Οι επέτειοι αποτελούν, γενικά, πρώτης τάξης ευκαιρία για αναστοχασμό, σχετικά με παρελθοντικά γεγονότα που συγκλόνισαν τις κοινωνίες. Μια τέτοια επέτειος συμπληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2018. Η απόσταση των δέκα χρόνων από την κατάρρευση της αμερικανικής επενδυτικής τράπεζας Lehman Brothers, που συμβολικά σηματοδοτεί την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, ευλόγως πυροδότησε το ενδιαφέρον των ειδικών για το κατά πόσον συντελέστηκε, τελικά, κάποια ουσιώδης μεταβολή στα δεδομένα και τις ιδέες της ρυθμιστικής πλαισίωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος μετά το 2008. Το γενικό συμπέρασμα όμως είναι μάλλον απαισιόδοξο. Ο Τζόσεφ Στίγκλτς, για παράδειγμα, δέκα χρόνια μετά το 2008 βλέπει «το ποτήρι κατά τρία τέταρτα άδειο και μόλις κατά το ένα τέταρτο γεμάτο», συμπληρώνοντας ότι «αν και εντοπίστηκαν τα προβλήματα που προκάλεσαν τη χρηματοπιστωτική κρίση, οι λύσεις σε αυτά τα προβλήματα ήταν εξαιρετικά ελλιπείς» (Stiglitz 2018). Για την Κριστίν Λαγκάρντ επίσης, «η πραγματική κληρονομιά της κρίσης δεν μπορεί να εκτιμηθεί επαρκώς μετά από δέκα χρόνια – επειδή εξακολουθεί να γράφεται». Βεβαίως, το «εξακολουθεί να γράφεται» σημαίνει ότι η ευκαιρία για μια θεμελιώδη αναρρύθμιση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού τομέα έχει χαθεί και επομένως, «καμία από τις διαρθρωτικές αδυναμίες που οδήγησαν στη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 δεν έχει αντιμετωπιστεί αποφασιστικά» (Finance Watch 2018). Ακόμα πιο κριτικά στέκεται ο Πολ Τάκερ, ιδίως απέναντι στην δράση των θεσμών της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης. Καυτηριάζει την απελπιστική ανεπάρκεια του -βασιζόμενου στη Επιτροπή της Βασιλείας- ρυθμιστικού καθεστώτος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που «πρέπει σίγουρα να θεωρηθεί ως μία από τις πιο απεχθείς αποτυχίες της σύγχρονης διεθνούς φιλελεύθερης τάξης και μπορεί να οδηγήσει σε αμφισβήτηση το ευρύτερο σύστημα παγκόσμιας διακυβέρνησης που έχει επικρατήσει από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο» (Tucker 2019).
Α) Βασιλεία ΙΙΙ: Η ήπια αναρρύθμιση των τραπεζικών προτύπων
Στο «γκρίζο» αυτό περιβάλλον, οι συγγραφείς της εδώ συζητούμενης μελέτης δεν εντοπίζουν κι αυτοί με την σειρά τους κάποια «αλλαγή παραδείγματος», παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί σε επιμέρους τομείς του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Κατ’ αρχάς, η ανάλυσή τους επικεντρώνεται σε τρεις βασικούς άξονες της μεταρρύθμισης του χρηματοπιστωτικού συστήματος: α) την θέσπιση των νέων κεφαλαιακών απαιτήσεων μέσω του Συμφώνου της Βασιλεία (Βασιλεία ΙΙΙ), β) το νέο καθεστώς για την ρύθμιση, εποπτεία διάσωση και εξυγίανση των συστημικών διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών οργανισμών και γ) την επέκταση του εύρους και του περιεχομένου της εντολής των κεντρικών τραπεζών.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα πορίσματα της μελέτης, πρόοδος έχει σημειωθεί στο επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας και της ρευστότητας των τραπεζών. Για την κατανόηση της σημασίας της προόδου στους συγκεκριμένους τομείς, οι συγγραφείς σκιαγραφούν αρχικά τους βασικούς κινδύνους στους οποίους οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες και τον τρόπο κάλυψής τους μέσω διαφόρων τύπων κεφαλαιακών αποθεμάτων. Ειδικότερα, η μεν κεφαλαιακή επάρκεια αφορά στην εξασφάλιση επαρκών ιδίων κεφαλαίων, ώστε οι τράπεζες να μπορούν να καλύπτουν τις υποχρεώσεις τους και να απορροφούν ενδεχόμενες ζημίες από τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένες. Η δε ρευστότητα αναφέρεται στην δυνατότητα μιας τράπεζας να καλύπτει τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες της με στοιχεία του ενεργητικού της, που είναι άμεσα ρευστοποιήσιμα. Οι παραπάνω προβλέψεις είναι σημαντικές, διότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ιδίως οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες σε δύο πολύ σημαντικές πηγές κινδύνων (ρευστότητας και φερεγγυότητας), που προκύπτουν από την διαμεσολαβητική τους λειτουργία μεταξύ πλεονασματικών (καταθετών) και ελλειμματικών (δανειοληπτών) οικονομικών μονάδων. Οι τράπεζες έχουν την δυνατότητα να μετατρέπουν τα βραχυπρόθεσμα στοιχεία του παθητικού τους (liabilities), π.χ. τραπεζικές καταθέσεις ή δάνεια από άλλες τράπεζες, σε μακροπρόθεσμα στοιχεία του ενεργητικού τους (assets), δηλαδή σε μακροπρόθεσμες χορηγήσεις δανείων ή άλλες αξιώσεις υπέρ της τράπεζας (maturity transformation). Με αυτόν τον τρόπο, τα τραπεζικά ιδρύματα διευκολύνουν την άντληση και αξιοποίηση κεφαλαίων για επενδυτικούς σκοπούς, μειώνοντας την ασυμμετρία πληροφόρησης και το συναλλακτικό κόστος. Εντούτοις, βρίσκονται εκτεθειμένα στο στοιχείο της αβεβαιότητας που υπεισέρχεται λόγω της χρονικής διάστασης μεταξύ των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεων και των μακροπρόθεσμων απαιτήσεων. Η χρονική διάσταση των επενδύσεων προκαλεί πρόβλημα ρευστότητας, δηλαδή την αδυναμία πώλησης ενός περιουσιακού στοιχείου σε τιμή που αντιπροσωπεύει την αξία του. Αλλά ακόμα και εάν παραβλέψουμε τον παράγοντα της χρονικής αναντιστοιχίας, ελλοχεύει πάντοτε ο κίνδυνος της ποιότητας του χαρτοφυλακίου του ενεργητικού. Σε αυτήν την περίπτωση, εκείνο που μετράει είναι ο όγκος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η υπέρμετρη αύξηση του οποίου εκθέτει τις τράπεζες στον κίνδυνο φερεγγυότητας. Άρα, οι τράπεζες οφείλουν να διαθέτουν κεφάλαιο, για να καλύπτουν τόσο τις βραχυπρόθεσμες απαιτήσεις τους, δηλαδή να διαθέτουν ρευστότητα, όσο και να εξασφαλίζουν ένα επαρκές κεφαλαιακό απόθεμα σε περίπτωση ζημιών στην πλευρά του ενεργητικού τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η αρμόδια για τα τραπεζικά πρότυπα, «Επιτροπή της Βασιλείας», θέσπισε στα τέλη του 2010, και οριστικοποίησε τον Δεκέμβριο του 2017,αυστηρότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, περιλαμβάνοντας προβλέψεις και για νέες μορφές κινδύνου (π.χ. κίνδυνος μετάδοσης και κίνδυνος από την διακύμανση του χρηματοπιστωτικού κύκλου), όπως αυτές αναδείχτηκαν από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Ειδικότερα, όπως υπογραμμίζεται στην μελέτη, το νέο Σύμφωνο της Βασιλείας (Βασιλεία ΙΙΙ) περιόρισε την χρήση εσωτερικών μεθόδων αξιολόγησης -επαναφέροντας εν μέρει τα τυποποιημένα πρότυπα αξιολόγησης- των κινδύνων από τις ίδιες τις τράπεζες, ώστε να αποφευχθεί η εκούσια υποβάθμιση των ρίσκων που αναλαμβάνουν. Επιπρόσθετα, αύξησε την ποιότητα της κεφαλαιακής βάσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, ώστε τα νέα κεφάλαια να είναι περισσότερα, ευκολότερα ρευστοποιήσιμα και να εξασφαλίζουν μεγαλύτερη δυνατότητα απορρόφησης των ζημιών. Συγκεκριμένα, στην Βασιλεία III, η κεφαλαιακή βάση αποτελείται α) από το άθροισμα των βασικών ιδίων κεφαλαίων (Tier 1), τα οποία διαχωρίζονται περαιτέρω, σε κύρια (common equity) και πρόσθετα (additional capital) και β) από τα συμπληρωματικά κεφάλαια (Tier 2).Στα βασικά ίδια κεφάλαια περιλαμβάνονται τα καλύτερης ποιότητας και πιο εύκολα ρευστοποιήσιμα στοιχεία του ενεργητικού, όπως είναι οι κοινές μετοχές του καταβεβλημένου μετοχικού κεφαλαίου. Η Βασιλεία ΙΙΙ, λοιπόν, αύξησε τα καλής ποιότητας κεφάλαια, ενώ άφησε αμετάβλητο το σύνολο των ελαχίστων ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, βασικών και συμπληρωματικών, που πρέπει να ανέρχεται σε τουλάχιστον 8% επί των σταθμισμένων στοιχείων του ενεργητικού τους και των στοιχείων εκτός ισολογισμού. Επίσης, με την οριστικοποίηση του Συμφώνου της Βασιλείας το 2018, κάθε τράπεζα, οφείλει να διατηρεί το επίπεδο των εποπτικών της κεφαλαίων τουλάχιστον στο 72.5%, (“output floor”), σε σχέση με εκείνο, που θα προέκυπτε αν χρησιμοποιούσε μόνο την τυποποιημένη μέθοδο. Οι παραπάνω αλλαγές θεσπίσθηκαν, με σκοπό, όπως ορθά αναδεικνύει η μελέτη, να περιορισθεί η υποτίμηση των κινδύνων. Στο πεδίο της ρευστότητας, οι συγγραφείς τονίζουν την καθιέρωση του δείκτη κάλυψης ρευστότητας που συνεπάγεται την υποχρέωση κάθε τράπεζας να διατηρεί διαθέσιμα ρευστά, ίσα, τουλάχιστον, με το 25% των ταμειακών εκροών, ώστε να μπορεί να καλύπτει καθαρές εκροές ρευστότητας, για περίοδο 30 ημερών. Προς στην ίδια κατεύθυνση κινείται και ο καθαρός χρηματοδοτικός δείκτης. Οι τράπεζες οφείλουν να εξασφαλίζουν ένα ελάχιστο ποσό από σταθερές πηγές χρηματοδότησης, ώστε να περιορισθεί η εξάρτησή τους από τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό, ο οποίος είναι ευμετάβλητος, ειδικά σε περιόδους κρίσης. Για την αντιμετώπιση του κινδύνου μετάδοσης και την αντιμετώπιση του φαινομένου της προκυκλικότητας, θεσπίσθηκαν ακόμα ο δείκτης διατήρησης αποθέματος ασφαλείας, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι οι τράπεζες συσσωρεύουν επαρκή κεφαλαιακή βάση σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης, και το αντικυκλικό απόθεμα που συνεπάγεται την συγκέντρωση πρόσθετων κεφαλαίων καλής ποιότητας (κοινών μετοχών Tier 1) σε περιόδους πιστωτικής επέκτασης.
Αποτέλεσμα των ως άνω είναι η, εκ πρώτης όψεως, αύξηση των δεικτών κεφαλαιακής επάρκειας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, η κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, σε σχέση με το 2007 δεκαπλασιάστηκε. Παρά ταύτα, οι συγγραφείς υπογραμμίζουν εύστοχα, ότι η συγκεκριμένη εικόνα είναι κάπως απατηλή. Η παρατήρηση αυτή έγκειται στο ότι οι τράπεζες, σε σχέση με άλλες μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, χρησιμοποιούν πολύ μεγαλύτερα ποσοστά χρέους για την χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Ενώ, για παράδειγμα, οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, σύμφωνα πάντοτε με τα στοιχεία της μελέτης, για κάθε ένα δολάριο του δικού τους κεφαλαίου, δανείζονται 0,80-1,5 δολάρια, οι τράπεζες για κάθε ένα δικό τους δολάριο δανείζονται από 10 έως 20 δολάρια (ίσως και ακόμα παραπάνω). Τούτο έχει ως αποτέλεσμα την υψηλότερη τραπεζική μόχλευση. Επομένως, προκύπτουν δύο παρατηρήσεις σε αυτό το σημείο. Πρώτον, ναι μεν οι τράπεζες είναι καλύτερα κεφαλαιοποιημένες, αλλά εξακολουθούν να μην είναι επαρκώς ασφαλείς. Διότι, η βελτίωση της ποιότητας και της ποσότητας της κεφαλαιακής βάσης μπορεί να είναι σημαντική, αλλά απαιτείται αρκετά υψηλότερος καθορισμός των κεφαλαιακών απαιτήσεων συνολικά – συμπέρασμα στο οποίο συγκλίνει η πλειονότητα των ειδικών. Δεύτερον, παρά τον περιορισμό των εσωτερικών μεθόδων αξιολόγησης των κινδύνων, οι τράπεζες και ιδίως οι πιο συστημικές, εξακολουθούν να διαμορφώνουν με αρκετή διακριτική ευχέρεια τους συντελεστές στάθμισης για κάθε κατηγορία του ενεργητικού τους. Για την αποφυγή λοιπόν αυτού του είδους της χειραγώγησης, σημαντικοί διαμορφωτές της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης έχουν προτείνει την καθιέρωση ενός απλού δείκτη μόχλευσης, τουλάχιστον στο 15%, επί του συνολικού -αστάθμιστου- ενεργητικού (Vickers 2018 και Mervyn King, The End of Alchemy). Η Βασιλεία ΙΙΙ εισήγαγε έναν αντίστοιχο δείκτη μόχλευσης, καθιερώνοντας έναν λόγο των ιδίων κεφαλαίων προς το ενεργητικό μόλις στο 3%.
Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ανέδειξε σύμφωνα με τους συγγραφείς και μια ακόμα σημαντική πηγή κινδύνου για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Την ύπαρξη πολύ μεγάλων για να πτωχεύσουν τραπεζικών ιδρυμάτων (“too big to fail”).Τούτο σημαίνει ότι λόγω της ανησυχίας που προκαλεί το μέγεθος, η διασύνδεση και η πολυπλοκότητα των πολύ μεγάλων τραπεζιών ιδρυμάτων για την παγκόσμια χρηματοπιστωτική σταθερότητα, οι κυβερνήσεις αναγκάζονται να διασώζουν τους συγκεκριμένους οργανισμούς με χρήματα των φορολογουμένων, για να αποτραπεί η συνολική κατάρρευση. Για την αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμης σημασίας προβλήματος, το Συμβούλιο για την Χρηματοπιστωτική Σταθερότητα (FSB), που αποτέλεσε τον εκτελεστικό βραχίονα του G2Oσε ζητήματα χρηματοπιστωτικής ρύθμισης, πρότεινε στα μέλη του, για τον περιορισμό των συστημικής σημασίας χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων α) την υιοθέτηση επιπλέον (πέρα των βασικών) πρόσθετων κεφαλαίων για την απορρόφηση των ζημιών και β) την θέσπιση αποτελεσματικότερων μηχανισμών εξυγίανσης και διάσωσης.
Σε επίπεδο εποπτικών κεφαλαίων, το FSB, σε συνεργασία με την Επιτροπή της Βασιλείας, καθόρισαν πρόσθετα εποπτικά κεφάλαια (“higher capital buffers”)για τα συγκεκριμένα (συστημικά) ιδρύματα, κατά 1% έως 2,5% επί των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων. Εκτός όμως από τις υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις, το FSB έθεσε ως προτεραιότητα και το ζήτημα της επάρκειας κεφαλαίων για την απορρόφηση ζημιών, μέσω του μηχανισμού “Total Absorption Capacity Loss” (TLAC). Σε περίπτωση εξάντλησης, δηλαδή, της κεφαλαιακής βάσης, θα πρέπει να υπάρχει ένα επιπλέον διαθέσιμο αποθεματικό απορρόφησης ζημιών, για όλες τις συστημικές τράπεζες, ίσο με το 16% της αξίας των υψηλότερα σταθμισμένων με τον κίνδυνο στοιχείων του ενεργητικού ή με το 6% του δείκτη μόχλευσης -με πρόβλεψη για αύξηση των δεικτών αυτών από το 2022 και μετά.
Το κρισιμότερο σημείο για τους συγγραφείς της μελέτης αφορά το ζήτημα των μηχανισμών διάσωσης και εξυγίανσης. Το πρόβλημα αυτό συνοψίζεται εύστοχα στην γνωστή φράση του Μέρβιν Κινγκ ότι οι συστημικές τράπεζες ήταν «παγκόσμιες στη ζωή αλλά εθνικές στο θάνατο». Πιο αναλυτικά, υπογραμμίζεται στην μελέτη ότι τα εκτεταμένα προγράμματα διάσωσης και το κόστος των τραπεζικών ζημιών βάρυναν, κυρίως, την χώρα υποδοχής (host country), λόγω της αποτυχημένης συνεργασίας μεταξύ των αρχών των χωρών υποδοχής και των χωρών καταγωγής (home country). Ως εκ τούτου, τα ζητήματα που ανέκυψαν αφορούν πρώτον, το ποιος (χώρα υποδοχής ή καταγωγής) πρέπει να επωμίζεται το κόστος εξυγίανσης και δεύτερον, το πώς είναι δυνατόν να περιορισθεί η κοινωνικοποίηση των τραπεζικών ζημιών.
Β) Οι μηχανισμοί διασυνοριακής εξυγίανσης και ο νέος -πολυδιάστατος- ρόλος των κεντρικών τραπεζών
Για το πρώτο ζήτημα, οι συγγραφείς σκιαγραφούν, αρχικά, τα δύο βασικά μοντέλα εξυγίανσης που διαμορφώθηκαν τόσο πριν όσο και μετά το 2008. Συγκεκριμένα, το FSB πρότεινε τον «ενιαίου σημείου εισόδου» (Single Point of Entry – SPOE) τρόπο διάσωσης, σύμφωνα με τον οποίο, η διάσωση, η εξυγίανση ή/και ανακεφαλαιοποίηση μιας προβληματικής τράπεζας οργανώνεται σε επίπεδο μητρικής εταιρίας, δηλαδή από την χώρα καταγωγής. Στην αντίπερα όχθη, υπάρχει ο «πολλαπλών σημείων εισόδου» μηχανισμός (Multiple Point of Entry – MPOE), που συνεπάγεται ότι η εξυγίανση αναλαμβάνεται στην χώρα υποδοχής. Κατά την διάρκεια της κρίσης, εφαρμόστηκε το μοντέλοMPOE, με αποτέλεσμα ένα μεγάλο ποσοστό των ζημιών να το καλύψουν οι χώρες υποδοχής και συνεπώς, οι φορολογούμενοι. Με αυτά τα δεδομένα, οι συγγραφείς αναδεικνύουν εύστοχα ότι η επιλογή του τρόπου διάσωσης συνδέεται άμεσα με το επιχειρησιακό μοντέλο που καλούνται να υιοθετήσουν οι διασυνοριακές τράπεζες. Ειδικότερα, στην περίπτωση του SPOE, η μετάθεση της ευθύνης στην χώρα καταγωγής, συνεπάγεται ότι η μητρική εταιρία αναλαμβάνει το κόστος. Ως εκ τούτου, οι παγκόσμιες τράπεζες λειτουργούν μέσω απλών υποκαταστημάτων που δεν διαθέτουν ξεχωριστή κεφαλαιακή δομή. Υπάγονται κατευθείαν στα κεφάλαια που διατηρεί συνολικά η μητρική εταιρία. Από την άλλη πλευρά, ο MPOE ευνοεί ένα πιο αποκεντρωμένο σύστημα λειτουργίας, με την ίδρυση ανεξάρτητων από την μητρική θυγατρικών, με δικά τους κεφαλαιακά αποθέματα. Στην πράξη βέβαια, σύμφωνα με την άποψη των συγγραφέων, είναι πολύ δύσκολο το κράτος υποδοχής να αφήσει τον έλεγχο του εγχώριου τραπεζικού της συστήματος σε μια τρίτη χώρα, εκεί όπου εδρεύει δηλαδή η μητρική εταιρία. Αυτό καταδεικνύεται πράγματι και από το νομοθετικό καθεστώς των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου, που υποχρεώνουν κάθε διεθνή τράπεζα να ανοίγει ξεχωριστή θυγατρική στην επικράτειά τους (“ring facing approach”). Στην πράξη, λοιπόν, όπως επισημαίνει και ένας από τους εξέχοντες ειδικούς της χρηματοπιστωτικής ρύθμισης της Τράπεζας της Αγγλίας, ο Τζον Βίκερς (John Vickers) -το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί με την μόλις προαναφερθείσα νομοθεσία του Ηνωμένου Βασιλείου-, τούτο προεικάζεται πως σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι πιθανότερο να εφαρμοσθεί μια προσέγγιση πολλαπλών σημείων εισόδου (MPE), σύμφωνα με την οποία οι ζημίες καταλογίζονται στην τοπική θυγατρική ή το υποκατάστημα, με σημαντικές επιπτώσεις, όπως θα δούμε παρακάτω, στην διάρθρωση της παγκόσμιας τραπεζικής δραστηριότητας.
Όσον αφορά τον περιορισμό της κοινωνικοποίησης των τραπεζικών ζημιών, επισημαίνεται, όπως είναι προφανές, το μέτρο της εξυγίανσης με ίδια μέσα (“bail-in”). Ένας εξόχως «αντιδημοφιλής» κανόνας σύμφωνα με τους συγγραφείς, λόγω του ότι περιλαμβάνει και «κούρεμα» καταθέσεων, για να απορροφηθούν οι ζημιές. Ειδικότερα, η εξυγίανση με ίδια μέσα βασίζεται σε μια προκαθορισμένη ιεράρχηση των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στο καθεστώς της εκκαθάρισης. Οι ζημιές απορροφώνται, δηλαδή, πρώτα από τους μετόχους, στην συνέχεια από τους κατόχους χρέους μειωμένης εξασφάλισης και τέλος, από τους κατόχους ακάλυπτου χρέους.
Παρά τον «αντιδημοφιλή» χαρακτήρα του, η υιοθέτηση του κανόνα της διάσωσης με ίδια μέσα θεσπίσθηκε από όλες τις εθνικές έννομες τάξεις. Στις ΗΠΑ, με τη νομοθεσία Dodd-Frank (“Title II, the Orderly Liquidation Authority”), οι μέτοχοι και οι πιστωτές επωμίζονται τις ζημίες της αποτυχημένης χρηματοπιστωτικής εταιρείας. Από την πλευρά της, η E.E, θέσπισε τη διαδικασία του bail-in, με την Οδηγία “Bank Restructuring and Resolution”(BRRD) του 2014, για να περιορίσει τα bail-out. Επίσης, στο Ηνωμένο Βασίλειο, το καθεστώς εξυγίανσης με ίδια μέσα υιοθετήθηκε, για πρώτη φορά, με το νόμο για τις τράπεζες (“Banking Act”) του 2009, ενώ από τον Ιανουάριο του 2015 το Ηνωμένο Βασίλειο εντάχθηκε στην τραπεζική Οδηγία της Ε.Ε (“Bank Recovery and Resolution Directive”- BRRD).
Παρά ταύτα, η πρακτική εφαρμογή της διάσωσης με ίδια μέσα φάνηκε προβληματική, ιδίως στην περίπτωση Ε.Ε, λόγω της πιο τραπεζοκεντρικής οργάνωσης των ευρωπαϊκών οικονομιών, της απροθυμίας για ανάληψη του πολιτικού κόστους της συμμετοχής των καταθετών άνω των 100.000 ευρώ στην εξυγίανση και της καθυστερημένης δημιουργίας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης και ειδικότερα, του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης. Οι συγγραφείς επισημαίνουν ορθώς την θεσμική αδυναμία της ευρωζώνης, σχετικά με την υποστήριξη του μηχανισμού bail-in. Η απόφαση για την ίδρυση τραπεζικής ένωσης λήφθηκε, καθυστερημένα, στα μέσα του 2012, εν μέσω σκληρών διαπραγματεύσεων μεταξύ της Γερμανίας και των λοιπών κρατών μελών (περιλαμβανομένης και της Γαλλίας). Εκτός όμως από την χρονική καθυστέρηση, το ίδιο το αποτέλεσμα ήταν εξίσου απογοητευτικό, λόγω της «ασύμμετρης» ή ημιτελούς ολοκλήρωσης που τελικά έλαβε χώρα. Από την μια έχουμε την θέσπιση ενός πλήρως ολοκληρωμένου μηχανισμού κεντρικής εποπτείας (SSM) των συστημικά σημαντικών ευρωπαϊκών τραπεζών. Ο ενιαίος χαρακτήρας του πυλώνα αυτού βρίσκεται σε αντίθεση με τον χαμηλό βαθμό ολοκλήρωσης των άλλων δύο, δηλαδή, το «ημιτελές» Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (SRF), για την μετακύλιση του κόστους εξυγίανσης στους μετόχους και τους πιστωτές, και το εντελώς ανολοκλήρωτο Ευρωπαϊκό Σχήμα Προστασίας των Καταθέσεων (EDIS), το οποίο αποτελεί, απλώς, ένα δίκτυο αποκεντρωμένων (σε εθνικό επίπεδο) συστημάτων προστασίας των καταθέσεων. Η θέσπιση του SRFσυνδέεται με το ημιτελές και ανεπαρκές Ταμείο Εξυγίανσης, το οποίο προβλέπεται να είναι πλήρως διαθέσιμο και λειτουργικό το 2025, μετά από μια οκταετή μεταβατική φάση, που ξεκίνησε από την 1η Ιανουαρίου 2015. Το τελικό ποσό το οποίο θα διαθέτει ανέρχεται στα 55 δισεκατομμύρια ευρώ και κρίνεται πολύ μικρό, αν αναλογισθεί κανείς ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών της ευρωζώνης για το 2017, ανέρχεται στα 24 τρισεκατομμύρια ευρώ.
Με βάση, λοιπόν, την ελλιπή θεσμική θωράκιση σε επίπεδο εξυγίανσης, φαίνεται πως επιβεβαιώνεται η άποψη των συγγραφέων για τον υψηλό βαθμό δυσκολίας στην εφαρμογή του bail-in. Συγκεκριμένα, μια τέτοια εφαρμογή είναι πολιτικά αδύνατη για τις εθνικές κυβερνήσεις, ελλείψει ενός επαρκούς ταμείου εξυγίανσης που να καλύπτει το ποσοστό των ζημιών πέρα από το 8% που απορροφάται μέσω τουbail-in. Οι ζημιές πέρα από αυτό το όριο, εκ των πραγμάτων θα καλυφθούν από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, δεδομένου του περιορισμένου μεγέθους του ενιαίου ταμείου εξυγίανσης. Ως εκ τούτου, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις των πιο ευπαθών οικονομιών βρίσκονται ενώπιον αξεδιάλυτων προβλημάτων. Στο πλαίσιο αυτό, η Οδηγία BRRD παραμένει ανενεργή και όπως έδειξαν οι περιπτώσεις των τραπεζικών διασώσεων στην Ιταλία και την Ισπανία (σε πολύ μικρότερο βαθμό)το 2017, οι κυβερνήσεις επέλεξαν, εξαντλώντας τα όρια της ευρωπαϊκής νομοθεσίας περί απαγόρευσης κρατικών ενισχύσεων, να πραγματοποιήσουν κρατικές παρεμβάσεις, άμεσα ή κεκαλυμμένα, για την διάσωση εγχώριων τραπεζών τους (Banca Veneto, Banca Popolare di Vicenza, Banca Monte dei Paschi di Siena στην Ιταλία και Banco Popular στην Ισπανία). Αντίθετα, οι ΗΠΑ δημιούργησαν ήδη από το 2010 έναν ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης (Orderly Liquidation Authority-OLA), στον οποίο υπάγεται όλος ο τραπεζικός, και μη τραπεζικός, χρηματοπιστωτικός τομέας. Ειδικά για τον μη τραπεζικό χρηματοπιστωτικό τομέα, στον οποίο εντάσσεται η Lehman Brothers ως επενδυτική τράπεζα, είναι αναγκαία η διευκρίνιση ότι έως την ίδρυση του OLAδεν είχε την νομική δυνατότητα στην πρόσβαση της έκτακτης ρευστότητας από τηνFed. Στο νομικό αυτό πλαίσιο και με την συγκεκριμένη αιτιολογία, η Lehman Brothers αφέθηκε να πτωχεύσει.
Ιδιαίτερη σημασία αποδίδεται από την μελέτη στο το πώς η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση μετέβαλε επίσης το εύρος και το περιεχόμενο της εντολής των κεντρικών τραπεζών. Όπως έχουμε αναφέρει με την ευκαιρία προηγούμενων κειμένων, οι κεντρικές τράπεζες απέκτησαν -πρώτα de facto και στην συνέχεια de jure- περισσότερες εξουσίες και αρμοδιότητες. Στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής, ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού έφερε στην επιφάνεια μια σειρά από «αντισυμβατικά» μέσα, όπως τα αρνητικά επιτόκια. Δεύτερον, ο κίνδυνος της άτακτης χρεοκοπίας και κατ’ επέκταση, της διασάλευσης της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, επέβαλε στις κεντρικές τράπεζες να λειτουργήσουν ως δανειστές ύστατης καταφυγής (lender of last resort)– ενίοτε και πρώτης όπως στην περίπτωση της ΕΚΤ. Τρίτον, οι κεντρικές τράπεζες επέκτειναν το εύρος των καθηκόντων τους, μέσω της -άμεσης ή έμμεσης- ανάληψης ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων, ιδίως στο πεδίο της μακροπροληπτικής εποπτείας (macroprudential supervision). Οι συγγραφείς, επιχειρώντας την αξιολόγηση των μη συμβατικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής αρχικά, συμπεραίνουν πως το αποτέλεσμά τους κινήθηκε σε μη βέλτιστα επίπεδα (suboptimal), λόγω της αμφίθυμης και κατά τούτο αναποτελεσματικής σχέσης μεταξύ των δημοσιονομικών και νομισματικών αρχών. Σε προηγούμενα κείμενά μας έχει αναλυθεί, ειδικά για την ευρωζώνη, το έλλειμμα συντονισμένης δράσης, αποτέλεσμα του οποίου είναι η παρατεταμένη καθήλωση του επιπέδου των τιμών σε πολύ χαμηλά επίπεδα (αποπληθωρισμός), παρά τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια και τα εκτεταμένα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης από την πλευρά της ΕΚΤ. Ο Μάριο Ντράγκι, διοικητής της ΕΚΤ, συνόψισε την ασυμμετρία αυτή με την φράση: «η νομισματική πολιτική δεν διεξάγεται στο κενό».
Περαιτέρω, μείζον ζήτημα εντοπίζουν οι συγγραφείς της μελέτης αναφορικά με την πιο ενεργητική δράση μιας ανεξάρτητης αρχής, όπως είναι η κεντρική τράπεζα, σε σχέση με την πολιτικώς υποκινούμενη αβελτηρία των δημοσιονομικών αρχών (κυβερνήσεις). Μια τέτοιου είδους ασυμμετρία, εκτός του μειωμένου μακροοικονομικού αποτυπώματος, εγείρει και ζητήματα νομιμότητας όσο και νομιμοποίησης της δράσης της πρώτης (κεντρικής τράπεζας). Τα ζητήματα αυτά αποκτούν ακόμα μεγαλύτερες διαστάσεις, σύμφωνα πάντοτε με τους συγγραφείς, λαμβανομένων υπ’ όψιν των νέων ρυθμιστικών αρμοδιοτήτων που αποκτούν οι κεντρικές τράπεζες. Η συνύπαρξη εποπτικών και νομισματικών αρμοδιοτήτων ενδέχεται να οδηγήσει σε ένα είδος σύγκρουσης συμφερόντων. Η κύρια ανησυχία, όσων αντιτάσσονται σε μια τέτοια προοπτική, έγκειται ειδικότερα στο ότι οι αποφάσεις για την νομισματική πολιτική (σταθερότητα των τιμών) θα μπορούσαν να στρεβλωθούν, λόγω της όσμωσης της κεντρικής τράπεζας με τον τραπεζικό τομέα. Η γερμανική εμμονή, σχετικά με τον αυστηρό διαχωρισμό της διαδικασίας λήψης αποφάσεων σε θέματα εποπτείας και νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ είναι ενδεικτική και βαίνει προς επίρρωση των ισχυρισμών των συγγραφέων: το γεγονός ότι το 2012 αποφασίστηκε ότι ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας (πρώτος πυλώνας της Ευρωπαϊκής Τραπεζικής Ένωσης)υπάγεται απευθείας στην ΕΚΤ, ώθησε τον τότε Γερμανό υπουργό οικονομικών, Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε, να δηλώσει ότι είναι απαραίτητη «η ύπαρξη ενός Σινικού Τείχους, μεταξύ τραπεζικής εποπτείας και νομισματικής πολιτικής» και ότι «το δικαίωμα της τελικής απόφασης για τα εποπτικά ζητήματα δεν μπορεί να παραχωρηθεί στο Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ».
Αλλά και πέρα από την θεσμική και την τεχνική διάσταση της λήψεως αποφάσεων, οι συγγραφείς της μελέτης εντοπίζουν ακόμα πιο ουσιαστικά θέματα που σχετίζονται με τις ευρύτερες επιπτώσεις των εργαλείων μακροπροληπτικής εποπτείας. Η τελευταία, λόγω του ότι αφορά στην συνολική, συστημική σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος, περιλαμβάνει μέτρα μείωσης της συγκέντρωσης των κινδύνων και της διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών οργανισμών μεταξύ τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση, οι κεντρικές τράπεζες έχουν την δυνατότητα, μέσω της αύξησης των επιτοκίων, να αποτρέψουν -στην φάση της ανόδου του οικονομικού κύκλου- την εύκολη πρόσβαση στην ρευστότητα των τραπεζών. Με αυτόν τον τρόπο, τουλάχιστον θεωρητικά, μειώνονται τα κίνητρα του τραπεζικού συστήματος ως προς την επισφαλή πιστωτική επέκταση. Βεβαίως, όπως σωστά επισημαίνεται στην μελέτη, η μείωση των κινήτρων δεν είναι a priori δεδομένη. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο, τα υψηλότερα επίπεδα των επιτοκίων δεν απέτρεψαν την υπέρμετρη συγκέντρωση των κινδύνων σε συγκεκριμένες αγορές και κατ’ επέκταση, την διόγκωση της τιμής ορισμένων περιουσιακών στοιχείων. Αλλού, όπως στην Σουηδία, μετά το 2010 η κεντρική τράπεζα αύξησε τα επιτόκια, χωρίς όμως να μειωθεί το συνολικό ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών, ενώ παράλληλα αυξήθηκε και η ανεργία.
Ο δεύτερος μηχανισμός μακροπροληπτικής εποπτείας, που επισημάνεται στο κείμενο της μελέτης, είναι τα αντικυκλικά αποθέματα, που όπως έχουμε αναφέρει έχουν θεσπισθεί από το Σύμφωνο της Βασιλείας (Βασιλεία ΙΙΙ). Με αυτόν τον τρόπο, επιτυγχάνεται γενικά μια πιο συγκρατημένη πολιτική έκδοσης νέων δανείων από τις τράπεζες σε περιόδους οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά και σε αυτήν την περίπτωση, όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, εμφανίζονται αντιφατικά αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η κεντρική τράπεζα της Ισπανίας (αλλά και της Ελβετίας) ήταν πρωτοπόρος στην θέσπιση τέτοιου είδους αποθεμάτων, ακόμα και πριν θεσπισθούν από την Βασιλεία ΙΙΙ το 2010. Παρά ταύτα, όπως κατέδειξε η ισπανική τραπεζική κρίση και προς επίρρωση των ισχυρισμών των συγγραφέων, τα αντικυκλικά αποθέματα δεν αποτελούν από μόνα τους πανάκεια, διότι εφαρμόστηκαν στις συστημικές τράπεζες αποκλειστικά -οι οποίες εμφάνισαν αξιοθαύμαστη ανθεκτικότητα κατά την περίοδο της κρίσης- αλλά ταυτόχρονα, τα περιφερειακά πιστωτικά ιδρύματα (cajas) έμειναν ρυθμιστικά ανεξέλεγκτα, τροφοδοτώντας τελικά μια σημαντική φούσκα στην αγορά ακινήτων.
Τρίτον, οι κεντρικές τράπεζες έχουν την δυνατότητα -όπως προτείνει ο Μέρβιν Κινγκ(στο The End of Alchemy)- να υποχρεώσουν τους χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς να διακρατούν ένα ποσοστό αποτελεσματικά ρευστοποιήσιμων στοιχείων του ενεργητικού, τα οποία θα χρησιμοποιούνται ως εγγύηση για άντληση έκτακτης ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο, οι εμπορικές τράπεζες θα γνωρίζουν ανά πάσα στιγμή το ποσό της ρευστότητας που μπορούν να αντλήσουν από τις κεντρικές τράπεζες. Συναφώς, μπορούν να επιβάλλουν ποσοτικούς και ποιοτικούς περιορισμούς στην έκδοση ιδιωτικού χρέους. Το μέτρο αυτό είναι ίσως το πιο ευαίσθητο πολιτικά, διότι άπτεται της δημοσιονομικής πολιτικής, η χάραξη της οποίας αποτελεί αρμοδιότητα των κυβερνήσεων. Βέβαια, κατά την άποψη των συγγραφέων η συγκεκριμένη πρόταση, εκτός από πολιτικά ευαίσθητη, είναι και ανεπιθύμητη. Κατά την δική τους θεώρηση, ένα τέτοιο μέτρο θα ήταν επιζήμιο τόσο για την οικονομική ανάπτυξη αλλά θα απέβαινε εις βάρος και της ίδιας της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Στην πρώτη περίπτωση, λόγω του περιορισμού και της έλλειψης ευελιξίας στην έκδοση τραπεζικής πίστης, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, η διασάλευση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας σχετίζεται με την απαίτηση των κεντρικών τραπεζών να δέχονται συγκεκριμένες μορφές εγγυήσεων. Το τελευταίο καθιστά πιθανή μια νέα φούσκα σε συγκεκριμένες κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων. Βεβαίως, η συγκεκριμένη άποψη των συγγραφέων βασίζεται στην υπόθεση ότι οι κεντρικές τράπεζες θα εξακολουθήσουν να ζητούν εμπράγματες εγγυήσεις (tangible collaterals), όπως ακίνητα κτλ, για να παρέχουν ρευστότητα. Ως εκ τούτου, δεν θα χορηγούνται δάνεια με βάση άυλες εγγυήσεις (intangible collaterals), όπως είναι τα brand names και οι τεχνολογικές πατέντες, που προέρχονται από την οικονομία της γνώσης και συνεισφέρουν στην περαιτέρω ανάπτυξή της. Μια τέτοια υπόθεση μοιάζει δύσκολο να επαληθευτεί στο μέλλον, με δεδομένο ότι οι ίδιες οι οικονομικές ανάγκες θα προκαλέσουν ένα κύμα ζήτησης για νέες μορφές δανείων, στις οποίες θα προσαρμοστούν, αργά ή γρήγορα, όλοι οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, μαζί και η ρυθμιστική πολιτική των κεντρικών τραπεζών.
Γ) Τελικά, είναι εφικτή μια αποτελεσματική και δημοκρατικά νομιμοποιημένη χρηματοπιστωτική ρύθμιση;
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα και τις προαναφερθείσες διαπιστώσεις, ανακύπτει μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων: Ποια αρχή θα καθορίζει την έκταση της προσφοράς χρήματος και με τι είδους κριτήρια; Ποιος πρέπει να καθορίζει, ανάλογα με την συγκυρία, το σημείο ισορροπίας μεταξύ της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας και της επέκτασης της πίστωσης, με σκοπό την τόνωση της οικονομικής ανάπτυξης; Πώς καθίσταται δυνατή η συντονισμένη δράση της κεντρικής τράπεζας, όταν χαράσσει και υλοποιεί την νομισματική της πολιτική, με την πολιτική των εκλεγμένων κυβερνήσεων που θέτουν το δημοσιονομικό πλαίσιο και τους βασικούς μακροοικονομικούς στόχους; Περαιτέρω δε, είναι λειτουργικώς αποδοτική και πολιτικώς (δημοκρατικώς) νομιμοποιημένη η παραχώρηση νομισματικών και ρυθμιστικών καθηκόντων σε μια ανεξάρτητη αρχή (κεντρική τράπεζα);
Καταρχάς, στο ερώτημα της νομιμοποίησης της ταυτόχρονης ανάθεσης διαφορετικού είδους αρμοδιοτήτων, οι συγγραφείς υιοθετούν τα κριτήρια περί νομιμοποίησης της δράσης των ανεξάρτητων αρχών του Πολ Τάκερ (Paul Tucker, Unelected Power: Τhe quest for legitimacy in central banking and the regulatory state). Συγκεκριμένα, όπως συζητείται σε άλλο κείμενο, ο Τάκερ τάσσεται υπέρ της ταυτόχρονης ανάθεσης αρμοδιοτήτων, εφόσον πληρούνται τα εξής κριτήρια: πρώτον, οι αρμοδιότητες είναι εγγενώς σχετιζόμενες μεταξύ τους, δεύτερον, δεν συνεπάγονται σημαντικές αναδιανεμητικές επιπτώσεις και τρίτον, ο συνδυασμός τους προεικάζεται, βασίμως, την επίτευξη καλύτερων αποτελεσμάτων. Δίχως άλλο, η σταθερότητα των τιμών συναρτάται, πράγματι, με την χρηματοπιστωτική σταθερότητα, διότι η τελευταία αποτελεί συνθήκη sine qua non για την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Επιπλέον, παρά τις αναπόφευκτες διανεμητικές επιπτώσεις που συνεπάγεται η νομισματική πολιτική -ιδίως τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης-, αυτές παραμένουν έμμεσες και δεν συγκρίνονται με τα άμεσα και δραστικά αποτελέσματα της δημοσιονομικής πολιτικής. Και στο σημείο αυτό, οι συγγραφείς καταλήγουν αναπόφευκτα στο ζήτημα του θεσμικού διακανονισμού και του σημείου τομής μεταξύ της νομισματικής, της ρυθμιστικής και της δημοσιονομικής πολιτικής. Γύρω από αυτό το ζήτημα, αναδεικνύονται στην μελέτη τα δύο -ιδεοτυπικά- μοντέλα. Το πρώτο, είναι πιο συμπεριληπτικό (encompassing model). Επεκτείνει το πλαίσιο εντολής των κεντρικών τραπεζών και σε ζητήματα μακροπροληπτικής εποπτείας και ρύθμισης γενικά, ενώ υποστηρίζει την θέσπιση ενός forum συνεργασίας μεταξύ κυβερνήσεων και κεντρικών τραπεζών, με σκοπό τον συντονισμό και τον κοινό βηματισμό της δημοσιονομικής και της νομισματικής πολιτικής. Τέτοιο μοντέλο υιοθετείται, κατά βάση, από την Τράπεζα της Αγγλίας, που διαθέτει διακριτές επιτροπές για κάθε μια από τις παραπάνω δέσμες αρμοδιοτήτων, οι οποίες τέμνονται σε ένα ενιαίο συντονιστικό forumυπό την αιγίδα του διοικητή της τράπεζας και με την συμμετοχή των επικεφαλής των σχετικών επιτροπών και εκπροσώπων της κυβέρνησης.
Το δεύτερο μοντέλο είναι το συνεργατικό (cooperative model). Προτάσσει τον αυστηρότερο διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων και περιορίζει τις αρμοδιότητες των κεντρικών τραπεζών στο παραδοσιακό πλαίσιο της εντολής τους. Τις ρυθμιστικές αρμοδιότητες τις αποδίδει σε μια ξεχωριστή ανεξάρτητη αρχή. Η απουσία ενός κοινού συντονιστικού οργάνου, όπως καθίσταται προφανές, επιτρέπει σε περιόδους κρίσης την εκδήλωση αντιφατικών και αλληλοσυγκρουόμενων πολιτικών, ανάλογα με τις αποκλίνουσες προτεραιότητες και επιδιώξεις των διαφορετικών θεσμικών οργάνων. Οι συγγραφείς διαπιστώνουν πως το μοντέλο αυτό υιοθετείται από τις περισσότερες εθνικές έννομες τάξεις και συγκεκριμένα απαντάται, με διαφορετικές διευθετήσεις, τόσο στην Ε.Ε. όσο και στις ΗΠΑ. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ εθνικών και υπερεθνικών αρχών (π.χ. ο Ενιαίος Μηχανισμός Εποπτείας της Ε.Ε επιλαμβάνεται, ευθέως, μόνο των σημαντικών τραπεζών, ενώ οι μη σημαντικές τράπεζες υπάγονται στην εποπτεία των εθνικών ρυθμιστικών αρχών), ωστόσο δεδομένης της θεσμικής περιχαράκωσης ανάμεσα στην εκτελεστική εξουσία και τις ανεξάρτητες αρχές.
Συνολικά, σύμφωνα με τα συμπεράσματα της μελέτης, οι παραπάνω μεταβολές στην ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος φαίνεται πως δεν μετέβαλαν δραστικά το υπόδειγμα που επικρατούσε πριν από το 2008. Μια τέτοια διαπίστωση συνάγεται και από κάποιες ακόμα παραμέτρους: Πρώτον, από την αύξηση του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους δέκα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Δεύτερον, από την συνολική αύξηση του μεγέθους (με βάση το ενεργητικό) του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο το ότι το 2011, ο αριθμός των παγκόσμιων συστημικών τραπεζών ανερχόταν σε 29, ενώ το 2015 αντί να μειωθεί, αυξήθηκε σε 30. Όπως γίνεται αντιληπτό, οι ρυθμίσεις της Βασιλείας ΙΙΙ δεν κατάφεραν να περιορίσουν ουσιαστικά το μέγεθος και τον αριθμό των συστημικών τραπεζών. Αυτό βέβαια που άλλαξε, είναι η σταδιακή και εξαιρετικά κρίσιμη μεταβολή της βαρύτητας των επιμέρους τομέων του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και σωστά επισημαίνεται από τους συγγραφείς. Συγκεκριμένα, παρατηρείται μια σχετική συρρίκνωση του τραπεζικού συστήματος, σε σχέση με το «σκιώδες» τραπεζικό σύστημα -ειδικά στην Κίνα- το οποίο επεκτείνεται αλματωδώς, αφενός μεν λόγω του αδύναμου ρυθμιστικού καθεστώτος στο οποίο υπάγεται και αφετέρου λόγω της χρηματοπιστωτικής καινοτομίας που αναπτύσσει. Παράλληλα, το παραδοσιακό τραπεζικό χρηματοπιστωτικό, συνολικά, φαίνεται πως καθίσταται λιγότερο παγκόσμιο και περισσότερο περιφερειακό, χωρίς τούτο να επηρεάζει την συνεχή αύξηση του συνολικού του μεγέθους. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται κυρίως στην μείωση του διασυνοριακού δανεισμού μεταξύ των μητρικών εταιριών και την διεξαγωγή περισσότερων συναλλαγών μέσω των θυγατρικών. Τούτη η παρατήρηση άπτεται των μεταβολών στους μηχανισμούς εξυγίανσης που αναλύσαμε πιο πάνω και επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα θέση του Τζον Βίκερς περί τελικής επικράτησης του μηχανισμού εξυγίανσης πολλαπλής εισόδου (MPOE). Παρά την προσπάθεια, δηλαδή, ανάθεσης της ευθύνης εξυγίανσης στην μητρική εταιρία και την χώρα καταγωγής, εκ της πρακτικής εφαρμογής προκύπτει ότι οι παγκόσμιες τράπεζες προσαρμόζουν το επιχειρησιακό τους μοντέλο, λειτουργώντας περισσότερο μέσω των θυγατρικών τους παρά απευθείας μέσω των μητρικών εταιριών. Τέλος, σε μια σειρά επιμέρους τομέων, όπως η λειτουργία των οίκων πιστοληπτικής αξιολόγησης, η κατάσταση παραμένει προβληματική, σύμφωνα με τα τελικά συμπεράσματα της μελέτης -για παράδειγμα, εξακολουθούν να κυριαρχούν, εκμεταλλευόμενοι την μονοπωλιακή ισχύ τους, οι τρεις μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης που προϋπήρχαν.
Με βάση, λοιπόν, την παραπάνω εικόνα, οι εθνικές κυβερνήσεις απέτυχαν να θεσπίσουν ένα σύστημα πολυμερούς δράσης για την αποτελεσματική ρυθμιστική και θεσμική πλαισίωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η απρόσκοπτη παρουσία του φαινομένου της χρηματιστικοποίησης και της ενισχυμένης αλληλεξάρτησης του χρέους ανάμεσα σε κράτη και χρηματοοικονομικές αγορές εξακολουθεί να υφίσταται (Chen, Mrkaic, Nabar 2019). Και σε αυτό το σημείο ανακύπτει ένα ακόμα πιο ουσιαστικό ζήτημα, που δεν συζητείται καθόλου στην εδώ παρουσιαζόμενη μελέτη. Σχετίζεται δε, με την γενικότερη κατεύθυνση της παγκοσμιοποίησης.
Η -για μερικούς- «εξομάλυνση» της παγκοσμιοποίησης ή η «αναδίπλωση» του φαινομένου κατ’ άλλους (βλέπε προηγουμένως, Stephen King, Grave New World: The end of globalization, the return of history) , μετά το 2008, αποτυπώνεται στους αποκλίνοντες βαθμούς ολοκλήρωσης μεταξύ των διαφόρων θεματικών περιοχών της παγκόσμιας πολιτικής οικονομίας. Η θεωρητικώς κοινωνικά επιζήμια επανεθνικοποίηση τομέων της παγκόσμιας οικονομίας, με κίνδυνο μια ρυθμιστική κούρσα προς τα κάτω (race to the bottom), αντιδιαστέλλεται προς την θεσμική και οικονομική ολοκλήρωση, που εικάζεται πως οδηγεί σε μια αντίθετη πορεία (race to the top). Η επαλήθευση, όμως, της εγκυρότητας της τελευταίας προσέγγισης, στον τομέα τουλάχιστον της ρύθμισης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος είναι, μάλλον, αδύναμη. Δεδομένης της θεσμικής ολοκλήρωσης που διασφαλίζουν τα παγκόσμιας ισχύος Σύμφωνα της Βασιλείας, φαίνεται πως δεν επιβεβαιώνονται, πλήρως, οι προσδοκίες για μια σημαντική ανοδική κούρσα των ρυθμιστικών προτύπων – αν και η ρυθμιστική ολοκλήρωση αποτρέπει, τουλάχιστον, τον ανταγωνισμό προς έναν ελάχιστο κοινό παρανομαστή. Τούτο καταδεικνύεται στην περίπτωση της οριστικοποίησης της Βασιλείας ΙΙΙ, που συνέβη (τέλη του 2017), με σκοπό να ανακοπεί η ανομοιόμορφη -από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε- εφαρμογή της αρχικής εκδοχής του Συμφώνου (2010). Η ανομοιόμορφη αυτή εφαρμογή υποκινήθηκε αναμφίλεκτα από τις αποκλίνουσες εγχώριες οικονομικές ανάγκες και τις εθνικές ιδιαιτερότητες των ποικίλων εκδοχών χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού – πρόκειται ουσιαστικά, για ένα «εξευγενισμένο» race to the bottom. Ως εκ τούτου, το οριστικοποιημένο Σύμφωνο είναι λογικό, από την μια πλευρά, να μην αναιρεί τον κατά βάση φιλικό προς την αγορά (market-friendly) αρχικό του προσανατολισμό. Αφετέρου δε, είναι επίσης εύλογη η προσπάθεια για μια ήπια αυστηροποίηση των κανόνων του -π.χ. ο περιορισμός των μεθόδων εσωτερικής αποτίμησης των κινδύνων που αναφέραμε- (Κολλιόπουλος 2019). Συμπερασματικά λοιπόν, ακόμα και σε καθεστώς θεσμικής ολοκλήρωσης του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, τα περιθώρια της ρυθμιστικής δυνατότητας των εθνικών κυβερνήσεων φαίνεται πως είναι περιορισμένα, έως βέβαια επανακαθοριστούν, με αφορμή ίσως, την επόμενη χρηματοπιστωτική κρίση.
References
Κολλιόπουλος Θανάσης(2019), Η κρίση ως ευκαιρία και ως πρόκληση για μια νέα ρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, Αθήνα: Παπαζήσης
Chen Wenjie, Mrkaic Mico,Nabar Malhar (2019),“The Global Economic Recovery 10 Years After the 2008 Financial Crisis”, IMF WP/19/83, March
Finance Watch, “Ten Years After: Back to Business as Usual The Pit and the Pendulum – Post-Crisis Financial Regulation in Europe”, Finance Watch, 15 September
Lagarde Christine (2018), “Ten Years After Lehman-Lessons Learned and Challenges Ahead”, IMFBlog. org, September
Stiglitz Joseph (2018), “Ten Years Later”, Roosevelt Institute Working Paper, September
Tucker Paul (2019), “Is the financial system sufficiently resilient: a research programme and policy agenda”, BIS Working Papers No 792, June
Vickers John (2018), “Safer, But Not Safe Enough”, Keynote address at the 20th International Conference of Banking Supervisors, Abu Dhabi, November