Θανάσης Κολλιόπουλος: Κριτική για το βιβλίο του Ashoka Mody, Euro Tragedy: A Drama in Nine Acts, 2018, Oxford University Press, pp. 651

Το ανολοκλήρωτο καθεστώς της Ευρωπαϊκής νομισματικής ένωσης -του ευρώ- περιείχε εξ αρχής τους σπόρους της μελλοντικής της κατάρρευσης. Οι απαρχές του κοινού νομίσματος των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών ανευρίσκονται στις διαδοχικές προσπάθειες της Γαλλίας να αποκαταστήσει την ισοτιμία του δικού της νομίσματος (φράγκο) σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό (μάρκο). Πρόκειται ουσιαστικά για μια «κυνική» -και όχι ιδεαλιστική- αφετηρία, που είχε ως σκοπό την μετατόπιση του σημείου ισορροπίας μεταξύ αφενός της παραδοσιακής πολιτικής επιρροής της Γαλλίας και αφετέρου της αύξουσας οικονομικής ισχύος της Γερμανίας. Παραδόξως βέβαια, για την πολιτικά ισχυρή Γαλλία το ευρώ αποτελούσε πάντα το μέσο για μια μελλοντική, πλην εντελώς ασαφή, πολιτική ένωση. Για την οικονομικά δυνατή Γερμανία από την άλλη, η νομισματική ένωση θα έπρεπε να επέλθει ως αποτέλεσμα μιας πολιτικής ένωσης. Τελικά, επικράτησε η «μονεταριστική» στρατηγική της Γαλλίας, η οποία ευνόησε εκ του αποτελέσματος τους Γερμανούς. Η γαλλική αυτή επιδίωξη εκδηλώθηκε σε τρεις φάσεις -ή άλματα στο κενό σύμφωνα με τον Ασόκα Μόντι-, περίπου ανά δεκαετία, μέσω ανάλογων πρωτοβουλιών που έλαβαν διαδοχικά οι γαλλικές κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Παράλληλα, για λόγους περισσότερο ή λιγότερο εύλογους, οι παραπάνω πρωτοβουλίες βρήκαν ανταπόκριση από την γερμανική πλευρά, η οποία κατάφερε εν τέλει να διαμορφώσει σύμφωνα με τις δικές της εγχώριες επιδιώξεις τον συνολικό προσανατολισμό της δομής και του περιεχομένου της διακυβέρνησης της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ), όπως την γνωρίζουμε σήμερα.

Α) Η κακή αρχή…

Η πρώτη πρωτοβουλία ελήφθη από τον πρόεδρο Ζορζ Πομπιντού, ο οποίος είχε διατελέσει και πρωθυπουργός της Γαλλίας (1962-1969) επί προεδρίας Ντε Γκολ. Η Γαλλία υπέφερε από συνεχείς -ταπεινωτικές πολλές φορές για τον γαλλικό σοβινισμό- υποτιμήσεις του νομίσματός της και ο Πομπιντού πίστεψε ότι μέσω της υιοθέτησης μιας σταθερής ισοτιμίας και ενός ενιαίου νομίσματος, θα μείωνε το χάσμα μεταξύ της γαλλικής και της γερμανικής οικονομίας. Συγκεκριμένα, στην διάσκεψη κορυφής της Χάγης του Δεκεμβρίου 1969, ορίστηκε ο στόχος της οικοδόμησης της ΟΝΕ. Μια ομάδα υψηλού επιπέδου, υπό την προεδρία του Pierre Werner, πρωθυπουργού του Λουξεμβούργου, επιφορτίζεται με τη σύνταξη έκθεσης για τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιηθούν προκειμένου να επιτευχθεί αυτός ο στόχος πριν από το 1980. Η ομάδα Werner υποβάλλει την τελική της έκθεση τον Οκτώβριο του 1970. Στην έκθεση προβλέπεται η καθιέρωση Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης σε δέκα έτη, σύμφωνα με ένα σχέδιο πολλών σταδίων. Τελικός στόχος είναι η πλήρης ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων, η απόλυτη μετατρεψιμότητα των νομισμάτων των κρατών μελών και ο αμετάκλητος καθορισμός των ισοτιμιών.

Στο πρώτο αυτό βήμα, ο Πομπιντού βέβαια αγνόησε σημαντικά διδάγματα της νομισματικής ιστορίας. Όπως το ότι οι σταθερές νομισματικές ισοτιμίες είναι επωφελείς μόνο κατά την διάρκεια οικονομικής σταθερότητας. Όταν όμως τα πράγματα χειροτερεύσουν, τότε οι σταθερές ισοτιμίες επιδεινώνουν περαιτέρω την κατάσταση. Η δεκαετία του 1970 ήταν για την παγκόσμια οικονομία αρκετά δύσκολη. Σηματοδότησε το τέλος της «χρυσής» μεταπολεμικής τριακονταετίας, λόγω των πετρελαϊκών κρίσεων και του στασιμοπληθωρισμού, όπως επίσης και την κατάρρευση της θεσμικής πλαισίωσης (Bretton Woods) της διεθνούς οικονομίας. Στο αρνητικό αυτό πλαίσιο, εντάχθηκε η πρωτοβουλία για την θέσπιση του ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος, από την γαλλική πλευρά. Ανάλογες δυσχέρειες αντιμετώπισε και η παγκόσμια κοινότητα στον μεσοπόλεμο, όταν οι επιπτώσεις της Μεγάλης ύφεσης του 1929 διογκώθηκαν από τον τότε «κανόνα του χρυσού». Οι αυταπάτες, όμως, για την αποτελεσματικότητα του εγχειρήματος ήταν ακόμα μεγαλύτερες από του Γάλλους την δεκαετία του 1970, διότι πίστευαν πως μέσω του ενιαίου νομίσματος θα επιτύγχαναν την σύγκλιση της δικής τους παραπαίουσας οικονομίας με την τότε ανοδικά κινούμενη γερμανική. Η απουσία οικονομικής λογικής στο εγχείρημα εντάθηκε ακόμα περισσότερο από το ότι η γερμανική οικονομία ήταν διεθνώς πιο ανταγωνιστική και προτιμούσε, εκ των πραγμάτων, ένα καθεστώς κυμαινόμενων ισοτιμιών. Τα πολιτικά όμως κίνητρα βάρυναν περισσότερο στην λήψη των τελικών αποφάσεων. Η αποδοχή εκ μέρους της Γερμανίας των γαλλικών προτάσεων, εδράζεται στην ανταλλακτική στήριξη του Ζορζ Πομπιντού στο σχέδιο του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Βίλλυ Μπραντ να προωθήσει την επανένωση της Ανατολικής με την Δυτική Γερμανία. Σε συνδυασμό με το αίσθημα «ενοχής» των Γερμανών έναντι των υπολοίπων Ευρωπαίων, ο Μπραντ ακολούθησε την συμβουλή, ενός εκ των «πατέρων» της ευρωπαϊκής δημοκρατίας, του Ζαν Μονέ: «περισσότερη» Ευρώπη για την υπέρβαση των κρίσεων. Εξέλιξη των ανωτέρω, αποτελεί η προσπάθεια των έξι ιδρυτικών κρατών μελών, τον Απρίλιο του 1972, να προωθήσουν τη νομισματική ολοκλήρωση, μεταξύ των συμπληγάδων των πετρελαϊκών κρίσεων εκείνης της δεκαετίας, δημιουργώντας το «φίδι μέσα στο τούνελ». Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μηχανισμό συντονισμένης διακύμανσης των νομισμάτων (πρόκειται για το λεγόμενο «νομισματικό φίδι») εντός στενών περιθωρίων διακύμανσης σε σχέση με το δολάριο (πρόκειται για το λεγόμενο «τούνελ»).

Τον Μάρτιο του 1979, λαμβάνει χώρα η δεύτερη γαλλική πρωτοβουλία για την θέσπιση του κοινού νομίσματος. Πρωταγωνιστές στον κύκλο αυτό ήταν ο Γάλλος Πρόεδρος Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν και Γερμανός καγκελάριος ο Χέλμουτ Σμιτ. Και πάλι, η επιδίωξη των Γάλλων ήταν επικεντρωμένη στην διατήρηση της αξίας του φράγκου έναντι του μάρκου. Ο μόνος τρόπος για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, σύμφωνα με την στρατηγική τους, ήταν μέσω της θέσπισης του ευρωπαϊκού νομισματικού συστήματος (ΕΝΣ), το οποίο βασίζεται στις σταθερές, αλλά προσαρμόσιμες, συναλλαγματικές ισοτιμίες και λειτουργεί σαν εξωτερικό αγκυροβόλιο (external anchor). Στον μηχανισμό συναλλαγματικών ισοτιμιών συμμετέχουν τα νομίσματα όλων των κρατών μελών με εξαίρεση το Ηνωμένο Βασίλειο. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες βασίζονται σε κεντρικές τιμές που καθορίζονται σε συνάρτηση με το ECU (European Currency Unit), που αντιπροσωπεύει τον μέσο σταθμικό των συμμετεχόντων νομισμάτων και οι διακυμάνσεις μεταξύ των νομισμάτων δεν μπορούν να υπερβούν το περιθώριο του 2,25 %.

Τον Ιούνιο του 1988, εξελίσσεται ο τρίτος και καθοριστικότερος γύρος πρωτοβουλιών αναφορικά με το ευρώ. Στην φάση αυτή, ο πρόεδρος Φρανσουά Μιτεράν και ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ έλαβαν την σκυτάλη από τους προκατόχους τους, για να θεσπίσουν οριστικά και αμετάκλητα το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Ξανά, την διέξοδο στα προβλήματα της ολοένα και λιγότερο ανταγωνιστικής γαλλικής οικονομίας ο σοσιαλιστής Μιτεράν την εντόπισε στην εγκατάσταση ενός ενιαίου νομίσματος. Από την άλλη, ο χριστιανοδημοκράτης Κολ, με τις ζώσες μνήμες από το «βεβαρυμμένο» ιστορικό της χώρας του, διακατεχόταν από το σύνδρομο του «καλού Ευρωπαίου», ο οποίος θεωρεί το κοινό νόμισμα εγγύηση για την ειρήνη. Στο πλαίσιο αυτό, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Αννόβερου σύστησε μια «επιτροπή για τη μελέτη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης», υπό την προεδρία του τότε προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ζακ Ντελόρ. Στην έκθεση, η οποία υποβλήθηκε τον Απρίλιο του 1989, προτείνεται να εξελιχθεί η υλοποίηση της ΟΝΕ σε τρία στάδια και υπογραμμίζεται μεταξύ άλλων η αναγκαιότητα για την καθιέρωση ενός νέου θεσμικού οργάνου, εντελώς ανεξάρτητου, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), στην οποία θα ανατεθεί η νομισματική πολιτική της Ένωσης. Με βάση την έκθεση Ντελόρ, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης, τον Ιούνιο του 1989, αποφάσισε την εφαρμογή του πρώτου σταδίου της ΟΝΕ: την πλήρη ελευθέρωση των κινήσεων κεφαλαίων από 1ης Ιουλίου 1990. Τον Δεκέμβριο του 1989, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Στρασβούργου ζήτησε τη σύγκληση διακυβερνητικής διάσκεψης προκειμένου να προσδιοριστούν οι τροποποιήσεις που πρέπει να επέλθουν στη Συνθήκη, ώστε να είναι δυνατή η υλοποίηση οικονομικής και νομισματικής ένωσης. Οι εργασίες αυτής της διακυβερνητικής διάσκεψης -που αφορούσε και στην πολιτική ένωση- κατέληξαν στη συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία εγκρίθηκε τυπικά από τους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων κατά το Συμβούλιο Κορυφής του Μάαστριχτ τον Δεκέμβριο του 1991.

Βασικό στοιχείο της Συνθήκης ήταν η περίφημη ρήτρα «μη διάσωσης» (no bail out) κάποιου κράτους μέλους από τα υπόλοιπα κράτη μέλη ή τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Η ρήτρα αυτή αγνόησε ουσιαστικά το ενδεχόμενο μιας σοβαρής κρίσης και άφησε τα κράτη μέλη εντελώς εκτεθειμένα και απροετοίμαστα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Επιπρόσθετα, η ρήτρα μη διάσωσης σηματοδότησε τον πολιτικό βολονταρισμό έναντι της πειθαρχίας των «αγορών». Οι Ευρωπαίοι υπέθεσαν δηλαδή οι κυβερνήσεις είναι απίθανο να αναγκαστούν από τις ίδιες τις αγορές να αναπροσαρμόσουν τις μακροοικονομικές πολιτικές τους, λόγω του αυστηρού πλαισίου δημοσιονομικής σταθερότητας (πληθωρισμός, χρέος, έλλειμμα) που θέσπισαν οι συνθήκες. Η ως άνω πολιτική απερισκεψία, σε συνδυασμό με την επικέντρωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας μόνο στην σταθερότητα των τιμών και όχι στην απασχόληση, οδήγησε στον ασφυκτικό θεσμικό περιορισμό της αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων. Τούτο συνεπάγεται αναπόδραστα κινδύνους για την μακροοικονομική σταθερότητα στην ευρωζώνη και για την ακεραιότητα της τελευταίας. Στο νέο λοιπόν ασφυκτικό πλαίσιο του Μάαστριχτ και των σταθερών ισοτιμιών, οι χώρες απώλεσαν το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης και τη διακριτική ευχέρεια στην χάραξη της δημοσιονομικής πολιτικής. Επιπλέον, η έμφαση στην σταθερότητα των τιμών είχε περαιτέρω επιπτώσεις για τα κράτη μέλη.  Για κάποιες οικονομίες το ύψος των επιτοκίων ήταν υψηλό ενώ για κάποιες άλλες χαμηλό. Η ιστορική ειρωνεία της ιδιότυπης αυτής ασυμμετρίας για μια νομισματική ένωση αφορά την ίδια την Γερμανία, που αποτέλεσε το πρώτο «θύμα» της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Τον Σεπτέμβριο του 2001, η Γερμανία έχοντας εισέλθει σε περίοδο ύφεσης, υποστήριξε την μείωση των επιτοκίων. Παράλληλα βέβαια, για χώρες όπως η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία, η ευρωζώνη, εκτός από περιορισμούς, αποτέλεσε και μια ευκαιρία για την εξομάλυνση των εγχώριων πολιτικών αδυναμιών. Παρά ταύτα, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, φάνηκε ότι το κοινό νόμισμα όχι μόνο δεν οδηγεί σε σύγκλιση αλλά απεναντίας, εντείνει την απόκλιση των εθνικών οικονομιών. Η απόκλιση αυτή βέβαια, όπως επίσης και η μείωση της ανταγωνιστικότητας οικονομιών που βασίζονταν στο εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης, αντισταθμίστηκε αφενός από το ευνοϊκό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον της «Μεγάλης Εξομάλυνσης» και αφετέρου από την μαζική μεταφορά κεφαλαίων εντός της ευρωζώνης, από τις χώρες του Βορρά σε αυτές του Νότου, όπως έχουμε αναλύσει σε προηγούμενο κείμενο (Tamim Bayoumi, Unfinished Business: The Unexplored Causes of the Financial Crisis and the Lessons Yet to be Learned). Η υιοθέτηση του ευρώ εξίσωσε ουσιαστικά τα επιτόκια δανεισμού των κρατών μελών και μείωσε τυπικά τον κίνδυνο φερεγγυότητας. Αυτό τροφοδότησε με την σειρά του ένα ισχυρό κύμα ανεξέλεγκτης και πολιτικά καθοδηγούμενης διόγκωσης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, εις βάρος όμως της ενίσχυσης της παραγωγικότητας. Το αποτέλεσμα ήταν, μεταξύ άλλων, η πολύ μικρή -ιδίως σε σύγκριση με τα προσδοκώμενα- επιρροή του ευρώ στην προώθηση του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών.

Β) …η ανάλογη -κακή- συνέχεια…

Και εάν στις «καλές» μέρες το κοινό νόμισμα ενέτεινε και τροφοδότησε τις προκυκλικές μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές ανισσοροπίες, ο θεσμικός περιορισμός της αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής των κυβερνήσεων, σε συνδυασμό με τις σταθεροποιητικές δημοσιονομικά πολιτικές (λιτότητα), αποτέλεσαν την χαριστική βολή για την σταθερότητα της ευρωζώνης κατά την διάρκεια της κρίσης. Κατά την περίοδο της κρίσης ιδιαίτερα, φάνηκε ότι η επιμονή στην δημοσιονομική λιτότητα αναστέλλει την ανάκαμψη των οικονομιών, ευνοεί την διεύρυνση των διακρατικών αποκλίσεων και υποκινεί τον κερματισμό των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων. Το δόγμα της σταθερότητας οδήγησε σε λανθασμένες εκτιμήσεις και επιλογές τις κυβερνήσεις και τα θεσμικά όργανα της Ε.Ε. Η στάση όμως της ΕΚΤ ήταν η πιο ενδεικτική του ανωτέρω κλίματος.

Γενικά, η χρηματοπιστωτική κρίση μετέβαλε τον ρόλο των κεντρικών τραπεζών, υπό την έννοια, ότι θα πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψιν, κατά την εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, όχι μόνο τις τιμές καταναλωτή, αλλά και τις ευρύτερες νομισματικές και πιστωτικές εξελίξεις. Κατά συνέπειαν, η ΕΚΤ ειδικότερα, ιδίως από το 2012 και μετά, εφάρμοσε μια πιο «αντισυμβατική» νομισματική πολιτική (“unconventional monetary policy”), η οποία περιλαμβάνει τρία εργαλεία: (i) την εκτεταμένη στήριξη της τραπεζικής ρευστότητας, (ii) τα χαμηλά ή ακόμα και αρνητικά επιτόκια καταθέσεων (των εμπορικών τραπεζών στην κεντρική τράπεζα) και (iii) τις αγορές μεγάλης κλίμακας περιουσιακών στοιχείων από τις δευτερογενείς αγορές.

Για να λάβει χώρα όμως η πιο αντισυμβατική νομισματική πολιτική, κύλησε πολύς χρόνος ατελέσφορων πρωτοβουλιών και μέτρων. Συγκεκριμένα, τον Απρίλιο και τον Ιούλιο του 2011, λόγω της «απότομης αύξησης της τιμής του πετρελαίου και άλλων βασικών προϊόντων και του συνακόλουθου αντίκτυπου που είχε η αύξηση στον πληθωρισμό», σύμφωνα με τον Τρισέ, η ΕΚΤ αύξησε το επιτόκιο από 1% σε 1,25%, για πρώτη φορά από το 2008. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο, το επιτόκιο πολιτικής αυξήθηκε περαιτέρω στο 1,5%, παρά την έξαρση της κρίσης χρέους και σε έντονη αντίθεση με τη στάση άλλων κεντρικών τραπεζών, όπως της Τράπεζας της Αγγλίας, που επέλεξε να αγνοήσει τον υψηλό πληθωρισμό και να αφήσει τα επιτόκια σε χαμηλά επίπεδα της τάξης του 0,5%. Συνολικά, η αρχική προσέγγιση της ΕΚΤ για την κρίση ήταν εντελώς λανθασμένη, διότι την ερμήνευσε σαν κρίση ρευστότητας και όχι φερεγγυότητας. Ως εκ τούτου, η έκτακτη και φτηνή ρευστότητα προς το χρηματοπιστωτικό σύστημα κατευθύνθηκε σε μαζικές αγορές κρατικών ομολόγων από τις τράπεζες. Ο φαύλος κύκλος μεταξύ δημοσίου και τραπεζικού χρέους ενδυναμώθηκε (bank-sovereign doom loop). Επομένως, τα εργαλεία που χρησιμοποίησε στο αρχικό στάδιο ήταν λιγότερο δραστικά και μη αποτελεσματικά.

Αποκορύφωμα και σημείο σταθμός της λανθασμένης στρατηγικής της Ευρώπης, συνολικά, ήταν η ξαφνική διμερής γαλλογερμανική διάσκεψη στην πόλη Ντοβίλ της Γαλλίας, τον Οκτώβριο του 2010. Στην συγκεκριμένη διάσκεψη, η Μέρκελ ζήτησε έναν μόνιμο μηχανισμό επίλυσης κρίσεων στην Ευρώπη «που θα περιλαμβάνει τις απαραίτητες ρυθμίσεις για την κατάλληλη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα», σε περίπτωση αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους μιας χώρας. Επίσης, η εμμονή στον ηθικό κίνδυνο οδήγησε τη γερμανική κυβέρνηση να υιοθετήσει μια στρατηγική που πρεσβεύει ότι όσο περισσότερο έδαφος παραχωρεί η Γερμανία στη νομισματική πολιτική, τόσο πιο αποφασιστική σημασία θα πρέπει να δίνεται στην αυστηρή δημοσιονομική πολιτική και στις διαρθρωτικές αλλαγές.

Με άλλα λόγια, η παραχώρηση της Μέρκελ για τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού διάσωσης, δηλαδή του ESM, που αντικατέστησε το EFSF, έγινε σε αντάλλαγμα της συμμετοχής των ιδιωτών πιστωτών σε ενδεχόμενη αναδιάρθρωση χρέους. Ταυτόχρονα, η Γερμανία εγκατέλειψε την ιδέα του εκ των προτέρων ελέγχου (ex ante control) των εθνικών προϋπολογισμών και των «αυτόματων» κυρώσεων σε χώρες που παραβιάζουν τους κανόνες για το δημόσιο χρέος και τα δημοσιονομικά ελλείμματα, επειδή η Γαλλία επέμεινε στη διατήρηση μεγαλύτερης ευελιξίας για τις κυβερνήσεις. Τελικά, κατέληξαν από κοινού στο λεγόμενο Ευρωπαϊκό Εξάμηνο (“European Semester”), που καθιερώνει τον συντονισμό των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών. Αυτό όμως το οποίο πρέπει να υπογραμμίσουμε είναι ότι μετά από τη δήλωση για τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, το αποτέλεσμα ήταν -τις επόμενες μέρες- μια απότομη άνοδος των ομολόγων της περιφέρειας. Γι’ αυτόν τον λόγο, η διάσκεψη της Ντοβίλ επικρίθηκε και από τον ίδιο τον πρόεδρο της ΕΚΤ Τρισέ και χαρακτηρίσθηκε ως η αντίστοιχη της Lehman στιγμή (“Lehman like moment”) για την Ευρώπη.

Βέβαια, στο θέμα αυτό οι απόψεις διίστανται. Για τον Τρισέ, μια τέτοια απόφαση ήταν πράγματι επικίνδυνη για την σταθερότητα του ευρώ, διότι αυτού του είδους οι πολιτικές αποφάσεις χρειάστηκαν πολύ χρόνο για να ωριμάσουν, ενώ οι αγορές αντέδρασαν πολύ πιο γρήγορα.  Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Τρισέ απηύθυνε τρία μηνύματα για τις κυβερνήσεις: Πρώτον, να ακυρώσουν την απόφαση της Ντοβίλ. Δεύτερον, να είναι έτοιμοι ώστε τα κεφάλαια για την διάσωση της ευρωζώνης να διοχετευτούν τάχιστα στις δευτερογενείς αγορές κρατικών ομολόγων. Τρίτον, να προστατεύσουν το ισολογισμό της ΕΚΤ από τυχόν δυσμενείς συνέπειες λόγω του «κουρέματος» του δημοσίου χρέους της Ελλάδας.

Από την άλλη πλευρά, ο Ασόκα Μόντι πάντως τάσσεται υπέρ της απόφασης της Ντοβίλ και ειδικότερα, υπέρ της οικονομικής λογικής που αυτή πρεσβεύει, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την λανθασμένη χρονική συγκυρία στην οποία ελήφθη μια τέτοιας σημασίας πολιτική απόφαση. Καταρχάς, υποστηρίζει -όπως και ένας άλλος οξυδερκής αναλυτής ο Άνταμ Τούζ (Tooze 2019)- ότι η συμφωνία της Ντοβίλ δεν προκάλεσε αφ’ εαυτής την ομοιόμορφη άνοδο των επιτοκίων των δεκαετών ομολόγων όλων των χωρών της περιφέρειας – εκτός της Ελλάδας. Συγκεκριμένα, ο Μόντι υποστηρίζει ότι η άνοδος των spreads των ομολόγων, έως το τέλος της πέμπτης ημέρας μετά την Ντοβίλ, ήταν μικρή, περίπου 40 μονάδες βάσης (0,4%). Μεγάλο μέρος της αύξησης οφείλεται στην Ελλάδα, όπου η άνοδος ήταν σχεδόν 150 μονάδες βάσης. Για την Ιρλανδία, η μέγιστη άνοδος των spreads ήταν 50 μονάδες βάσης. Αλλά είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι αυτή η αύξηση έλαβε χώρα την τρίτη ημέρα μετά την απόφαση Ντοβίλ. Μετά την τρίτη μέρα, η ασυνήθιστη άνοδος άρχισε να εξασθενεί. Ομοίως, η άνοδος των streads για την Πορτογαλία ήταν 45 μονάδες βάσης την τρίτη ημέρα μετά την Ντοβίλ. Ακολούθως, οι αποδόσεις των ομολόγων υποχώρησαν και πάλι. Η ασυνήθιστη κίνηση στα ισπανικά και τα ιταλικά ομόλογα ήταν ασήμαντη και εντός του εύρους της μεταβλητότητας που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες 20 ημέρες – πριν από την Ντοβίλ.

Για τον συγγραφέα, η Ντοβίλ ευλόγως αναγνώρισε ότι το χρέος μερικών χωρών είναι αδύνατον να εξυπηρετείται για πάντα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, σύμφωνα πάντοτε με τον Μόντι, η προσωρινή χαλάρωση εκ μέρους των ιδιωτικών πιστωτών δεν βοηθά. Αντίθετα, η μείωση του κόστους της αναδιάρθρωσης του χρέους μέσω συγκροτημένων μηχανισμών αναδιάρθρωσης είναι η σωστή πορεία προς τα εμπρός. Για τον λόγο αυτόν, ο Μόντι θεωρεί πως η απόφαση της Ντοβίλ ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα για την αποκατάσταση ενός αξιόπιστου καθεστώτος «χωρίς διάσωση», που είναι κρίσιμο για την αρχιτεκτονική της ευρωζώνης. Οποιαδήποτε κυβέρνηση, δηλαδή, θα πρέπει να έχει την δυνατότητα να προσφύγει στην ευρωπαϊκή οικονομική βοήθεια, αφού πρώτα έχει λάβει ελάφρυνση του χρέους από τους πιστωτές του ιδιωτικού τομέα.

Η δεύτερη φάση της κρίσης διήρκεσε από την κρίση χρέους των ετών 2011-2012 έως τα μέσα του 2014. Το ορόσημο αυτής της περιόδου ήταν η ανάληψη της προεδρίας της ΕΚΤ από τον Μάριο Ντράγκι (Νοέμβριος του 2011). Η αλλαγή αυτή επηρέασε σημαντικά τον ρόλο της ΕΚΤ. Η διαρθρωτική εξουσία της ΕΚΤ υπήρξε καθοριστική για την πορεία της ευρωζώνης, με σημείο καμπής την ιστορική ομιλία του Μάριο Ντράγκι, στις 26 Ιουλίου 2012, στο Λονδίνο. Η δήλωση του επικεφαλής της ΕΚΤ ότι «εντός της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό, τι χρειάζεται για τη διαφύλαξη του ευρώ. Και πιστέψτε με, θα είναι αρκετό» ήταν αρκετή, για να μειωθεί το κόστος χρηματοδότησης των χωρών της περιφέρειας που είχε αυξηθεί σε μη βιώσιμα επίπεδα. Επί προεδρίας Ντράγκι χρησιμοποιήθηκαν, ταυτόχρονα και σε βάθος, όλα τα «αντισυμβατικά» νομισματικά εργαλεία. Tα αρνητικά επιτόκια, η μαζική αγορά τραπεζικών περιουσιακών στοιχείων, η διευκόλυνση της ρευστότητας, η επέκταση (Νοέμβριος του 2011) της διάρκειας των νομισματικών πράξεων της ΕΚΤ στα τρία χρόνια και η περαιτέρω διεύρυνση των επιλεγμένων εξασφαλίσεων για τη χορήγηση ρευστότητας. Όσον αφορά τις τελευταίες, η ΕΚΤ εισήγαγε μέτρα προκειμένου να ενισχύσει τη θέση ρευστότητας των ευρωπαϊκών τραπεζών, με τις πράξεις τριετούς διάρκειας αναχρηματοδότησης (LTROs) που τέθηκαν σε εφαρμογή αρχικά τον Δεκέμβριο του 2011 και στη συνέχεια τον Φεβρουάριο του 2012. Ωστόσο, η παροχή ρευστότητας στις τράπεζες δεν ήταν αρκετή για να αντισταθμίσει το βασικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα, δηλαδή το στενό δεσμό μεταξύ τραπεζών και κυβερνήσεων, όπως ανέκυψε εκκωφαντικά με την απόφαση του Eurogroup, τον Ιούνιο του 2012, να δανείσει στην Ισπανία 100 δισεκατομμύρια για τις εγχώριες τράπεζες, μέσω του ESM. Έπειτα από αυτό το κρίσιμο γεγονός, ακολούθησε η ιστορική ομιλία του Draghi και μερικές εβδομάδες αργότερα, το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ ανακοίνωσε (στις 2 Αυγούστου 2012) την απόφαση για τις άμεσες νομισματικές συναλλαγές (OMTs) στη δευτερογενή αγορά κρατικών ομολόγων. Η συγκεκριμένη απόφαση, στην οποία αντιτάχθηκε μόνο ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, ο διοικητής της Bundesbank Βάιντμαν, είχε ως στόχο τον μετριασμό των ασφαλίστρων κινδύνου που σχετίζονταν με τους φόβους για διάλυση της ευρωζώνης, ενώ ένα μήνα πριν η ΕΚΤ είχε μειώσει το επιτόκιο καταθέσεων στο 0%, καθώς ο αποπληθωρισμός εντεινόταν. Ένα βασικό στοιχείο του προγράμματος OMT ήταν η σύνδεσή του με πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας/ Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (EFSF / ESM). Με την απόφαση αυτή, η ΕΚΤ ξεδίπλωσε τη μοναδική διαρθρωτική της ισχύ, επειδή το πρόγραμμα OMT είχε επιπτώσεις, παρά το ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην πράξη. Μόνο και μόνο η ανακοίνωσή του ενήργησε ως ισχυρός διακόπτης ενάντια στους αυτοτροφοδοτούμενους φόβους των αγορών για τα κρατικά ομόλογα και τελικά, όπως επισημάνθηκε χαρακτηριστικά, η αξιοπιστία και η δυνητική πυροσβεστική δύναμη της ΕΚΤ κατέστησαν το πρόγραμμα επιτυχές, χωρίς να ξοδευτεί ούτε ένα ευρώ. Η τρίτη φάση αρχίζει από τα μέσα του 2014. Κατά την περίοδο αυτή είναι σαφές ότι το momentum της οικονομικής ανάκαμψης έχει χαθεί. Έως τα τέλη του 2013 ο ετήσιος ρυθμός αύξησης των δανείων προς τον ιδιωτικό τομέα είχε συρρικνωθεί κατά περισσότερο από 2% και χωρίς μια αποφασιστική δράση από πλευράς νομισματικής πολιτικής, η ευρωζώνη δεν θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τον αποπληθωρισμό. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ χρησιμοποίησε, για πρώτη φορά, τα «μπαζούκας» της, δηλαδή όλα τα αντισυμβατικά «όπλα» ενάντια στον κίνδυνο της νομισματικής αστάθειας, που αυτή τη φορά δεν ήταν ο πληθωρισμός, αλλά ο αποπληθωρισμός. Ειδικότερα:

Κατ’ αρχάς, τον Ιούνιο του 2014, η ΕΚΤ έγινε η πρώτη μεγάλη Κεντρική Τράπεζα που μείωσε το επιτόκιο της αποδοχής καταθέσεων σε αρνητικά επίπεδα, της τάξης του -0,10%. Η απόφαση αυτή λήφθηκε προκειμένου να αποθαρρυνθεί η στάθμευση των αποθεματικών των τραπεζών, εκτός των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών και των κρατικών καταθέσεων, στο ευρωσύστημα. Κατά δεύτερον, μέσω των πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης (TLTROs), η ΕΚΤ προσπάθησε να τονώσει την παροχή δανείων στον ιδιωτικό τομέα. Η πρώτη σειρά TLTROs ανακοινώθηκε στις 5 Ιουνίου 2014 και η δεύτερη σειρά (TLTRO II) στις 10 Μαρτίου 2016. Συνολικά, οι πιστώσεις του προγράμματος ανήλθαν στα 761 δισεκατομμύρια ευρώ έως τα τέλη Μαρτίου του 2017. Τα TLTRO είχαν προκαθορισμένη στοχοθεσία, καθώς το ποσό που οι τράπεζες μπορούσαν να δανεισθούν από την ΕΚΤ, συνδέονταν με τα δάνειά τους προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, εκτός από τα δάνεια για ακίνητα. Καθώς η κρίση παρέμενε στην ευρωζώνη, ο πληθωρισμός υποχωρούσε σταθερά τόσο το 2013 όσο και το 2014, φθάνοντας σε αρνητική τιμή στα τέλη του 2014. Στο πλαίσιο αυτό, στις 22 Ιανουαρίου 2015, η ΕΚΤ πρόσθεσε στην νομισματική της πολιτική το πιο ισχυρό όπλο: την αγορά κρατικών ομολόγων (Quantitative Easing ή QE), προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι κίνδυνοι μιας παρατεταμένης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού. Έτσι, η ΕΚΤ έθεσε σε εφαρμογή ένα πρόγραμμα εξαγορών περιουσιακών στοιχείων, ώστε να συμπεριλάβει ομόλογα που εκδίδονται από κεντρικές κυβερνήσεις, οργανισμούς και ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα της ευρωζώνης (δημόσιος τομέας). Σύμφωνα με την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου, οι συνδυασμένες μηνιαίες αγορές QE ανέρχονταν μηνιαίως στα 60 δισεκατομμύρια ευρώ και θα διαρκούσαν, τουλάχιστον, έως τον Σεπτέμβριο του 2016 ή «μέχρι το Διοικητικό Συμβούλιο διακρίνει ότι επιτυγχάνεται, μεσοπρόθεσμα, η προσαρμογή του πληθωρισμού, δηλαδή κάτω από το 2% αλλά πολύ κοντά σε αυτό. Το σκεπτικό πίσω από το QE είναι ότι η ΕΚΤ θα αγοράσει αρχικά ομόλογα που εκδίδονται από τις εθνικές κυβερνήσεις, τους δημόσιους οργανισμούς και τα θεσμικά όργανα της ευρωζώνης στη δευτερογενή αγορά. Στη συνέχεια, τα ιδρύματα που πωλούν τα χρεόγραφα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα από την ΕΚΤ, για να αγοράσουν άλλα περιουσιακά στοιχεία και να επεκτείνουν την πίστωση στην οικονομία.

Παρά ταύτα, η πολιτική της ΕΚΤ κρίνεται γενικότερα ως μη αποδοτική, λόγω της καταστατικής της επικέντρωσης στην συγκράτηση του πληθωρισμού. Είναι ενδεικτικό, ότι έως τον Μάϊο του 2013 ο δομικός πληθωρισμός (core inflation) -το ύψος του πληθωρισμού εξαιρουμένων των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας- έφτανε στο 1%,, ενώ στις ΗΠΑ παρέμενε πάνω από 1,5% λόγω της πιο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι λοιπόν, η ΕΚΤ ήταν έτοιμη να παρέμβει για την αποτροπή της ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών, όταν όμως προέκυψε το φαινόμενο του αποπληθωρισμού η ΕΚΤ απέτυχε να αναλάβει δράση. Έτσι, παρά την μείωση των ονομαστικών επιτοκίων, τα πραγματικά επιτόκια, ιδίως της Ιταλίας και της Ισπανία, παρέμειναν σε υψηλό επίπεδο (3% – 4%) από τα τέλη του 2012. Αντιθέτως, στα τέλη του 2013, τα πραγματικά γερμανικά επιτόκια κυμαίνονταν μόλις στο 0,5%, ενώ της Γαλλίας στο 1,5%. Για μια ακόμα φορά επιβεβαιώθηκε δηλαδή ότι η ημιτελής και δομικώς πάσχουσα ευρωζώνη επιτείνει την προϋπάρχουσα απόκλιση μεταξύ των οικονομιών παρά επιτυγχάνει την σύγκλισή τους. Επιπροσθέτως, τα χαμηλά ονομαστικά επιτόκια, ήταν χαμηλά μόνο για τις κυβερνήσεις, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Για τις τράπεζες, τα χαμηλά ονομαστικά (και ιδίως τα πραγματικά) επιτόκια δανεισμού, σε συνδυασμό με τα αρνητικά επιτόκια καταθέσεων στην ΕΚΤ, συνεπάγονται υψηλότερο κόστος δανεισμού. Τούτο κλόνισε αναμφίλεκτα την κερδοφορία του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ενέτεινε την προκυκλικότητα στην οικονομία, λόγω της μείωσης της χορήγησης νέων δανείων.

Επομένως, η ειρωνεία έγκειται στο ότι αφενός μεν η ανεξαρτησία της ΕΚΤ της προσδίδει μεγαλύτερη αξιοπιστία, από την άλλη πλευρά όμως, η ανεξαρτησία αυτή υποκρύπτει ασύμβατα και ασυμβίβαστα μεταξύ τους εθνικά συμφέροντα τα οποία κρατούν την δράση της ΕΚΤ εκτός των πραγματικών οικονομικών αναγκών της ευρωζώνης και υποσκάπτουν τελικώς την γενικότερη αξιοπιστία της ευρωζώνης. Ακόμα και στην περίπτωση των προγραμμάτων QE, η ΕΚΤ άργησε πολύ σε σχέση με την ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ η οποία είχε αναλάβει παρόμοιες δράσεις ήδη από τα τέλη του 2010. Παράλληλα βέβαια, η απόκλιση ανάμεσα στα κράτη μέλη εντάθηκε, λόγω του ότι ο σχεδιασμός της ποσοτικής χαλάρωσης προέβλεπε  ότι οι ίδιες οι εθνικές κεντρικές τράπεζες -και όχι η ΕΚΤ- αγοράζουν τα κρατικά ομόλογα και κρατούν το 92% των αγορών αυτών στους ισολογισμούς τους. Το υπόλοιπο 8% βρίσκεται στον ισολογισμό της ΕΚΤ. Με αυτόν τον τρόπο, η ποσοτική χαλάρωση δεν διέσπειρε τον κίνδυνο αλλά σχεδιάστηκε για να προστατέψει την Γερμανία από ενδεχόμενες ζημίες.

Συνεπώς, για τον Μόντι, η ευρωζώνη δεν κατάφερε να μάθει το δίδαγμα από την κρίση στην Ιαπωνία, η οικονομία της οποίας εδώ και 25 χρόνια παλεύει με τη στασιμότητα. Στα τέλη της δεκαετίας του 1980 στην Ιαπωνία δημιουργήθηκε μια τεράστια φούσκα ακινήτων και χρηματιστηριακών μετοχών, η οποία ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο από την πολιτική χαμηλών επιτοκίων της κυβέρνησης. Από τότε που η κρίση έγινε αισθητή στην κοινωνία, η καταναλωτική διάθεση μειώθηκε δραματικά. Η οικονομική ανάκαμψη δεν επήλθε διότι η κυβέρνηση και η κεντρική τράπεζα δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν την μειωμένη ζήτηση. Αλλά και όταν η δημοσιονομική πολιτική μεταβλήθηκε άρδην, δεν υπήρξε σημαντικός αντίκτυπος στην πραγματική οικονομία, λόγω της αργοπορημένης αντίδρασης.

Γ) …και το δυσοίωνο μέλλον της ΟΝΕ 

Η εσφαλμένη ιδέα ότι η δημιουργία της ΟΝΕ θα οδηγούσε, εκ των υστέρων, στην δημιουργία ενός βέλτιστου νομισματικού χώρου, έβαλε ουσιαστικά το «κάρο» της οικονομίας μπροστά από το «άλογο» της πολιτικής ενοποίησης. Προκειμένου να επιτευχθεί η πολιτική ολοκλήρωση, έγινε η αρχή με τη νομισματική ένωση για μια ομάδα χωρών που δεν αποτελούσαν πολιτική ένωση και οι οποίες πληρούσαν μόνο μερικώς κάποια συγκεκριμένα οικονομικά κριτήρια. Ως εκ τούτου, απουσίαζαν οι ελάχιστες εκείνες προδιαγραφές για την εύρυθμη λειτουργία μιας νομισματικής ένωσης, που είναι η ύπαρξη ενός δανειστή ύστατης καταφυγής, ένα κοινό ασφαλές περιουσιακό στοιχείο (π.χ. ευρωομόλογο), μια ολοκληρωμένη τραπεζική και χρηματοπιστωτική αγορά, ένας ενιαίος προϋπολογισμός και φορολογία, καθώς επίσης και ένας κοινός μηχανισμός σταθεροποίησης.

Κατά την διάρκεια της κρίσης έπειτα, καταδείχθηκε ότι τα ισχυρότερα κράτη μέλη δεν ευνόησαν την ολοκλήρωση του στόχου της πολιτικής ενοποίησης. Η ΟΝΕ αντί να συμβάλει στην στενότερη ένωση των λαών της Ευρώπης και την ενίσχυση της θέσης της Ευρώπης στο παγκόσμιο σύστημα, συνέβαλε στην αναδιάταξη και την εμβάθυνση των διαιρέσεων μεταξύ των κρατών μελών της, αλλά και στην υπερχείλισή τους σε άλλες περιοχές πολιτικής, ιδίως στην πολιτική για την μετανάστευση. Τα ισχυρότερα κράτη επέβαλαν τον διακυβερνητισμό στην λήψη των αποφάσεων, παρά την (λεγόμενη και οργανωμένη υποκρισία) «επικοινωνιακώς χρήσιμη αλλά ουσιωδώς σχεδόν αμελητέα θεσμική ενδυνάμωση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, φροντίδι και προς όφελος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και εις βάρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής)», (Κουτσιαράς 2019). Για τους υπέρμαχους βέβαια της «περισσότερης Ευρώπης» το επιχείρημα κατά της μεγάλης μεταφοράς αρμοδιοτήτων στο όνομα του πολιτικού ρεαλισμού που χρησιμοποιείται από τους  πολιτικούς, μοιάζει συχνά με κυκλικό επιχείρημα: είναι πολιτικά αδύνατον, επειδή εμείς το κάναμε να είναι έτσι (Tsoukalis 2016).

Το σχέδιο που προτείνει ο Ασόκα Μόντι είναι διαφορετικό από την γερμανική επιδίωξη της δημιουργίας μιας ευρωζώνης που να περιλαμβάνει ταυτοχρόνως τους σταθεροποιητικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, την συμμετοχή των ιδιωτών στην αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους και την παράλληλη θέσπιση ενός μηχανισμού αναδιάρθρωσης χρέους (ένα ευρωπαϊκό Νομισματικό Ταμείο) – που θα ενεργοποιείται μόνο μετά την ανάληψη των ανάλογων ζημιών από τους ιδιώτες (Mayer 2012).

Ο Ασόκα Μόντι προτείνει την κατάργηση των περιοριστικών δημοσιονομικών κανόνων και των διοικητικών ελέγχων επί των δημοσιονομικών ζητημάτων από την Επιτροπή, όπως επίσης και την απόδοση του καθήκοντος της δημοσιονομικής σταθερότητας στην πειθαρχική λειτουργία των αγορών. Τούτο συνεπάγεται, επίσης, τον επαναπατρισμό αρμοδιοτήτων σε κρίσιμης σημασίας ζητήματα, όπως της αύξησης της παραγωγικότητας, της τεχνολογικής προσαρμογής και της μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Επομένως, για τον Μόντι πάντοτε, μόνο εάν το κάθε εθνικό κράτος κάνει μια τέτοια προσπάθεια θα λάβει χώρα ένας δημιουργικός αποκεντρωμένος ανταγωνισμός που θα προωθήσει καλύτερα ένα πιο φιλοευρωπαϊκό όραμα. Και ίσως να έχει βάση αυτό το επιχείρημα, αν αναλογιστεί κανείς τους φιλόδοξους -συλλογικούς- στόχους της στρατηγικής της Λισαβόνας για την αντιστροφή π.χ. της βιομηχανικής παρακμής και την επίτευξη του στόχου που προβλέπει ότι έως το 2020 το 20% του ΑΕΠ πρέπει να προέρχεται από μεταποιητικές δραστηριότητες. Τα φιλόδοξα σχέδια («Ευρώπη 2020»), με αναφορές σε επιμέρους τομείς, ιδίως στην έρευνα, την καινοτομία και την τεχνολογική μεταβολή, έμειναν κενό γράμμα, λόγω ακριβώς των δημοσιονομικών περιορισμών στις διαφορετικές εθνικές στρατηγικές. Η κρίση κατέδειξε ότι το εγχείρημα της ευρωζώνης απέτρεψε ουσιαστικά την επένδυση σε σύγχρονους τομείς της οικονομίας και οδήγησε στην μείωση της παραγωγικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών, σε σχέση μάλιστα με την αμερικανική οικονομία. Οι δομικές μεταρρυθμίσεις, όπως αυτές επιβλήθηκαν σε χώρες που βρέθηκαν είτε εντός είτε πολύ κοντά σε επίσημα προγράμματα στήριξης, προώθησαν βασικά την ευελιξία στην αγορά εργασίας και την μερική απασχόληση (π.χ o περιβόητος νόμος της κυβέρνησης Ματέο Ρέντσι στην Ιταλία “Jobs Act”), αποτρέποντας έτσι τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις στο ανθρώπινο δυναμικό που αποτελούν τον μόνο τρόπο αύξησης της παραγωγικότητας και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ευρώπης.

 

References

Κουτσιαράς Νίκος, «Ευρωεκλογές 2019: Η πρωτοκαθεδρία της εγχώριας πολιτικής», news247.gr, 27 Μαΐου 2019

Mayer Thomas (2012), Europe’s Unfinished Currency. The political Economics of the Euro, London and New York: Anthem Press

Tooze Adam, “A time of debt”, eurozine.com, 8 February 2019

Tsoukalis Loukas (2016), In Defence of Europe. Can the European project be saved? Oxford University Press, pp. 256

Share:

σχετικά άρθρα