθήκες πολύ διαφορετικές από κείνες που αντιμετωπίζουν οι δυτικές οικονομίες από το 2008 και μετά. Για παράδειγμα, όταν ο Καναδάς εφάρμοσε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής λιτότητας, τα επιτόκια ήταν υψηλά. Επομένως, η καναδική κυβέρνηση διέθετε τη δυνατότητα να αντισταθμίσει εν μέρει τη δημοσιονομική λιτότητα με τη μείωση των επιτοκίων, κάτι που δεν ήταν εφικτό μετά το 2008 σε πολλές οικονομίες όπου τα επιτόκια ήταν ήδη πολύ χαμηλά κατά τη διάρκεια της εφαρμογής των προγραμμάτων λιτότητας. Περαιτέρω, σε ένα σημαντικό κείμενο εργασίας των Μπλανσάρ και Λέι (Blanchard & Leigh 2013) καταδείχθηκε πως υπό συνθήκες κρίσης το πραγματικό αρνητικό αποτέλεσμα των μέτρων λιτότητας (για 26 ευρωπαϊκές οικονομίες) ήταν σχεδόν τριπλάσιο σε σχέση με τις προβλέψεις προηγούμενων εκθέσεων του ΔΝΤ. Συγκεκριμένα, ενώ το ΔΝΤ το 2009 προέβλεπε το ύψος του φορολογικού πολλαπλασιαστή μεταξύ 0,3 και 0,5 και του πολλαπλασιαστή δαπανών μεταξύ 0,3 και 1,8, στην πραγματικότητα οι πολλαπλασιαστές διαμορφώθηκαν σημαντικά πάνω από 1 στις αρχές της κρίσης (2009-2010). Παρά ταύτα, οι Αλεσίνα, Φαβέρο και Τζιαβάτζι υποστηρίζουν, με βάση τις δικές τους μετρήσεις, πως οι πολλαπλασιαστές της λιτότητας στις οικονομίες της ευρωζώνης δεν ήταν τελικά μεγαλύτεροι, αλλά διαμορφώθηκαν σύμφωνα με τον ιστορικό μέσο όρο των προηγούμενων προγραμμάτων λιτότητας.

Μια ακόμα κριτική σχετικά με την αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων λιτότητας έρχεται από τον Πωλ Κρούγκμαν. Ο Κρούγκμαν αμφισβήτησε τη δυνατότητα των προγραμμάτων αυτών να βελτιώσουν το κλίμα εμπιστοσύνης, χαρακτηρίζοντας το συγκεκριμένο επιχείρημα «νεράιδα της εμπιστοσύνης» (Krugman 2012). Η μείωση των κρατικών δαπανών, κατά τον Κρούγκμαν, οδηγεί σε περαιτέρω μείωση της ζήτησης και της ανάπτυξης, ενώ αυξάνει την ανεργία και στην πραγματικότητα, μειώνει την εμπιστοσύνη.

Επίσης, η αναγκαιότητα της μείωσης των κρατικών δαπανών δεν πρέπει να συγχέεται με τον εξορθολογισμό και τη μείωση της σπατάλης (οι συγγραφείς δεν φαίνεται πως κάνουν διάκριση μεταξύ αυτών των περιπτώσεων). Αυτό συνεπάγεται πως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες έλαβε χώρα εξορθολογισμός των δαπανών, είναι παραπλανητικό να αποδίδεται η βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών σε μια γενικόλογη πολιτική λιτότητας που ευνόησε την πραγματοποίηση περισσότερων επενδύσεων. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, η θέσπιση της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης (2010) μείωσε σημαντικά την ιατροφαρμακευτική σπατάλη, χωρίς αυτό να συνεπάγεται -για τον συγκεκριμένο τομέα- συρρίκνωση των κοινωνικών παροχών. Επιπρόσθετα, οι συγγραφείς δεν λαμβάνουν υπόψη τους τις σημαντικές πολιτικές συνέπειες του περιορισμού των κρατικών μεταβιβάσεων, ιδίως δε των επιδομάτων ανεργίας, σε περιόδους υψηλής ανεργίας. Όπως έχουμε αναφέρει (βλέπε όπως πριν: Barry Eichengreen, The Populist Temptation: Economic Grievance and Political Reaction in the Modern Era), το ζήτημα της κρατικής μέριμνας για όσους πλήττονται από τη φτώχεια και την ανεργία δεν είναι μια απλή ιδεολογική επιλογή. Αποτελεί υπαρξιακή προϋπόθεση για την επιβίωση πολλές φορές της ίδια της δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό, η αποδυνάμωση του αισθήματος της κοινωνικής αλληλεγγύης μπορεί να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για την προώθηση των προγραμμάτων προσαρμογής. Μια ακόμα ένσταση που μπορεί να εγείρει κάποιος στα επιχειρήματα των συγγραφέων, έγκειται στο ότι η αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων, λόγω της μείωσης των δημοσίων δαπανών, δεν αποτελεί συνθήκη άνευ ετέρου για την ανάκαμψη της ανάπτυξης. Μια σημαντική αύξηση των επενδύσεων μέσω δανεισμού είναι αδύνατο να πραγματοποιηθεί εάν το χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως συμβαίνει με τις ευρωπαϊκές τράπεζες μετά το 2008, είναι κλονισμένο και ασταθές. Σε συνδυασμό μάλιστα, με τη μειωμένη εμπιστοσύνη για τις προοπτικές ανάπτυξης -ακόμα και σε συνθήκες μεγάλης ρευστότητας που διασφαλίζουν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης- δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς, γιατί τα μεγέθη του τραπεζικού δανεισμού στην ευρωζώνη κινούνται ακόμα σε χαμηλά επίπεδα. Αλλά ακόμα και εάν λάβει χώρα μια σημαντική αύξηση της επένδυσης μέσω του εκτεταμένου δανεισμού θα αυξηθούν τα επίπεδα μόχλευσης στην οικονομία και είναι ορατός ο κίνδυνος μιας νέας χρηματοπιστωτικής φούσκας. Επομένως, υπάρχουν σημαντικές ακόμα παράμετροι που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την ενδυνάμωση της αξιοπιστίας του επιχειρήματος των συγγραφέων.

Συμπερασματικά, η μελέτη των Ιταλών οικονομολόγων έχει μια πολύ συγκεκριμένη συνεισφορά: τη μεθοδολογικά άρτια οικονομετρική τεκμηρίωση πως η περιστολή των κρατικών δαπανών επιδρά πολύ ευμενέστερα στο ΑΕΠ, σε σχέση με τα προγράμματα λιτότητας που περιλαμβάνουν μέτρα φορολογικής επιβάρυνσης. Στο πλαίσιο αυτό, οι οικονομολόγοι του Πανεπιστημίου Μποκόνι του Μιλάνου δεν αναπτύσσουν, όπως είναι προφανές, μια νέα ολιστική οικονομική θεωρία. Δεν προσπαθούν να εντοπίσουν αιτιώδεις συνάφειες παρά μόνο συσχετίσεις. Δεν λαμβάνουν υπόψη τις κοινωνικοπολιτικές παραμέτρους της λιτότητας, αλλά οργανώνουν τα επιχειρήματά τους με βάση την οικονομετρία. Δεν επιδιώκουν να συνδέσουν την «επεκτατική λιτότητα» με κάποιο ευρύτερο ιδεολογικό ρεύμα αρκούμενοι στη στενά τεχνοκρατική λογική. Παρά ταύτα, καμιά άλλη οικονομική «θεωρία» του καιρού μας δεν πολιτικοποιήθηκε τόσο πολύ όσο το δόγμα της επεκτατικής λιτότητας. Καμιά άλλη οικονομική μελέτη δεν γενικεύτηκε τόσο σημαντικά, ώστε να καταστεί οικονομικό θέσφατο για τα κράτη μέλη μιας ολόκληρης νομισματικής ένωσης (ευρωζώνη). Ίσως, λοιπόν, η επεκτατική λιτότητα να μείνει στην οικονομική ιστορία ως η μόνη οικονομετρική ανάλυση που κατάφερε να υπερβεί το στενά προσδιορισμένο πλαίσιο της εγκυρότητάς της και να μετατραπεί, παρά τις μετριοπαθείς προθέσεις των «πατέρων» της, σε ένα καθ’ όλα ισχυρό οικονομικό δόγμα: το πρώτο μάλιστα του 21ου αιώνα.

Αναφορές

Blanchard Olivier & Leigh Daniel (2013), “Growth Forecast Errors and Fiscal Multipliers”, NBER Working Paper 18779, February

Guajardo Jaime, Leigh Daniel, Pescatori Andrea (2011), “Expansionary Austerity: New International Evidence”, IMF Working Paper 11/158

Krugman Paul (2012), “Death of a Fairy Tale”, New York Times, April 27

Skidelsky Robert (2019), “Has Austerity Been Vindicated?”, project-syndicate.org, May 22

Share:

σχετικά άρθρα