Ο εμπορικός πόλεμος ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα, η απαξίωση διεθνών οργανισμών όπως του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου από την κυβέρνηση Τραμπ, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε, οι πολεμικές συρράξεις σε διάφορες μεριές του πλανήτη, και ιδίως οι πόλεμοι «δια αντιπροσώπων» (proxy wars) σε χώρες όπου εκδηλώθηκε η «Αραβική Άνοιξη», όπως επίσης και η ραγδαία άνοδος των λαϊκιστών και των «αυταρχικών δημοκρατιών» (illiberal democracy) αποτελούν ενδείξεις αντιστροφής ή έστω περιστολής της παγκοσμιοποίησης; Αυτός είναι ο κυριότερος πυρήνας του προβληματισμού του Στέφεν Κινγκ και στο παραπάνω ερώτημα προσπαθεί να δώσει απάντηση.
Στην ανάλυσή μας για το βιβλίο των Άϊβερσεν και Σόσκις (Democracy and Prosperity: Reinventing Capitalism through a Turbulent Century) καταγράφηκαν τρεις γενικές κατευθύνσεις της βιβλιογραφίας, αναφορικά με τις συνέπειες του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης στην κυριαρχία των εθνικών κρατών. Είδαμε δηλαδή, ότι υπάρχει μια τάση που υποστηρίζει ότι οι «αγορές» θέτουν την ημερήσια διάταξη και τους (δημοσιονομικούς) περιορισμούς των δημόσιων πολιτικών. Η δεύτερη υποστηρίζει ότι η παγκοσμιοποίηση αποτελεί ένα ιστορικά επαναλαμβανόμενο μοτίβο. Ως εκ τούτου, τα εθνικά κράτη παραμένουν οι βασικοί φορείς του διεθνούς συστήματος. Η τρίτη και πιο συνδυαστική προσέγγιση θεωρεί ότι η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί μόνο απειλή αλλά περιλαμβάνει επίσης ένα ευρύ φάσμα ευκαιριών. Ο Στέφεν Κινγκ κινείται ξεκάθαρα στην δεύτερη κατεύθυνση, θεωρώντας πως το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης διανύει περιόδους επέκτασης και στην συνέχεια αντιστροφής. Το 1909 για παράδειγμα, στην περίοδο της ακμής της βρετανικής αυτοκρατορικής εξουσίας, ο Norman Angell έγραψε ότι η εποχή της οικονομικής αλληλεξάρτησης είχε κάνει μάταιο τον πόλεμο ανάμεσα στα έθνη. Λίγα μόλις χρόνια μετά ξεσπά ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Μερικούς αιώνες πιο πριν, η Κίνα είχε χρησιμοποιήσει τον «Δρόμο του Μεταξιού», για να μετατραπεί σε παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη. Όμως, η «παγκόσμια» χρηματοπιστωτική κρίση του 15ου αιώνα αναχαίτισε την κινεζική δυναμική. Και ακόμα πιο πριν, οι Οθωμανοί και οι Πέρσες, από τον 6ο αιώνα π.Χ., δημιούργησαν ακμάζουσες εμπορικές αυτοκρατορίες που κατέρρευσαν κι αυτές με την σειρά τους. Η ιστορία όμως της ανόδου και της πτώσης των υπερδυνάμεων που προώθησαν το σχέδιο της παγκοσμιοποίησης φτάνει έως τις μέρες μες. Μετά την κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου, ο πολιτικός επιστήμονας Φράσις Φουκουγιάμα, σε ένα από τα διασημότερα δοκίμιά (The End of History?, 1989) ισχυρίστηκε ότι η επέκταση και εμπέδωση της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της οικονομίας της αγοράς θα εξασφαλίσουν πρωτόγνωρα οφέλη για όλες τις χώρες του πλανήτη. Τρεις δεκαετίες μετά, η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ήρθε να αναδείξει τις χρόνιες ανισότητες στις δυτικές οικονομίες και την κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών ελίτ επί των εθνικών κυβερνήσεων. Συνεπώς, για τον Στέφεν Κινγκ, καμία κοινωνική κατασκευή δεν πρέπει να θεωρείται ότι μπορεί να επιβιώσει για πάντα. Ως εκ τούτου, η παγκοσμιοποίηση είναι δυνατό και πιθανό να αντιστραφεί, διότι η σύγκλιση των εθνικών κρατών προς μια ενιαία «παγκόσμια κοινότητα» είναι αδύνατη, λόγω των διαφορετικών ιστορικών, πολιτισμικών, οικονομικών και πολιτικών καταβολών τους. Συνεπώς, η σύγκλιση προς ένα ενιαίο κέντρο διακυβέρνησης της παγκόσμιας κοινότητας, αν και είναι ιστορικά διαπιστωμένη, είναι σε τελευταία ανάλυση εφήμερη και εν τέλει, αναστρέψιμη.
Α) Οι νέες απειλές κατά της παγκοσμιοποίησης
Σε περιόδους, λοιπόν, απόκλισης ή και σύγκρουσης, η ιστορία επιστρέφει. Η διεθνής κοινότητα, τότε, διατρέχεται από διαφόρων ειδών χάσματα: πολιτισμικά, θρησκευτικά, οικονομικά, γεωγραφικά. Σε μια τέτοια κατάσταση βρίσκεται και ο σύγχρονος κόσμος σύμφωνα με τον Κινγκ. Υποστηρίζει ότι η κατάρρευση της παγκοσμιοποίησης είναι ante portas και μάλλον αδύνατο να αποτραπεί, διότι η παγκοσμιοποίηση δεν καθοδηγείται μόνο από την τεχνολογική πρόοδο, αλλά και από τις ιδέες που διαμορφώνουν και πλαισιώνουν τους θεσμούς και τις κυρίαρχες πολιτικές. Όταν οι υπάρχουσες ιδέες υπονομεύονται και η θεσμική πλαισίωση υποβαθμίζεται, η τεχνολογία ή το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι αδύνατον από μόνα τους να αντιστρέψουν την οπισθοχώρηση της παγκοσμιοποίησης. Στο πλαίσιο αυτό, ο συγγραφέας θεωρεί ότι η τρέχουσα διεθνής οικονομική τάξη πραγμάτων κινδυνεύει να αντιμετωπίσει το ίδιο τέλος με αυτό που βίωσε το κύμα της παγκοσμιοποίησης του 19ου αιώνα -που ξεκίνησε το 1850 και διήρκεσε μέχρι το ξέσπασμα του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Συγκεκριμένα, η ιστορική αναλογία εντοπίζεται στην ανοδική τάση της παγκόσμιας οικονομίας των αρχών του 20ού αιώνα που κατέστη δυνατή λόγω της κυριαρχίας της Μ. Βρετανίας, του «χρυσού κανόνα» και της ταχείας τεχνολογικής προόδου. Το παγκόσμιο εμπόριο είχε αυξηθεί από 8 δισεκατομμύρια δολάρια το 1896 σε περισσότερα από 18 δισεκατομμύρια δολάρια το 1913, οι διεθνείς επενδύσεις είχαν φτάσει τα 44 δισεκατομμύρια δολάρια και η μετανάστευση ήταν έντονη. Όπως και σήμερα, λοιπόν, πολλοί παρατηρητές την εποχή εκείνη είδαν τις ανοιχτές οικονομίες ως κάτι το αναπόδραστο. Ο πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος και στην συνέχεια, η Μεγάλη Ύφεση σάρωσαν την οικονομική ευημερία της εποχής. Μήπως λοιπόν και η πρόσφατη παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση σηματοδοτεί ένα ανάλογο πισωγύρισμα; Και εάν ναι, ποιοι είναι οι βασικοί λόγοι ανησυχίας που καθιστούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο ορατό;
Στην σύγχρονη συγκυρία, ο Κινγκ ανιχνεύει τις κύριες προκλήσεις και ανησυχίες που απειλούν την παγκοσμιοποίηση και θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα -και παρατεταμένη- περίοδο συγκρούσεων και αναταραχών. Συγκεκριμένα, επικεντρώνεται στην αυξανόμενη ανισότητα, την μαζική μετανάστευση, τις νέες τεχνολογίες, τους νομισματικούς και εμπορικούς πολέμους και τη σχετική παρακμή της ισχύος των Ηνωμένων Πολιτειών. Πρώτα από όλα, η ανισότητα αυξάνεται, όπως έχουμε εξηγήσει σε προηγούμενα κείμενα αναλυτικότερα, όχι τόσο μεταξύ των κρατών όσο μέσα στα ίδια τα κράτη και ιδίως, τις δυτικές οικονομίες. Το αντι-μεταναστευτικό αίσθημα βαραίνει επίσης καθοριστικά, αναφορικά με την στάση των πολιτών ενάντια στην παγκοσμιοποίηση. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, η Pew Research διαπίστωσε ότι το 79% των ψηφοφόρων του Τραμπ υποστηρίζει πως η παράνομη μετανάστευση αποτελεί το σπουδαιότερο πρόβλημα της αμερικανικής κοινωνίας. Σχετικά με τις νέες τεχνολογίες και την ρομποτική, ο Κινγκ ισχυρίζεται -σε αντίθεση με τους Άιβερσεν και Σόσκις- ότι ενδέχεται να αναστρέψουν την επέκταση του παγκόσμιου καταμερισμού των έργων. Τούτο μπορεί να συμβεί, σύμφωνα με τον Κινγκ, λόγω της αντικατάστασης του φθηνού εργατικού δυναμικού από τα ρομποτικά μηχανήματα. Με αυτόν τον τρόπο, οι αλυσίδες παραγωγής είναι δυνατόν να ενσωματωθούν ξανά στο εθνικό οικονομικό πλαίσιο. Με άλλα λόγια, οι συμπληρωματικότητες του παγκόσμιου παραγωγικού συστήματος θα μειωθούν, σε αντίθεση με την θέση των Άιβερσεν και Σόσκις. Η μείωση της ισχύος των ΗΠΑ αποτελεί μία ακόμα σοβαρή παράμετρο που ενδέχεται να επιταχύνει την αναδίπλωση της παγκοσμιοποίησης. Κατά την μεταπολεμική περίοδο έως και την δεκαετία του 1970, τα δυτικά κράτη διέθεταν μεγάλα περιθώρια αυτονομίας στην λήψη των αποφάσεων. Η βασική προϋπόθεση γι αυτό, ήταν η «διπλή εγγύηση» που παρείχαν οι ΗΠΑ στον υπόλοιπο δυτικό κόσμο, τόσο στο πεδίο της οικονομίας όσο και της ασφάλειας.
B) Το χαμένο κέντρο της παγκόσμιας διακυβέρνησης
Σε θεωρητικό επίπεδο, η Hegemonic Stability Theory (HST) καταφέρνει να εξηγήσει αποτελεσματικά την μεταπολεμική σταθερότητα. Ο οικονομολόγος Charles Kindleberger συνοψίζει την ουσία της θεωρίας αυτής: “For the world economy to be stabilized, there has to be a stabilizer, one stabilizer”. Συγκεκριμένα, η σταθερότητα του διεθνούς συστήματος εξασφαλίστηκε, μέσω της εγγυητικής λειτουργίας των ΗΠΑ που προώθησαν μια πολύκεντρη ανάπτυξη, η οποία με την σειρά της ανέδειξε τόσο την Ευρώπη όσο και τη Ιαπωνία σε ισχυρές οικονομικές περιφέρειες. Το σχέδιο Μάρσαλ, η χρησιμοποίηση της Ιαπωνίας ως βιομηχανικού κέντρου για τις πολεμικές επιχειρήσεις, η δημιουργία του ΝΑΤΟ, η εγγύηση της σταθερότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών αποτέλεσαν τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η Αμερική εγγυήθηκε δύο βασικά αγαθά: την ασφάλεια και το ελεύθερο εμπόριο. Ως ηγεμονικό κράτος βέβαια, οι ΗΠΑ αντλούσαν μεγάλα οφέλη ιδίως στον τομέα της οικονομίας. Από τη δεκαετία του 1970 όμως, φάνηκε πως δεν ήταν εφικτή μια τόσο πολυδάπανη αμυντική και οικονομική πολιτική. Η αμερικανική ηγεμονία άρχισε να φθίνει τόσο στρατιωτικά όσο και οικονομικά. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ και ο ανταγωνισμός από την ιαπωνική οικονομία οδήγησαν τις ΗΠΑ στην αποδέσμευση του δολαρίου από το χρυσό, λόγω μεγάλων ελλειμμάτων. Η κατάρρευση των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ήρθε ως αποτέλεσμα της οικονομικής ανόδου τόσο της Ευρώπης όσο και της Ιαπωνίας, γεγονός που οδήγησε στη μετάβαση από την αμερικανική ηγεμονία σε ένα πολυαρχικό παγκόσμιο σύστημα. Η αμερικανική εγγυητική λειτουργία, δηλαδή, εξάντλησε τα όριά της εκείνη την περίοδο και έπεσε «θύμα» της ίδιας της επιτυχία. Η φθίνουσα πορεία της Pax Americana, χωρίς να σημαίνει ότι παύει να υφίσταται, έδωσε χώρο στην αύξηση της ισχύος των αναδυόμενων οικονομιών.
Μετά την κατάρρευση της θεσμικής πλαισίωσης της παγκόσμιας οικονομίας του Bretton Woods, η παγκοσμιοποίηση έλαβε σύμφωνα με τον Κινγκ ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Έκτοτε, για τις εθνικές κυβερνήσεις είναι δύσκολο να συμβιβάσουν, επιτυχώς, τα αποτελέσματα της παγκόσμιας αγοράς με τους εσωτερικούς κοινωνικούς και πολιτικούς στόχους. Το παράδειγμα του Brexit, όπως επίσης και η άνοδος στην εξουσία του Τραμπ, καταδεικνύουν, εκτός των άλλων, την αδυναμία των εθνικών κυβερνήσεων να αποζημιώσουν τους «χαμένους» της παγκοσμιοποίησης. Επομένως, αυτό που λείπει από την θεσμική καθοδήγηση της παγκοσμιοποίησης είναι οι μηχανισμοί εκείνοι ή τα οργανωμένα και συντονιστικά fora, στα οποία θα επιλύονται οι συγκρούσεις μεταξύ των εθνικών κρατών σε όλους τους τομείς των σύγχρονων προκλήσεων (μετανάστευση, εμπόριο, τεχνολογίες κτλ.). Μολαταύτα, η πολιτική του απομονωτισμού αντισταθμίζεται σε κάποιες περιπτώσεις και από αντίρροπες στρατηγικές. Οι εθνικές κυβερνήσεις των ΗΠΑ και της Κίνας, για παράδειγμα, αποπειράθηκαν να επεκτείνουν την ισχύ τους, μέσω της σύναψης πολυμερών συμφωνιών που ναι μεν εκκινούν από τις εμπορικές συναλλαγές, αποτελούν όμως κρίσιμης γεωστρατηγικής σημασίας πρωτοβουλίες. Η Συνεργασία Διατλαντικού Εμπορίου και Επενδύσεων (TTIP) αποτέλεσε την τελευταία πολιτική επιδίωξη του Μπαράκ Ομπάμα, προτού αποχωρήσει από την κυβέρνηση. Το σχέδιό του για σύσφιξη των εμπορικών σχέσεων με την Ευρώπη, παρά το ότι τελικά ναυάγησε, είχε ως απώτερο σκοπό την απομόνωση της Κίνας. Η Κίνα από την πλευρά της, εδώ και μερικά χρόνια συγκροτεί τον νέο «Δρόμο του Μεταξιού», συνάπτοντας εμπορικές συμφωνίες με διάφορα εθνικά κράτη (ακόμα και με ευρωπαϊκά, όπως την Ιταλία).
Στο αντιφατικό αυτό πλαίσιο, τα εθνικά κράτη αντιμετωπίζουν το γνωστό πολιτικό τρίλημμα, που περιέγραψε ο Ντάνι Ρόντρικ. Το τρίλημμα σχετίζεται με την ταυτόχρονη μη συμβατότητα ανάμεσα στην συνύπαρξη δημοκρατίας, παγκοσμιοποίησης και εθνικής κυριαρχίας. Ειδικότερα δε, σε καθαρά οικονομικό επίπεδο, το τρίλημμα εντοπίζεται στην ταυτόχρονη ασυμβατότητα της αυτόνομης νομισματικής πολιτικής, της σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας και της ελεύθερης ροής κεφαλαίου. Ο Στέφεν Κινγκ αποδίδει ιδιαίτερο βάρος στην ελεύθερη κίνηση του κεφαλαίου, ως αποσταθεροποιητικού παράγοντα των εθνικών οικονομιών, που οδηγεί σε μια κούρσα ρυθμιστικού ανταγωνισμού προς τα κάτω. Τα στοιχεία είναι απολύτως ξεκάθαρα. Στα τέλη του δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, στα χέρια των ξένων επενδυτών βρίσκονταν διασυνοριακά περιουσιακά στοιχεία της τάξης του 5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ενώ την περίοδο που ξέσπασε η κρίση του 2007/8 το ποσοστό αυτό είχε εκτιναχτεί στο 200%. Το ανησυχητικό όμως, είναι ότι ακόμα και μετά την κρίση δεν δημιουργήθηκαν στιβαροί θεσμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης που να ελέγχουν τις διαβρωτικές δυνάμεις της παγκόσμιας οικονομίας. Για παράδειγμα, το G20, στο πλαίσιο του οποίου που επιχειρήθηκε inter alia η εύρεση μιας συνισταμένης σε ό,τι αφορά την δράση των κυβερνήσεων για την μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, δεν αποτέλεσε εν τέλει ένα σταθερό όργανο λήψης αποφάσεων. Ο Κινγκ, από την πλευρά του, προτείνει την ίδρυση ενός Παγκόσμιου Οργανισμού Χρηματοοικονομικών Ροών (Global Organization Financial Flows) που θα ελέγχει τις απότομες εισροές και εκροές του διεθνούς κεφαλαίου στις εθνικές οικονομίες. Αλλά και πάλι το ζήτημα της δημοκρατικής νομιμοποίησης παραμένει εκκρεμές. Επαρκεί η έμμεση νομιμοποίηση των διεθνών οργανισμών μέσω της συμμετοχής των εθνικών κυβερνήσεων σε αυτούς; Διότι η νομιμοποίηση αυτή μετασχηματίζεται και ρευστοποιείται, όταν οι εθνικές κυβερνήσεις διαπραγματεύονται μεταξύ τους και τα ισχυρότερα κράτη επιβάλλουν αποφάσεις στα πιο αδύναμα κράτη. Ως εκ τούτου, μήπως η θεσμική αποδιάρθρωση της οικονομικής παγκοσμιοποίησης προεικάζεται τελικά την αντιστροφή της οικονομικής ολοκλήρωσης;
Γ) Αναδίπλωση ή εξομάλυνση της παγκοσμιοποίησης;
Η θέση του Στέφεν Κινγκ, περί σταδιακής αναδίπλωσης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης αποτυπώνεται prima facie τουλάχιστον, εκτός από την θεσμική του αποψίλωση, και από μελέτες (Mallaby 2016, McKinsey 2013) που αναλύουν την επίδραση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης σε κρίσιμους δείκτες της παγκοσμιοποίησης, όπως είναι ο ρυθμός επέκτασης του παγκόσμιου εμπορίου και του όγκου των διασυνοριακών κεφαλαιακών ροών. Σύμφωνα λοιπόν με τα υπάρχοντα δεδομένα, το 2016, σε σύγκριση με το 2007, ο όγκος των διασυνοριακών κεφαλαιακών ροών μειώθηκε κατά 65%. Εκ πρώτης όψεως, αυτό το στοιχείο καταδεικνύει μια σημαντική συρρίκνωση της παγκοσμιοποίησης. Όμως, η χρήση της δεκαετίας του 2000, ως σημείου αναφοράς (benchmark), μοιάζει να είναι εντελώς παραπλανητική, λόγω των υπερβολών που συντελέστηκαν στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Το 2007, η παγκόσμια οικονομία έπλεε στην ρευστότητα. Τούτο ήταν το αποτέλεσμα της χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης και των παγκόσμιων δημοσιονομικών ανισορροπιών. Επομένως, ο κύριος λόγος για την μείωση των κεφαλαιακών ροών το 2016 ήταν, κατά βάση, η κατάρρευση των διασυνοριακών τραπεζικών δανείων, κυρίως από τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Το ίδιο παραπλανητική εικόνα μπορεί να δημιουργηθεί, γύρω από την «κάμψη» του παγκοσμίου εμπορίου. Η μείωση του εμπορίου από το 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2014 σε 58% το 2015 αποτελεί μια στατιστική ψευδαίσθηση. Διότι, η μείωση της τιμής του δολαρίου, σε συνδυασμό με την πτώση των τιμών των εμπορευμάτων και της ενέργειας, συνέτειναν στην -χαμηλότερη- αποτίμηση της αξίας του εμπορίου σε δολάρια – ας αναλογιστούμε μόνο, ότι η τιμή του πετρελαίου ήταν 48% χαμηλότερη το 2015 σε σχέση με το 2014. Επιπλέον, οι διακυμάνσεις των τιμών μπορεί να εμφανίζουν αναιμική την εξέλιξη του παγκόσμιου εμπορίου, αλλά δεν μας λένε τίποτα το ουσιαστικό για πορεία της παγκοσμιοποίησης για δύο ακόμα λόγους. Πρώτον, καθώς το μέγεθος της παγκόσμιας οικονομίας αυξάνεται, οι παραγωγικές δραστηριότητες μετατοπίζονται από τον τομέα της μεταποίησης στις υπηρεσίες. Οι τελευταίες γίνονται αντικείμενο διεθνούς εμπορίας σε μικρότερο βαθμό, εν μέρει λόγω των, κατά βάση, υψηλότερων προστατευτικών εμποδίων στον κλάδο των υπηρεσιών. Δεύτερον, στο βαθμό που οι ανισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών συρρικνώνονται, το εμπόριο τείνει να επιβραδύνεται. Το 2007, η Κίνα διέθετε πλεόνασμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που ισοδυναμούσε με το 10% της οικονομίας της. Έως το 2015 όμως, το κινεζικό πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είχε συρρικνωθεί στο 3%. Με λίγα λόγια, η μείωση των ανισορροπιών στον τομέα της αποταμίευσης ενδέχεται να αποτελέσει, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, ανασταλτικό παράγοντα επέκτασης των διασυνοριακών εμπορικών συναλλαγών.
Με βάση λοιπόν την ως άνω εικόνα από την πορεία της παγκοσμιοποίησης μετά το 2007, προκύπτει εύλογα το ερώτημα: μήπως η αναδίπλωση, που ισχυρίζεται ο Κινγκ ότι συμβαίνει, αποτελεί στην πραγματικότητα μια εξομάλυνση των διαφόρων μακροοικονομικών και χρηματοπιστωτικών ανισορροπιών και ως εκ τούτου, μήπως τα χρόνια αυτά καθορίζεται ένα νέο σημείο ισορροπίας του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος; Και περαιτέρω, μήπως οι πολιτικές επιπτώσεις, που γεννά η συγκεκριμένη δυναμική, αποτελούν ένα είδος επίπονου τοκετού που θα αποφέρει μια πιο σταθερή ισορροπία, σηματοδοτώντας την αναδιάταξη των παγκόσμιων αλυσίδων παραγωγής, όπως τις γνωρίσαμε, και που ευνοήθηκε από «την ένταξη των μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών, ιδίως της Κίνας, στον παγκόσμιο καταμερισμό των έργων», μια διαδικασία δηλαδή που συμβαίνει «κάθε εκατό χρόνια» (Κουτσιαράς 2018); Στο σημείο αυτό, λοιπόν, ίσως να αξίζει να υπογραμμιστεί και μια κρίσιμη, λεπτή διαφορά, την οποία ο Στέφεν Κινγκ φαίνεται ότι παραλείπει και γι’ αυτόν τον λόγο, παραβλέπει το ενδεχόμενο της αναδιάταξης ή επαναοριοθέτησης του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Μιλάμε για την διάκριση που πραγματοποιούν οι P. Hirst και G. Thomson (στο βιβλίο τους Globalization in Question) μεταξύ της παραδοσιακής διεθνικής οικονομίας, στην οποία οι βασικές οντότητες είναι οι εθνικές οικονομίες και ενός παγκόσμιου συστήματος (παγκοσμιοποίηση), στο οποίο οι ξεχωριστές εθνικές οικονομίες εντάσσονται και αναδιαρθρώνονται με διεθνείς διαδικασίες και συναλλαγές, στο πλαίσιο όμως μιας συστημικής αλληλεξάρτησης μεταξύ των οικονομικών παραγόντων. Επομένως, οι παραλληλισμοί και τα συμπεράσματα του Κινγκ για την σημερινή κατάσταση της παγκοσμιοποίησης -και αυτή ίσως να αποτελεί την μεγαλύτερη αδυναμία του επιχειρήματός του- με βάση προγενέστερες φάσεις αύξησης και στην συνέχεια, κάμψης των διασυνοριακών συναλλαγών φαίνεται πως είναι παραπλανητική. Διότι η σύγκριση δεν γίνεται με μια πραγματικά παγκόσμια οικονομία υψηλής αλληλεξάρτησης και οριζόντιας διασύνδεσης κρατών και ανεξάρτητων οικονομικών μονάδων, όπως συμβαίνει για πρώτη ίσως φορά στην σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, αλλά με αμιγώς διεθνικές οικονομίες του παρελθόντος, εντασσόμενες στο πλαίσιο ιεραρχικών σχέσεων, μεταξύ ισχυρών -αποικιοκρατικών- εθνικών κρατών. Συνεπώς, η απάντηση στο εάν οι σύγχρονες εξελίξεις σηματοδοτούν την αναδίπλωση ή την εξομάλυνση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης δεν είναι δυνατόν να δοθεί, αποκλειστικά, μέσω ιστορικών συγκρίσεων.
References
Κουτσιαράς Νίκος (2018), Δεδομένα και Ιδέες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό, Αθήνα: Παπαζήση
Mallaby Sebastian (2016), “Globalization Resets”, Finance & Development, Volume 53, Number 4, December
McKinsey Global Institute (2013), “Financial Globalization: Retreat or reset ?”, McKinsey Global Institute, March