Τα κοινωνικά μοντέλα περιλαμβάνουν τους θεσμούς που διαμεσολαβούν μεταξύ αυτών που προσφέρουν (εργαζόμενοι) και εκείνων που ζητούν εργασία (εργοδότες). Περαιτέρω, οι θεσμοί αυτοί διαμορφώνουν καθοριστικά τα συμφέροντα, τη δομική ισχύ και την ικανότητα διαπραγμάτευσης των δύο πλευρών. Όπως κάθε κοινωνικός θεσμός, τα κοινωνικά μοντέλα εξαρτώνται από τις πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές μεταβολές, ενώ η μετεξέλιξή τους κατευθύνεται από τον εκάστοτε συσχετισμό δύναμης μεταξύ της εργασίας και του κεφαλαίου. Ειδικότερα, οι θεσμοί που εμπίπτουν στο υποσύνολο της προσφοράς είναι βασικά το καθεστώς της νομοθετικής προστασίας της απασχόλησης, η κοινωνική πολιτική (ασφάλιση των εργαζομένων και προστασία των ανέργων) και ο πυλώνας της εκπαίδευσης και (επανα)κατάρτισης του εργατικού δυναμικού. Από την άλλη πλευρά, η ζήτηση για εργασία συνδέεται με θεσμούς που επηρεάζουν εκείνους που αγοράζουν εργατική δύναμη, και κατευθύνουν την χρήση της τόσο στον ιδιωτικό όσο και τον δημόσιο τομέα. Ως εκ τούτου, η καθοριστική συνιστώσα της ζήτησης είναι δίχως άλλο το είδος της μακροοικονομική πολιτικής που επιλέγουν οι κυβερνήσεις, διαμορφώνοντας έτσι, τις αντίστοιχες προσδοκίες, στο πεδίο της επένδυσης, κατανάλωσης και αποταμίευσης για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Παράλληλα, η τεχνολογική δυναμική, η δημογραφική μεταβολή, οι ραγδαίες αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο και η εξέλιξη του παγκόσμιου καταμερισμού των έργων αποτελούν επίσης, σημαντικές παραμέτρους της διακύμανσης της ζήτησης.
Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η νομοθετική προστασία της εργασίας, το είδος και η έκταση της θεσπισμένης συλλογικής διαπραγμάτευσης, η πρόβλεψη συμπληρωματικών μισθών (π.χ. κατώτατος μισθός) πέραν από αυτούς που καθορίζουν οι δυνάμεις της αγοράς, σε συνδυασμό με τους μηχανισμούς εκπαίδευσης και (επανα)κατάρτισης αποτελούν ουσιαστικά ένα βασικό πολιτικό διακύβευμα, επί του οποίου αναμετρώνται οι εργαζόμενοι και οι εργοδότες. Ο ρόλος του κράτους, στο πλαίσιο αυτό, κάθε άλλο παρά στατικός είναι. Οι κρατικές πολιτικές διαπερνώνται από την ασύμμετρη ένταση διαφόρων εγχώριων ή/και υπερεθνικών παραγόντων, γεγονός που εξηγεί και την άνιση πρόοδο της θεσμικής μεταρρύθμισης των αγορών εργασίας και των θεσμών κοινωνικής προστασίας μεταξύ θεματικών περιοχών και επιπέδων διαπραγμάτευσης.
Η επίδραση των διαφόρων κοινωνικών μοντέλων στην απασχόληση και τις ανισότητες αποτελεί αμφιλεγόμενο επιστημολογικό ζήτημα και ακόμα σημαντικότερα, μείζον πολιτικό επίδικο. Από την απάντηση στο βασικό ερώτημα -που τέθηκε την περίοδο του στασιμοπληθωρισμού στα μέσα της δεκαετίας του 1970- του κατά πόσον αναπτύσσεται απαραιτήτως ένας αντισταθμιστικός μηχανισμός ανάμεσα στην αύξηση της απασχόλησης και την μείωση των ανισοτήτων, εξαρτάται και η τελική διάγνωση των αιτιών της κρίσης των κοινωνικών μοντέλων, που καθορίζει σε τελευταία ανάλυση και την επιλογή των πολιτικών για την υπέρβασή της. Η απάντηση στο ερώτημα αυτό οργανώνεται grosso modo σε δύο άξονες. Ο πρώτος σχετίζεται με την πλευρά της προσφοράς. Τούτο συνεπάγεται ότι η αύξηση της απασχόλησης τείνει αναπόδραστα σε χαμηλότερα ποσοστά ανισοτήτων. Συνεπώς, κάθε κρατική παρέμβαση, που ενισχύει τα κοινωνικά μοντέλα και στοχεύει στην διεύρυνση της αρχής της ισότητας, έχει ως αποτέλεσμα την μείωση της αποδοτικότητας της αγοράς εργασίας και εν τέλει, την αύξηση της ανεργίας. Ο δεύτερος άξονας δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην πλευρά της ζήτησης. Ειδικότερα, επικεντρώνεται στον καταλυτικό ρόλο που διαδραματίζει η αλληλεπίδραση μεταξύ της διακύμανσης του επιπέδου της συνολικής ζήτησης και των ιδιαίτερων θεσμικών χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας (πλευρά της προσφοράς) κάθε χώρας. Βεβαίως, η αύξηση της συνολικής ζήτησης π.χ. μέσω μιας επεκτατικότερης δημοσιονομικής πολιτικής δεν αποτελεί condition sine qua non για την μείωση των ανισοτήτων εάν στην πλευρά της προσφοράς έχουν διαμορφωθεί θεσμικά χαρακτηριστικά, μέσω της γενικευμένης απορρύθμισης, που οξύνουν τις ανισότητες π.χ. κυριαρχία των θέσεων μερικής απασχόλησης. Εάν όμως, η αγορά εργασίας υιοθετεί μέτρα που μειώνουν την ένταση των ανισοτήτων, τότε αυτά θα δράσουν ως θετικός πολλαπλασιαστής των αποτελεσμάτων της αύξησης της συνολικής ζήτησης. Επίσης, και ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο αυξάνεται η συνολική ζήτηση είναι καθοριστικός τόσο για τον ρυθμό ανάπτυξης όσο και για την μείωση των ανισοτήτων. Συγκεκριμένα, όπως έχουν υποστηρίξει οι -διάσημοι πλέον- οικονομολόγοι Reinhart και Rogoff, η αύξηση του δημοσίου χρέους από ένα επίπεδο (90% του ΑΕΠ) και πάνω οδηγεί σε συρρίκνωση του τελικού προϊόντος μιας οικονομίας, ενώ η υπέρμετρη επέκταση του ιδιωτικού χρέους διευρύνει σημαντικά τις εισοδηματικές και περιουσιοκρατικές ανισότητες.
Γενικότερα δε, παρά την εύλογη υπόθεση ότι η θεσμική μεταρρύθμιση του κοινωνικού κράτους και των αγορών εργασίας έχει θετική επίδραση στην μακροοικονομική πολιτική σταθεροποίησης, εκείνο που αποσιωπάται είναι η αντίστροφη σχέση, δηλαδή, η επίδραση της μακροοικονομικής πολικτής στην θεσμική μεταρρύθμιση (Κουτσιαράς 2012). Σε αυτό ακριβώς το κομβικό σημείο έρχονται να ρίξουν φως οι αναλύσεις των συγγραφέων του συλλογικού τόμου, επικεντρώνοντας την ανάλυσή τους στην έκταση της επιρροής των -σε επίπεδο ευρωζώνης- «πολιτικών λιτότητας» στα διαφορετικά κοινωνικά μοντέλα των κρατών μελών και κατά πόσον τελικά, η συγκεκριμένη επιρροή μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα μια ιδιότυπη θεσμική σύγκλισή τους προς τα κάτω.
Α) Η αρχική απόκλιση και τα σημεία σύγκλισης των ευρωπαϊκών κοινωνικών μοντέλων
Παρά τις παγιωμένες ταξινομικές προσεγγίσεις (βλέπε για παράδειγμα τις κλασικές τυποποιήσεις, μεταξύ άλλων, των Kohl, Andersen, Ferrera) και την εξαιρετικά διαδεδομένη έννοια του «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Μοντέλου», ως ενός ενιαίου μοντέλου οργάνωσης της αγοράς εργασίας και συγκρότησης του κράτους πρόνοιας για όλα τα κράτη μέλη, είναι δεδομένο ότι μεταξύ των επιμέρους κοινωνικών μοντέλων εντοπίζονται ιδιαιτερότητες και διαφορετικά χαρακτηριστικά. Το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Μοντέλο, γενικά, περιλαμβάνει τρία βασικά χαρακτηριστικά α) την ύπαρξη σημαντικών προστατευτικών μέτρων υπέρ των εργαζομένων, β) την αντιπροσώπευση των εργατών στα κέντρα λήψης των αποφάσεων και γ) τις τριμερείς συλλογικές διαπραγματεύσεις. Βεβαίως, όπως θα αναλύσουμε παρακάτω, τα χαρακτηριστικά αυτά δεν απαντώνται ομοιόμορφα σε όλες τις χώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων διατηρούν αρκετά διακριτά χαρακτηριστικά. Ο κοινός, όμως, παρανομαστής μπορεί να εντοπιστεί στα υψηλά επίπεδα κοινωνικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών που είναι υψηλότερα από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, το 2009, ο μέσος όρος της κοινωνικής δαπάνης στην Ευρώπη των 21 ήταν 25,4%, σε σχέση με το 22,1% που ήταν ο μέσος όρος των κρατών του ΟΟΣΑ.
Συγκεκριμένα, οι ιδιοτυπίες των εθνικών κοινωνικών μοντέλων προκύπτουν από τον τρόπο με τον οποίο κάθε εθνική οικονομία και πολιτικό σύστημα αντιμετωπίζουν το λεγόμενο «τρίλημμα των οικονομιών των υπηρεσιών» (service economy trilemma). Τη σχέση δηλαδή μεταξύ της δημοσιονομικής περιστολής, της εισοδηματικής ισότητας και της αύξησης της απασχόλησης. Ενώ είναι δυνατόν να επιδιώξουμε ταυτόχρονα δύο από αυτούς τους στόχους, μέχρι στιγμής αποδείχθηκε αδύνατο να επιτευχθούν και οι τρεις. Η αύξηση της απασχόλησης στο πεδίο των ιδιωτικών υπηρεσιών μπορεί να επιτευχθεί μόνο με κόστος την μισθολογική ανισότητα. Επομένως, εάν η ισότητα των μισθών αποτελεί προτεραιότητα, η αύξηση της απασχόλησης συνολικά μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω της απασχόλησης στον τομέα των δημόσιων υπηρεσιών με κόστος είτε υψηλότερους φορολογικούς συντελεστές είτε αύξηση του δανεισμού (και οι δύο συνεπάγονται την ασυμβατότητα της δημοσιονομικής περιστολής). Οι παραπάνω γενικές παρατηρήσεις προσαρμόζονται στα επιμέρους κοινωνικά μοντέλα ως εξής:
Το κοινωνικό μοντέλο των χωρών της ηπειρωτικής Ευρώπης δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ενιαίο. Οι αποκλίνουσες πορείες της Γερμανίας και της Γαλλίας το καταδεικνύουν. Συγκεκριμένα, το γερμανικό κοινωνικό μοντέλο υπέστη τεράστια μεταβολή τα τελευταία τριάντα χρόνια. Η επανένωση της Γερμανίας, η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και η εργατική μετανάστευση από τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ προς την Γερμανία, όπως επίσης και η θέσπιση της ΟΝΕ, αποτέλεσαν παράγοντες εξαιρετικά κρίσιμης σημασίας για την εξέλιξη και μεταλλαγή της γερμανικής αγοράς εργασίας και του κράτους πρόνοιας. Ειδικότερα, ο εξαγωγικός (ανα)προσανατολισμός της επανενωμένης πλέον γερμανικής οικονομίας, σε συνδυασμό με τον εντεινόμενο -χαμηλού εργατικού κόστους- ανταγωνισμό από την Ασία είχαν ως αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των εθνικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. Ως εκ τούτου, η αύξηση της επιρροής των εργοδοτικών οργανώσεων βασίστηκε στην εύκολη πρόσβαση των επιχειρήσεων στο φθηνό εργατικό δυναμικό των χωρών της ανατολικής Ευρώπης. Η αποκορύφωση των μεταρρυθμιστικών δράσεων υπέρ της μεγαλύτερης ευελιξίας στην αγορά εργασίας και της αύξησης της προσφοράς εργασίας συντελέστηκε με την μεταρρύθμιση Χαρτζ (Hartz), που αποκαλείται έτσι από το όνομα του συμβούλου του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Σρέντερ και επικεφαλής της σχετικής επιτροπής Πέτερ Χαρτζ. Η μεταρρύθμιση αυτή εντάχθηκε στην «Ατζέντα 2010» την οποία υιοθέτησε ο Σρέντερ το 2003, με στόχο το 2010 να έχει αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, που έως τότε χαρακτηριζόταν ως ο «μεγάλος ασθενής» της Ε.Ε. Στο πλαίσιο αυτό, έλαβε χώρα μια γενικευμένη απορρύθμιση της προστασίας της απασχόλησης και επεκτάθηκαν οι θέσεις εργασίας μερικής απασχόλησης. Είναι ενδεικτικό ότι έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000, μια επιχείρηση μπορούσε να προσλάβει εργαζομένους μερικής απασχόλησης μόνο για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια. Ενώ τη δεκαετία του 1970, η διάρκεια αυτή εκτεινόταν στους τρεις μήνες, οι κυβερνήσεις του χριστιανοδημοκράτη καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ στη συνέχεια την επέκτειναν διαδοχικά σε 6, 9 και 12 μήνες. Τελικά, η κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Σρέντερ αφού αρχικά διπλασίασε το χρονικό διάστημα, στο τέλος το κατήργησε εντελώς. Με αυτόν τον τρόπο, επεκτάθηκαν οι άτυπες μορφές εργασίας όσο και ο δυαδισμός. Παράλληλα, περιορίστηκε και αυστηροποιήθηκε η πρόσβαση στα επιδόματα ανεργίας, με σκοπό την αποκατάσταση των οικονομικών κινήτρων για εργασία. Παρά ταύτα, το «γερμανικό θαύμα» -που ακολούθησε και έγινε παράδειγμα προς μίμηση για τα υπόλοιπα κράτη μέλη- δεν ήταν και τόσο «πραγματικό». Οι αποδόσεις της γερμανικής οικονομίας έως το 2007 ήταν εξαιρετικά φτωχές. Η ανάπτυξη του ΑΕΠ για την περίοδο 1993-2007 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο ετησίως στο 1,5%, κάτω από τον ευρωπαϊκό αντίστοιχο μέσο όρο (2,1%). Επιπλέον, η ανεργία, παρά τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις των θιασωτών της πλευράς της προσφοράς και παρά την γενικευμένη απορρύθμιση, αυξανόταν συνεχώς έως το 2006-7. Συνεπώς, ο χαμηλός ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ και η υψηλή ανεργία, σε συνδυασμό με το ότι η πραγματική ανάπτυξη ήταν χαμηλότερη σε σύγκριση με τον ρυθμό της παραγωγικότητας έως το 2005, καταδεικνύουν ότι η έμφαση στην πλευρά της προσφοράς ήταν σκανδαλωδώς προβληματική σε επίπεδο αποτελεσμάτων, αν και εξαιρετικά δημοφιλής σε πολιτικό επίπεδο. Άρα, είναι λάθος να εξηγηθούν οι ισχυρές γερμανικές επιδόσεις της τελευταίας δεκαετίας από την εργασιακή μεταρρύθμιση της «Ατζέντας 2010». Στην πραγματικότητα, η Γερμανία ωφελήθηκε σε τεράστιο βαθμό από την ζήτηση των αναδυόμενων αγορών, λόγω του εξαγωγικού χαρακτήρα της οικονομίας της, σε συνδυασμό βέβαια με τον χαμηλό πληθωρισμό και τις περιοριστικές μακροοικονομικές πολιτικές που επεδίωξε και επέβαλε σε επίπεδο ευρωζώνης.
Η Γαλλία, από την άλλη πλευρά, δεν απέδωσε ποτέ αντίστοιχη έμφαση στην πλευρά της προσφοράς. Για του λόγου το ασφαλές, οι κοινωνικές δαπάνες το 2011 αντιστοιχούσαν στο 56% του ΑΕΠ. Το κοινωνικό της μοντέλο χαρακτηρίζεται αφενός μεν από κρατισμό σε επίπεδο ρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, αφετέρου δε από κορπορατιστικό συναινετισμό (μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων) σε επίπεδο κράτους πρόνοιας, όπου κυριαρχεί το διανεμητικό σύστημα και οι καθολικού τύπου παροχές. Ο κρατισμός σε επίπεδο αγοράς εργασίας συνεπάγεται αυξημένη κρατική ρύθμιση, μεταξύ άλλων, στους τομείς της προστασίας της εργασίας, των δικαιωμάτων των εργαζομένων και των ενώσεών τους, στους τύπους των εργασιακών συμβάσεων, στην θέσπιση ενός -σχετικά υψηλού- κατώτατου μισθού και στην επέκταση της ισχύος των εργατικών συμβάσεων. Σε επίπεδο κράτους πρόνοιας, ο ρόλος των εργατικών συνδικάτων -παρά την χαμηλή συνδικαλιστική συμμετοχή των Γάλλων που αγγίζει μόλις το 10% (2018)- είναι ενισχυμένος λόγω της συνδιαχείρισης –με τις εργοδοτικές οργανώσεις- κρίσιμων θεσμών, όπως τα ασφαλιστικά ταμεία. Τα παραπάνω δεν σημαίνουν βέβαια ότι δεν έλαβαν χώρα -ήπιες- μεταρρυθμίσεις, με στόχο την μείωση της ακαμψίας της αγοράς εργασίας και τον εξορθολογισμό των κοινωνικών δαπανών. Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990, η κεντροδεξιά κυβέρνηση του Ζακ Σιράκ περιόρισε τον μηχανισμό της πρόωρης συνταξιοδότησης, ενώ άρχισε τις προσπάθειες για μείωση των ωρών απασχόλησης ώστε να δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινήθηκε και η κεντροαριστερή κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν, που μείωσε τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας (Aubry Laws, 1997 και 2000) από 39, υποχρεωτικά, σε 35. Η εφαρμογή αυτών των διατάξεων αφέθηκε σε αποκεντρωμένο επίπεδο διαπραγμάτευσης, δίνοντας έτσι την δυνατότητα ατομικά στις επιχειρήσεις να το προσαρμόζουν ανάλογα με τις ανάγκες τους και την πορεία του οικονομικού κύκλου. Το αποτέλεσμα αυτών των μεταρρυθμίσεων ήταν η συνολική μείωση των ωρών εργασίας. Το 2009 ήταν 20% λιγότερες σε σχέση με τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ και την Ιαπωνία. Με αυτόν τον τρόπο, δημιουργήθηκαν επίσης νέες θέσεις -επισφαλούς ως επί το πλείστον- απασχόλησης. Επιπλέον, το 2007, η κεντροδεξιά κυβέρνηση Σαρκοζί μείωσε περαιτέρω την προστασία της απασχόλησης, μέσω της απελευθέρωσης των απολύσεων, ενώ επέκτεινε το δικαίωμα των εργοδοτών στη χρήση των προσωρινών συμβάσεων απασχόλησης.
Ένα ακόμα κοινωνικό μοντέλο είναι αυτό του Ηνωμένου Βασιλείου, που είναι οργανωμένο κατά τρόπο αρκετά διαφορετικό από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά. Περιέχει αρκετά στοιχεία νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, τα οποία αποδυναμώνουν την ισχύ των δυνάμεων της εργασίας και οδηγούν σε υψηλότερες ανισότητες. Η νεοφιλελεύθερη «επανάσταση» ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980 υπό την ηγεσία της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η συντηρητική ηγέτιδα επεδίωξε να καταργήσει τους κορπορατιστικούς θεσμούς στους οποίους τα εργατικά συνδικάτα διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο στην λήψη των αποφάσεων, ενώ ήλθε σε σύγκρουση το 1984-85 με το τότε πανίσχυρο συνδικάτο των μεταλλωρύχων. Σε συνδυασμό μάλιστα με τις συσταλτικές μακροοικονομικές πολιτικές και το γενικευμένο σχέδιο μείωσης της κρατικής παρέμβασης, οι Συντηρητικοί επέτυχαν τελικά να αποδυναμώσουν την ισχύ των συνδικάτων. Ενδεικτικό είναι εξάλλου, ότι ενώ το 1979 πάνω από 13 εκατομμύρια εργαζόμενοι συμμετείχαν στις εργατικές ενώσεις, το 1997 ο αριθμός τους μειώθηκε στα 8 εκατομμύρια. Στον τομέα του κράτους πρόνοιας, παρά την διατήρηση του εθνικού συστήματος υγείας, η κυβέρνηση Θάτσερ περιόρισε τον αριθμό των δικαιούχων για επιδόματα ανεργίας, φτώχειας και εισοδηματικής ανισότητας. Το αποτέλεσμα ήταν η δραματική αύξηση των ανισοτήτων. Την έλευση στην κυβέρνηση των Εργατικών, υπό τον Τόνι Μπλερ, το 1997, ακολούθησαν δύο ακόμα νικηφόρες εκλογικές αναμετρήσεις (το 2001 και το 2007). Η χάραξη του «Τρίτου Δρόμου» και η στροφή στην μεσαία τάξη είχαν όμως ως συνέπεια την απομάκρυνση από τις παραδοσιακές κεϋνσιανές παρακαταθήκες του Εργατικού Κόμματος. Ο «Τρίτος Δρόμος» βέβαια, ως κοινωνικό μοντέλο, δεν ήταν ούτε αμιγώς νεοφιλελεύθερο ούτε αντίστοιχο με αυτό των ηπειρωτικών ή των σκανδιναβικών χωρών. Ενώ από την μια πλευρά, οι Εργατικοί δεν υιοθέτησαν αντίστοιχους με τις ηπειρωτικές χώρες κορπορατιστικούς μηχανισμούς εκτεταμένης συμμετοχής των συνδικάτων σε ζητήματα κοινωνικού κράτους, από την άλλη πλευρά, ο «Τρίτος Δρόμος» δεν συνεπαγόταν πλήρη προσχώρηση στον νεοφιλελευθερισμό, όπως διαδεδομένα αναπαράγεται. Η διάδοση αυτής της άποψης ίσως οφείλεται και στο ότι η κυβέρνηση Μπλερ θέσπισε την ανεξαρτησία της κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, στις 6 Μαΐου 1997, γεγονός που σηματοδότησε την στροφή σε πιο περιοριστικές μακροοικονομικές πολιτικές, με σκοπό την εμπέδωση της καλής φήμης της βρετανικής οικονομίας στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Μολαταύτα, όπως υπογραμμίζουν οι συγγραφείς, η εισαγωγή μέτρων υπέρ της αγοράς από τους Εργατικούς ήταν περισσότερο σε επίπεδο ρητορείας παρά εφαρμοσμένης πολιτικής. Είναι εντελώς πειστικό άλλωστε το ότι ενώ το 1997, σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, οι δαπάνες υγείας κυμαίνονταν στο 6,6% του ΑΕΠ, μέχρι το 2009 είχαν αγγίξει το 9,8%, που ήταν υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παράλληλα βέβαια, εφαρμόσθηκαν και πολιτικές με έντονη την συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα, όπως για παράδειγμα τα προγράμματα ιδιωτικής χρηματοδότησης (Private Finance Initiative) για την κατασκευή νοσοκομείων. Αλλά και πάλι, παρά τις διακηρύξεις του ίδιου του Μπλερ περί μείωσης των δημοσίων δαπανών, οι συνολικές δημόσιες δαπάνες –μεταξύ αυτών και εκείνες στον τομέα της παιδείας-, ως ποσοστό του ΑΕΠ, αυξήθηκαν από 36,9% το 2000-1 σε 41,1% το 2007-8. Η κυβέρνηση των Εργατικών έλαβε ακόμα μέτρα στήριξης και για διάφορες ευαίσθητες κοινωνικές κατηγορίες -βλέπε οικογένειες-, όπως η πρωτοβουλία Working Families Tax Credit, μέσω της οποίας παρείχε συμπληρωματικές μεταβιβάσεις εισοδήματος σε χαμηλόμισθες οικογένειες. Η ενσωμάτωση επίσης της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Χάρτας το 1999, συνέβαλε στην εισαγωγή ενός κατώτατου μισθού, ο καθορισμός του οποίου γινόταν αποκεντρωμένα και όχι σε εθνικό επίπεδο, μέσω διμερών διαπραγματεύσεων. Αλλά και σε επίπεδο εργατικής νομοθεσίας, η πρώτη κυβέρνηση Μπλερ, εισήγαγε το 1999 ένα νέο καθεστώς προστασίας της απασχόλησης (Employment Rights Act) που αύξανε την προστασία των εργαζομένων σε περίπτωση άδικης απόλυσης, χωρίς ωστόσο να ενισχύεται με κάποιον τρόπο η θέση των συνδικάτων στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων -π.χ. θέσπιση τριμερών διαπραγματεύσεων. Τέλος, η κυβέρνηση Μπλερ έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της επιμόρφωσης και κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, μέσω της επέκτασης των σχετικών επιδομάτων. Όλα τα παραπάνω οδήγησαν την βρετανική οικονομία σε μια μακρά περίοδο οικονομικής ανάπτυξης. Μεταξύ 1999 και 2007, η εθνική οικονομία «έτρεχε» με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξη 3,3% κατά μέσο όρο. Η απασχόληση το 2008 είχε φτάσει στο 75%, συγκριτικά υψηλότερα από χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Σημαντικός παράγοντας για την αύξηση των θέσεων εργασίας ήταν ο δημόσιος τομέας, ο οποίος άμεσα ή έμμεσα επηρέασε την δημιουργία 1,3 εκατομμυρίου καινούριων θέσεων εργασίας μεταξύ 2000 και 2009. Όμως, ο αντίκτυπος των παραπάνω μέτρων ήταν μικρός σε σχέση με τον περιορισμό των ανισοτήτων, παρά το ότι τα ποσοστά ανισότητας κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τους Εργατικούς δεν αυξήθηκαν, όπως συνέβαινε διαρκώς κατά την περίοδο διακυβέρνησης από τους Συντηρητικούς. Συγκεκριμένα, το ποσοστό φτώχειας από 25,3% το 1996 μειώθηκε ελαφρώς το 2007 στο 22,5%. Η παιδική φτώχεια επίσης μειώθηκε, για την ίδια περίοδο, από 26% σε 20%. Το Ηνωμένο Βασίλειο όμως εξακολουθούσε να παραμένει μια από τις πιο άνισες οικονομίες και κοινωνίες παγκοσμίως. Ο χαμηλός κατώτατος μισθός περιόρισε τις εισοδηματικές ανισότητες μόνο μεταξύ των χαμηλόμισθων. Η χρηματιστικοποίηση της βρετανικής οικονομίας από την άλλη, αύξησε κατακόρυφα τα εισοδήματα των ανώτερων εισοδηματικών τάξεων. Είναι ενδεικτικό άλλωστε, ότι ενώ το 2002 ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιστοιχούσε στο 5% του ΑΕΠ, το 2008 είχε αγγίξει το 7%, με τον ρυθμό αύξησής του να είναι διπλάσιος από εκείνον του ΑΕΠ.
Τα κοινωνικά μοντέλα των χωρών της νότιας Ευρώπης που αναλύονται στον παρόντα συλλογικό τόμο είναι αυτά της Ιταλίας και της Ισπανίας. Κατ’ αρχήν υπάρχουν κάποια κοινά γενικά χαρακτηριστικά μεταξύ τους, όπως είναι η στρεβλή κατανομή και μη αποδοτική αξιοποίηση των κοινωνικών δαπανών, η σχετικά υψηλή ανεργία, ο κατακερματισμός της αγοράς εργασίας και μια αυτοτροφοδοτούμενη πολιτική δυναμική που ενισχύει τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μειώνοντας έτσι την ανταγωνιστικότητα. Επίσης παρατηρείται σχετικά χαμηλή παροχή επιδομάτων ανεργίας και στήριξης του εισοδήματος του εργατικού δυναμικού, γεγονός που επιφέρει τον έντονο δυαδισμό (dualization) μεταξύ των εργαζομένων σε επισφαλείς και σε εκείνους που εμπίπτουν σε περισσότερο προστατευμένες μορφές απασχόλησης. Ο δυαδισμός εντάθηκε και στις δύο χώρες κατά τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν η εισαγωγή του ευρώ δημιούργησε συνθήκες αναπτυξιακής στασιμότητας, λόγω της απεμπόλησης του εργαλείου της νομισματικής υποτίμησης. Τότε, λοιπόν, θεσπίσθηκαν μια σειρά νομοθετημάτων που επέκτειναν τις επισφαλείς και μερικής απασχόλησης θέσεις εργασίας, ενώ κατέστησαν ευκολότερη την απόλυση για τους νεοεισερχόμενους. Εντούτοις, μια κρίσιμη διαφορά μεταξύ των δύο χωρών εντοπίζεται στη δυνατότητα των κυβερνήσεων να οργανώνουν τον κοινωνικό διάλογο και να συνάπτουν συμβάσεις, σχετικά με τις συλλογικές διαπραγματεύσεις των μισθών αλλά και των συντάξεων. Ειδικότερα, στην Ιταλία, η σύναψη εθνικών συλλογικών συμβάσεων ευνοήθηκε από την μεγαλύτερη συμμετοχή των εργαζομένων στα εργατικά συνδικαλιστικά όργανα -παρά τις έντονες διαιρετικές τομές μεταξύ τους-, όπως επίσης και από το ότι στην Ιταλία το ποσοστό των εργαζομένων με μορφή επισφαλούς εργασίας είναι χαμηλότερο από αυτό της Ισπανίας. Τούτο συνεπάγεται ότι οι Ιταλοί εργαζόμενοι καλύπτονται πιο αποτελεσματικά από τις συνδικαλιστικές τους οργανώσεις. Συνεπώς, η διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων στην Ιταλία τους επέτρεψε να συνάπτουν συμβάσεις καθορισμού των μισθών σε εθνικό και κλαδικό επίπεδο, οι οποίες προσαρμόζονται στην συνέχεια ανάλογα με τον ρυθμό παραγωγικότητας σε κάθε κλάδο ή/ και επιχείρηση. Στην Ισπανία αντίθετα, παρά το ότι από το 2001 και έπειτα, άρχισαν να επιτυγχάνονται αντίστοιχες συμφωνίες σε εθνικό επίπεδο, το εύρος κάλυψης των εργαζομένων από αυτές παρέμενε χαμηλό. Μεταξύ 2001 και 2006, οι εθνικές-κλαδικές συμβάσεις αύξησαν το ποσοστό κάλυψης των εργαζομένων από 10% σε 25%, όμως το 53% εξακολουθούσε να υπόκειται στην ισχύ περιφερειακών κλαδικών συμβάσεων. Αυτό επέτρεψε τον περαιτέρω κατακερματισμό και την ετερογένεια στις αμοιβές ανάλογα με τις περιφέρειες. Στην Ιταλία μάλιστα, παρά την απουσία θεσπισμένου κατώτατου μισθού, η μισθολογική απόκλιση μεταξύ των εργαζομένων σε διαφορετικούς κλάδους, περιορίσθηκε και από την διαπραγματευτική ισχύ των εργατικών οργανώσεων, μέσω της οποίας στις εθνικές συλλογικές συμβάσεις καθοριζόταν πάντα μια ισοδύναμη με τον κατώτατο μισθό αμοιβή για όλους τους εργαζομένους, που ποίκιλε ανάλογα με τον κλάδο και την ειδίκευση, αλλά όχι ανάλογα με το μέγεθός της επιχείρησης και την περιφέρεια στην οποία βρισκόταν η επιχείρηση.
Το σκανδιναβικό κοινωνικό μοντέλο από την άλλη πλευρά, ήταν αυτό που επέτυχε την χρυσή τομή μεταξύ αποδοτικότητας και ισότητας. Συνολικά, η Δανία, η Σουηδία, η Φινλανδία και η Νορβηγία -παρά τις επιμέρους διαφορές- υιοθέτησαν μια ενεργή μακροοικονομική πολιτική με έμφαση στη ζήτηση κατά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Μέσω της αυξημένης φορολογίας κατάφεραν να διατηρήσουν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό, σε όρους κόστους και δικαιοσύνης, κράτος πρόνοιας το οποίο πλαισιώνεται από μια καλά ρυθμισμένη αγορά εργασίας. Παρά το ότι οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν ελαφρώς κατά την δεκαετία του 2000, λόγω της αύξησης στις αποδόσεις του εισοδήματος που προέρχεται από τα κέρδη του κεφαλαίου -ειδικά στην Δανία όπου υπήρξε μια σημαντική απελευθέρωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος- και της μαζικής μετανάστευσης προς τις χώρες αυτές, η προσαρμογή των σκανδιναβικών χωρών ήταν αποτέλεσμα επαυξητικών -και όχι ριζικών- μεταρρυθμίσεων που καταδεικνύουν την θεσμικά κατοχυρωμένη ισορροπία δυνάμεων μεταξύ της εργοδοσίας και των εργαζομένων. Πολλές από τις αλλαγές που βίωσαν οι σκανδιναβικές οικονομίες και κοινωνίες την δεκαετία του 1990, δηλαδή η συγκράτηση της μισθολογικής αύξησης και ο χαμηλός πληθωρισμός, πλαισιώθηκαν από πολιτικές επένδυσης στην εκπαίδευση και την κατάρτιση του εργατικού δυναμικού. Ενώ η δεκαετία του 1990 συνέπεσε με την κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας, στην επόμενη δεκαετία η κεντροδεξιά πήρε το πάνω χέρι. Δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην μείωση της φορολογίας, στην αυστηροποίηση της πρόσβασης σε διάφορες κοινωνικές παροχές και στην παραχώρηση δημοσίων υπηρεσιών προς τους ιδιώτες. Παράλληλα, η αύξηση του εργατικού δυναμικού λόγω των μεταναστευτικών ροών, οδήγησε σε μεγαλύτερο δυαδισμό τις αγορές εργασίας. Συγκεκριμένα, οι πολιτικές οικονομικής επανεκκίνησης των σκανδιναβικών οικονομιών τη δεκαετία του 1990 ήταν αποτέλεσμα της υποτίμησης των εγχώριων νομισμάτων και της επιστροφής σε ένα πιο καλά οργανωμένο και κορπορατιστικό σύστημα διαμόρφωσης του ύψους του μισθού που βελτίωσε τελικά την παραγωγικότητα. Τούτο απέφερε αύξηση των εξαγωγών και με αυτόν τον τρόπο, η ζήτηση διατηρήθηκε σε υψηλά επίπεδα. Σε επίπεδο αγορά εργασίας, πραγματοποιήθηκαν μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς, μέσω των προγραμμάτων βελτίωσης των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού. Επιπλέον, έλαβαν χώρα εκτεταμένα προγράμματα για την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης, όπως επίσης θεσπίσθηκαν γενναιόδωρα συστήματα εισοδηματικής προστασίας. Με βάση τα προαναφερθέντα, οι εισοδηματικές ανισότητες μεταξύ των εργαζομένων σε θέσεις πλήρους απασχόλησης παρέμειναν έως το 2008 οι χαμηλότερες μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. Στα χαμηλότερα ευρωπαϊκά επίπεδα βρέθηκε το 2008 και η ανισότητα ανάμεσα στους εργαζομένους σε ασφαλείς και επισφαλείς θέσεις εργασίας. Το ίδιο συνέβη και στον τομέα των ανισοτήτων ως προς το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, παρά την αύξησή τους στην Νορβηγία ειδικά.
Η περίπτωση του ολλανδικού και του ελβετικού κοινωνικού μοντέλου συνθέτουν μια ιδιόμορφη περίπτωση που αμφισβητεί την υπόθεση ότι η αύξηση της απασχόλησης στις μεταβιομηχανικές οικονομίες μπορεί να επιτευχθεί είτε μέσω της επέκτασης του δημόσιου τομέα και της αύξησης της φορολογίας (βλέπε σκανδιναβικό μοντέλο) είτε μέσω της απορρύθμισης και της συρρίκνωσης του κρατικού παρεμβατισμού, ώστε να αναπτυχθεί ένας, χαμηλού κόστους, τομέας των υπηρεσιών (αγγλοσαξονικό μοντέλο), αυξάνοντας με αυτόν τον τρόπο τις εισοδηματικές ανισότητες. Συγκεκριμένα, η Ελβετία και η Ολλανδία έχουν υψηλό ποσοστό απασχόλησης και ο δημόσιος τομέας αντιπροσωπεύει γύρω στο 15% του συνολικού ποσοστού απασχόλησης σε σύγκριση με το 30% στην Σουηδία, την Δανία και την Νορβηγία. Παράλληλα, οι ανισότητες παραμένουν σε χαμηλότερο επίπεδο, όχι μόνο σε σύγκριση με τις αγγλοσαξονικές οικονομίες αλλά και με πολλές από τις ηπειρωτικές, παρά την ύπαρξη ενός περιορισμένου από άποψη δαπανών κράτους πρόνοιας και ήπιων αναδιανεμητικών μηχανισμών -ειδικά στην Ελβετία. Το κράτος πρόνοιας των δύο χωρών εμπεριέχει στοιχεία τόσο καθολικής κάλυψης (από το παραδοσιακό μοντέλο πρόνοιας τύπου Μπίσμαρκ) όσο και επιλεκτικών παροχών, ενώ ισχυρός είναι ο πυλώνας της ιδιωτικής ασφάλισης. Ως εκ τούτου, η ιδιωτική δαπάνη για κοινωνικές παροχές στην Ολλανδία και την Ελβετία ανέρχεται στο 6,7% και το 8% του ΑΕΠ αντίστοιχα για το 2009, ποσοστά που ήταν τα υψηλότερα μεταξύ των κρατών μελών του ΟΟΣΑ, μετά τις ΗΠΑ. Η επίτευξη της υψηλής απασχόλησης και των χαμηλών ανισοτήτων στις χώρες αυτές οφείλεται στην αποτελεσματική αλληλεπίδραση των πολιτικών που αφορούν τόσο στην πλευρά της προσφοράς όσο και σε εκείνην της ζήτησης. Συγκεκριμένα, ο φιλελεύθερος κορπορατισμός -από την μια υπάρχει συναινετικός καθορισμός των δημοσίων πολιτικών από το κράτος, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους, από την άλλη όμως η θέση των συνδικαλιστικών οργανώσεων είναι αδύναμη-, η παρατεταμένη σταθερότητα του μισθολογικού κόστους και η ευελιξία στην αγορά εργασίας (πλευρά της προσφοράς) συνδυάζονται αρμονικά με μια σειρά μέτρων που ενισχύουν την εγχώρια κατανάλωση, μέσω κυρίως φορολογικών κινήτρων και λόγω της μαζικής εισροής αλλοδαπού εργατικού δυναμικού (πλευρά της ζήτησης).
Β) Φταίνε τα κοινωνικά μοντέλα για την κρίση;
Έχοντας υπόψη τις ως άνω διασαφήσεις, οι συγγραφείς του παρόντος συλλογικού τόμου έρχονται να αμφισβητήσουν την εμπεδωμένη αντίληψη -σε ακαδημαϊκό και πολιτικό επίπεδο- περί ακαμψίας των ευρωπαϊκών κοινωνικών μοντέλων, η οποία μειώνει την αποδοτικότητα της αγοράς εργασίας και αυξάνει την ανεργία. Η επικέντρωση στις προβληματικές πτυχές της πλευράς της προσφοράς προκαλεί, σύμφωνα με την συμβατική αντίληψη, στρέβλωση στις αγορές εργασίας των κρατών μελών της Ε.Ε («Ευρω-σκλήρωση»), διότι το εργατικό κόστος παραμένει σταθερά σε υψηλά επίπεδα, χωρίς να υπόκειται στις διακυμάνσεις και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της πλευράς της ζήτησης. Στο πλαίσιο αυτό, η κριτική που ασκήθηκε στα ευρωπαϊκά κοινωνικά μοντέλα αφορά την ευθεία σύνδεσή τους με τις χαμηλές επιδόσεις στο πεδίο της απασχόλησης -συγκριτικά μάλιστα με τις ΗΠΑ- που εμφανίζει η Ε.Ε τόσο πριν όσο και μετά το 2007. Ως εκ τούτου, η υπέρβαση της κρίσης γενικά και η αύξηση της απασχόλησης ειδικότερα, συνδέθηκε σε πολιτικό επίπεδο με την ανάγκη «δομικών μεταρρυθμίσεων» της αγοράς εργασίας και των θεσμών κοινωνικής προστασίας που στοχεύουν στην κανονιστική υποχώρηση της προστασίας της απασχόλησης, την αποκέντρωση -σε επίπεδο επιχειρήσεων και όχι κλάδου- του μηχανισμού διαμόρφωσης των μισθολογικών συμβάσεων και της αλλαγής του προσανατολισμού της κοινωνικής πολιτικής -από τις παθητικές μεταβιβάσεις σε ενεργητικότερες μορφές δράσεων-, ώστε να αποφεύγεται η στρέβλωση των κινήτρων για εργασία (“make work pay”). Τα κράτη μέλη της ευρωζώνης κλήθηκαν, λοιπόν, να υλοποιήσουν τέτοιου είδους θεσμικές μεταρρυθμίσεις, χωρίς να διαθέτουν τα εργαλεία μακροοικονομικής πολιτικής που να τους επιτρέπουν την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών μιας τέτοιας έκτασης προσαρμογής.
Σε επίπεδο Ε.Ε τέτοιου είδους -δημοσιονομικά προστατευτική- πρόβλεψη δεν υπήρξε εξ’ αρχής, όταν δηλαδή στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με την Συνθήκη του Μάαστριχτ, τέθηκαν τα θεμέλια για την μετέπειτα ίδρυση της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (ΟΝΕ). Συγκεκριμένα, η απουσία ενιαίας δημοσιονομικής ικανότητας (fiscal policy capacity) συνεπάγεται ότι απουσιάζουν ευρωπαϊκοί θεσμοί με την δυνατότητα να φορολογούν, να δανείζονται και να δαπανούν σε μακροοικονομικώς ικανό βαθμό. Καθοριστικό γεγονός για το δομικό αυτό ελάττωμα της ΟΝΕ αποτέλεσε η επανένωση της Γερμανίας, στην σκιά της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Η ενοποίηση του γερμανικού κράτους είχε σημαντικότατο οικονομικό αντίκτυπο στον καθορισμό της φυσιογνωμίας της ΟΝΕ. Η αποκατάσταση της ισχύος του εξαγωγικού προσανατολισμού του παραγωγικού μοντέλου της γερμανικής οικονομίας συνδυάσθηκε με την προώθηση από πλευράς της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας (Bundesbank) σταθεροποιητικών μακροοικονομικών πολιτικών που διεύρυναν τελικά την απόκλιση των οικονομιών των κρατών μελών. Στο σημείο αυτό πρέπει να υπογραμμιστεί ότι οι διαφορετικοί εθνικοί μηχανισμοί διαπραγμάτευσης των μισθών οξύνουν ακόμα περισσότερο την προαναφερθείσα απόκλιση, μέσω της επίδρασής τους στον πληθωρισμό και σε τελευταία ανάλυση στην ανταγωνιστικότητα με όρους κόστους που επηρεάζει, με τη σειρά της, τις (αν)ισορροπίες στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών των κρατών μελών.
Η αμφισβήτηση των πολιτικών της προσφοράς από τους συγγραφείς του παρόντος τόμου, περιστρέφεται γύρω από το εμπειρικά τεκμηριωμένο επιχείρημα ότι τα κοινωνικά μοντέλα που στοχεύουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο στην αύξηση της απασχόλησης, υπό την προϋπόθεση της αλληλεπίδρασής τους με μακροοικονομικές πολιτικές που διασφαλίζουν την επαρκή ζήτηση στην οικονομία. Η συγκεκριμένη άποψη φαίνεται πως επαληθεύεται εμπειρικά. Η κρίση στην Ε.Ε (και την ευρωζώνη) δεν προήλθε από τα γενναιόδωρα συστήματα κοινωνικής πρόνοιας ή τις υπέρμετρα προστατευτικές διατάξεις των εγχώριων αγορών εργασίας υπέρ των εργαζομένων αλλά από τον απότομο τερματισμό στις φούσκες του ιδιωτικού χρέους σε κράτη μέλη όπως η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ισπανία και η Δανία. Ο σκεπτικισμός, σχετικά με την υποτιθέμενη αρνητική επίδραση της έκτασης των κοινωνικών μοντέλων στο κόστος ανά μονάδα εργασίας και την ανταγωνιστικότητα, εντείνεται εάν συγκρίνουμε την εξέλιξη του ετήσιου ρυθμού αύξησης των μισθών. Θα δούμε δηλαδή, ότι για την περίοδο 2000-2007, ο ετήσιος ρυθμός στην Ισπανία ήταν μόλις 0,1%, για την Ιταλία 0,8%, ενώ για την Γερμανία 0,9% – για την ίδια περίοδο, ο μέσος όρος στην Ευρώπη των 15 ήταν 1,1%. Επιπλέον, χώρες με υψηλές κοινωνικές δαπάνες, όπως η Γαλλία, δεν βίωσαν κάποια σοβαρή κρίση δημοσίου χρέους. Επιπρόσθετα, ο εκσυγχρονισμός -βλέπε απορρύθμιση και συρρίκνωση- των εγχώριων αγορών εργασίας και των προνοιακών δομών πριν από την κρίση δεν φαίνεται να είναι ανασταλτικός παράγοντας ως προς την πιθανότητα μια χώρα να εμπλακεί σε κρίση χρέους. Η πιθανότητα αυτή τουναντίον συνδέεται περισσότερο με τις σωρευμένες μακροοικονομικές ανισορροπίες στο εμπορικό ισοζύγιο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών μεταξύ των κρατών μελών της ευρωζώνης. Για παράδειγμα, η Ισπανία παρά το ότι η κρίση την βρήκε με μια εκσυγχρονισμένη αγορά εργασίας, δεν στάθηκε εξ αυτού ικανή να συγκρατήσει την αλματώδη εκτίναξη του ποσοστού ανεργίας . Συγκριτικά μάλιστα με την Ιταλία, που δεν προέβη τη δεκαετία πριν το 2007 σε εξορθολογισμό των δημοσίων δαπανών και εκσυγχρονισμού του κοινωνικού κράτους, η ανεργία στην Ισπανία ήταν έξι φορές μεγαλύτερη. Αλλά και άλλες χώρες που προώθησαν το μοντέλο της ευελιξίας στις αγορές εργασίας, όπως η Ολλανδία και η Δανία, βίωσαν κι αυτές τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης της απασχόλησης, στην πρώτη φάση της κρίσης, έως το 2011. Το ίδιο μπορεί να επισημανθεί και για την περίπτωση του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο παρά τον φιλελεύθερο χαρακτήρα του κοινωνικού του κράτους και την ευελιξία στην αγορά εργασίας, βίωσε μια απότομη μείωση της απασχόλησης τα πρώτα χρόνια της κρίσης, εξαιτίας της έκρηξης του ιδιωτικού δανεισμού. Παρά ταύτα, η νομισματική του αυτονομία, εκτός του περιοριστικού πλαισίου της ευρωζώνης, του επέτρεψε να χρησιμοποιήσει το εργαλείο της συναλλαγματικής υποτίμησης, για να αυξήσει την ανταγωνιστικότητά του και να επαναφέρει τα ποσοστά απασχόλησης στα προ κρίσης επίπεδα.
Παρά το γεγονός ότι τα κοινωνικά μοντέλα δεν είχαν σημαντικό μερίδιο ευθύνης στο εύρος και το βάθος της κρίσης, εντούτοις διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο ως προς την απορρόφηση των κοινωνικών -και όχι μόνο- κραδασμών που προκάλεσε η παρατεταμένη ύφεση. Για παράδειγμα, η Δανία ήταν το μοναδικό κράτος μέλος της Ε.Ε που διπλασίασε, εν μέσω κρίσης, τις δαπάνες για την ενεργητική συμμετοχή του εργατικού δυναμικού στην αγορά εργασίας, μέσω προγραμμάτων επανακατάρτισης. Η αντιπαραβολή των σκανδιναβικών μοντέλων ή του γαλλικού με αυτά της Ισπανία και της Ιταλίας, είναι επίσης ενδεικτική. Επιπλέον, χώρες με καλά οργανωμένα συστήματα συλλογικής διαπραγμάτευσης, όπως είναι η Σουηδία, κατάφεραν να προσαρμοστούν με πιο καινοτόμο τρόπο στα νέα δεδομένα της κρίσης, όπως για παράδειγμα, ιδρύοντας διάφορα συνεργατικά σχήματα, με σκοπό την προώθηση βραχυχρόνιων μορφών απασχόλησης.
Έχοντας υπόψη τις παραπάνω διαπιστώσεις, καθίσταται προφανές ότι ο αντίκτυπος των θεσμικών μεταρρυθμίσεων από την πλευρά της προσφοράς στο πεδίο της απασχόλησης και των ανισοτήτων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την ζήτηση για εργασία. Η απουσία ζήτησης, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και η αποδυνάμωση της ισχύος των εργατικών οργανώσεων όχι μόνο περιορίζουν τα ποσοστά της απασχόλησης, αλλά και οδηγούν σε μεγαλύτερες ανισότητες. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί, όπως αναλύσαμε παραπάνω, το παράδειγμα του «εργασιακού θαύματος» της Γερμανίας.
Γ)Η κρίση, ως λυδία λίθος, για τις αντοχές και την επιβίωση των κοινωνικών μοντέλων
Στις εργασιακές σχέσεις και την ρύθμιση της αγοράς εργασίας, δύο σημαντικές τάσεις μπορούν να ανιχνευθούν, πριν αλλά και μετά την κρίση του 2007. Πρώτον, μια τάση προς την κανονιστική υποχώρηση της προστασία της απασχόλησης με έμφαση στην επέκταση της προσωρινής απασχόλησης. Η δεύτερη τάση σχετίζεται με το πάγωμα ή/και την μείωση των μισθών στο πλαίσιο της ζώνης του ευρώ. Η τάση αυτή ενισχύθηκε από τον ρόλο της «τρόικας» στις οικονομίες που βρέθηκαν σε επίσημο καθεστώς χρηματοδοτικής υποστήριξης. Σε αντιδιαστολή με την ύφεση που βίωσαν οι ευρωπαϊκές οικονομίες στις αρχές τις δεκαετίας του 1990, η υπέρβαση της οποίας -παρά την εξωτερική πίεση- καθοδηγήθηκε από τις διακριτές εθνικές στρατηγικές, για τους συγγραφείς, ο ρόλος της «τρόικας» σηματοδοτεί μια εξαιρετικά κρίσιμη αλλαγή παραδείγματος, αντιστοιχώντας σε ένα νέο είδος «ευρωπαϊκού παρεμβατισμού» στα εθνικά συστήματα διαμόρφωσης των μισθών.
Κοινός παρανομαστής είναι η υπερίσχυση των υπερεθνικών παραγόντων, και ιδίως των πολιτικών λιτότητας που δρουν -αρνητικά- πολλαπλασιαστικά για τις προοπτικές της ανάπτυξης. Αυτές οι εξωτερικές πιέσεις καθόρισαν, με πρωτόγνωρο ίσως τρόπο, τον μετασχηματισμό των κοινωνικών μοντέλων των κρατών μελών της Ε.Ε. Ειδικότερα:
Στο πρώτο στάδιο της κρίσης, η αρχική αύξηση της ανεργίας προέκυψε από την κατάρρευση της ζήτησης. Η απότομη συρρίκνωση της πίστωσης από τις τράπεζες είχε ως επακόλουθο την καθίζηση της βιομηχανικής παραγωγής και της αγοράς ακινήτων. Συνεπώς, στο στάδιο αυτό, οι επιπτώσεις στις εγχώριες αγορές εργασίας εξαρτήθηκαν από τον κατά πόσον κάθε οικονομία επηρεάστηκε από την κρίση στο εξαγωγικό εμπόριο, τον κατασκευαστικό τομέα και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες. Οι οικονομίες με εξαγωγικό προσανατολισμό (Σουηδία, Γερμανία) ήταν αυτές που επηρεάστηκαν στο πρώτο στάδιο της κρίσης περισσότερο. Καθώς όμως από το 2010-11 οι εξαγωγές προς τις ασιατικές χώρες άρχισαν να ανακάμπτουν, υπήρξε εξομάλυνση και στις αγορές εργασίας. Οι οικονομίες όμως που βίωσαν τραπεζικές κρίσεις και κρίσεις στον τομέα των κατασκευών (Ισπανία, Δανία, Ηνωμένο Βασίλειο και Ολλανδία) βίωσαν πιο παρατεταμένη ύφεση, για όσο διάστημα η ιδιωτική απομόχλευση εξελισσόταν. Στο δεύτερο στάδιο της κρίσης (2012-13), όταν η Ε.Ε άρχισε να στρέφεται προς την λιτότητα, με σκοπό να αναχαιτίσει την κρίση χρέους, η ύφεση άρχισε να γίνεται κοινός παρανομαστής, λίγο πολύ, για όλα τα κράτη μέλη. Συνολικά, η αύξηση της ανεργίας μεταξύ 2008 και 2013, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην συρρίκνωση της ζήτησης, των δημοσίων δαπανών και στον περιορισμό της δημόσιας και ιδιωτικής πίστωσης. Η ανεργία αυξήθηκε σε οικονομίες που είδαν το ΑΕΠ τους να συρρικνώνεται σε μεγαλύτερη έκταση (Ισπανία, Ιταλία), ενώ οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά ανεργίας ήταν όσες ανέκαμψαν σχετικά γρήγορα μετά την πρώτη φάσης της κρίσης (Ελβετία, Νορβηγία, Γερμανία). Παρά ταύτα, η εξέλιξη της ανεργίας δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με την πορεία του ΑΕΠ. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται ο ρόλος των κοινωνικών μοντέλων, ειδικά για το πρώτο στάδιο της κρίσης, στο οποίο η διαχείριση της οικονομικής προσαρμογής έγκειτο περισσότερο στις εθνικές κυβερνήσεις. Έτσι λοιπόν, φάνηκε πως χώρες, όπως οι ηπειρωτικές, με αυξημένη προστασία της απασχόλησης (π.χ. προστασία κατά των απολύσεων) ανέπτυξαν έκτακτους μηχανισμούς ανάσχεσης της ανεργίας, αντιστρέφοντας, παραδόξως, την προ κρίσης φιλελεύθερη τάση ως προς τις κοινωνικές παροχές (Kiess, Norman, Temple & Uba 2017). Στην Γερμανία για παράδειγμα, ο κυβερνητικός συνασπισμός Χριστιανοδημοκρατών-Σοσιαλδημοκρατών, εφάρμοσε δημοσιονομικά κίνητρα για την στήριξη της απασχόλησης, που ήταν από τα υψηλότερα μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, άγγιξαν το 1,6% για το 2009 και το 2% για το 2010. Με αυτόν τον τρόπο χρηματοδοτήθηκαν δαπάνες, όπως τα βραχυχρόνια επιδόματα εργασίας για εργαζομένους σε κρίσιμους τομείς της γερμανικής βιομηχανίας. Επίσης, προωθήθηκαν μέτρα μείωσης των εργοδοτικών εισφορών. Αλλά και στην Ιταλία και την Δανία, που υπήρχε προ κρίσης ενισχυμένη νομοθετική προστασία της απασχόλησης, η συρρίκνωση του ΑΕΠ (9,3% και 7,5% αντίστοιχα, έως το 2013 σωρευτικά) συνδέθηκε με σχετικά πιο περιορισμένη επέκταση της ανεργίας (6,2% και 3,3% αντιστοίχως). Το πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα χώρας που καταδεικνύει την σημασία των κοινωνικών μοντέλων στην απορρόφηση των κραδασμών από την πτώση του ΑΕΠ είναι η Σουηδία, όπου η αθροιστική αύξηση της ανεργίας ήταν μόλις 2% από το 2008 έως το 2013.
Αντίθετα, στην Ισπανία, που είχε εξαιρετικά υψηλό ποσοστό εποχιακών εργαζομένων και άλλης μορφής επισφαλώς απασχολούμενων, η σωρευτική πτώση του ΑΕΠ κατά 18% έως το 2013 είχε πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στο πεδίο της ανεργίας, που αυξήθηκε κατά 18%. Για την ίδια περίοδο, στην Ολλανδία επίσης, μια σχετικά ήπια πτώση του ΑΕΠ συνοδεύτηκε από αναλογικά μεγάλη αύξηση της ανεργίας, λόγω του αυξημένου ποσοστού εργαζομένων σε επισφαλείς θέσεις απασχόλησης. Σε αντίθεση λοιπόν με την επικρατούσα άποψη ότι ευκολότερη πρόσβαση στην προσωρινή απασχόληση μειώνει την ανεργία, φαίνεται ότι τα μεγαλύτερα ποσοστά μείωσης της απασχόλησης κατά την διάρκεια της κρίσης ήταν σε χώρες με πιο απορρυθμισμένες αγορές εργασίας.
Δ) Προς μια τελική σύγκλιση;
Όμως, παρά τις όποιες αποκλίνουσες πορείες -και αντιστάσεις- των εθνικών οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών συστημάτων, κατά το πρώτο στάδιο της κρίσης, η επικράτηση του δόγματος της «επεκτατικής λιτότητας» είχε ως αποτέλεσμα την μειωμένη επίδραση των αντιστάσεων των εθνικών κοινωνικών μοντέλων. Η περιοριστική μακροοικονομική πολιτική σε επίπεδο ευρωζώνης οδήγησε σε μια νέα -προς τα κάτω- «σύγκλιση» τις εθνικές οικονομίες και ιδίως λόγω του τρόπου με τον οποίο η κρίση χρέους επέδρασε στις αγορές εργασίες και τις ανισότητες. Η γενική τάση που διαγράφηκε λοιπόν σχετίζεται με την περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και την διεύρυνση των ανισοτήτων. Είναι εντυπωσιακό μάλιστα το γεγονός ότι ενώ στην Ευρώπη των 27 ο δείκτης ανισότητας Gini μειώθηκε την περίοδο 2008-2011, στην ζώνη του ευρώ αυξήθηκε για την ίδια περίοδο κατά 0,3 μονάδες. Τούτο αποτυπώνεται γλαφυρά και στην εξέλιξη των κοινωνικών δαπανών. Συγκεκριμένα, η αύξηση των κοινωνικών δαπανών κατά 12% -κατά μέσο όρο στα κράτη μέλη της Ε.Ε και κατά 20% στις ΗΠΑ- με σκοπό την άμβλυνση των συνεπειών της κρίσης, στην πρώτη φάση της κρίσης (2007-2011), αντιστράφηκε πλήρως στη συνέχεια. Είναι σημαντικό, λοιπόν, να υπογραμμιστεί ότι στην αρχική φάση της κρίσης, οι πολιτικές στήριξης του κοινωνικού κράτους ήταν σχετικά σημαντικές, παρά την περί του αντιθέτου εμπεδωμένη αντίληψη (van Kersbergen, Vis & Hemerijck 2014).
Το 2011-12, όμως, η επικράτηση -σε υπερεθνικό επίπεδο- περιοριστικών μακροοικονομικών πολιτικών, ειδικά στην ζώνη του ευρώ, οδήγησε στην μείωση των κοινωνικών δαπανών, συγκριτικά μάλιστα και με προγενέστερες περιόδους ύφεσης, όπως εκείνη του 2001-2004 στην ευρωζώνη. Η αύξηση της φορολογίας, η εισαγωγή αυστηρότερων κριτηρίων επιλεξιμότητας στα συστήματα αποζημίωσης των ανέργων και γενικότερα στις προνοιακές παροχές, αποδυνάμωσαν τα μοντέλα κοινωνικής πολιτικής και ειδικότερα, την ικανότητα εξομάλυνσης των ανισοτήτων που επέφερε η κρίση. Συνολικά, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα και το εύρος των διαφόρων κοινωνικών μοντέλων, οι εισοδηματικές ανισότητες διευρύνθηκαν γρήγορα στις χώρες, οι οποίες βίωσαν την μεγαλύτερη αύξηση της ανεργίας -Ισπανία, Ιταλία και Δανία- ενώ σε χώρες όπου η ανεργία αυξήθηκε ηπιότερα –Γαλλία, Σουηδία- η άνοδος των ανισοτήτων ήταν πιο περιορισμένη. Σε άλλες περιπτώσεις, οι εισοδηματικές ανισότητες μεταβλήθηκαν ακόμα ηπιότερα, όπως στην Γερμανία. Αλλού παρέμειναν σε σταθερό επίπεδο ή και μειώθηκαν -Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Νορβηγία, Φιλανδία και Ελβετία. Όπως καθίσταται εμφανές, οι αποκλίσεις ως προς την πορεία των ανισοτήτων φαίνεται πως σχετίζονται περισσότερο με τις εξελίξεις στην μακροοικονομική πολιτική – χώρες που ανήκουν στην ευρωζώνη και όσες βρίσκονται εκτός- παρά με τις εθνικές ιδιαιτερότητες των κοινωνικών μοντέλων. Συνεπώς, ένα βασικό συμπέρασμα των συγγραφέων είναι ότι η απουσία των νομισματικών εργαλείων από τις εθνικές κυβερνήσεις αποτελεί έναν κρίσιμο παράγοντα τόσο για την αύξηση των ανισοτήτων όσο και για την άρση των αρνητικών συνεπειών της κρίσης στην αγορά εργασίας.
Τελικά, η πρόσφατη κρίση των διαφόρων ευρωπαϊκών κοινωνικών υποδειγμάτων αποτελεί μια πρωτόγνωρη εμπειρία για τα εθνικά πολιτικά συστήματα. Οι εξωτερικές πιέσεις που υφίστανται τα εγχώρια οικονομικά και κοινωνικά μοντέλα στην ευρωζώνη φαίνεται πως, για πρώτη ίσως φορά, υπερισχύουν των εθνικών δυνατοτήτων, ορίων και περιθωρίων δράσης. Σε μακροοικονομικό επίπεδο, το εργαλείο της συναλλαγματικής υποτίμησης, όπως επίσης και η δυνατότητα για μια ενεργητικότερη δημοσιονομική πολιτική απουσιάζουν. Επιπλέον, η κυριαρχία του δόγματος της «επεκτατικής λιτότητας», στο δεύτερο στάδιο της κρίσης, εντείνει τους κραδασμούς της κρίσης στις πιο ευάλωτες οικονομίες. Η απώλεια της αυτονομίας ως προς την μακροοικονομική πολιτική, όμως, δεν αποτελεί την κύρια αιτία της συρρίκνωσης της πολιτικής αυτονομίας των εθνικών κυβερνήσεων. Όπως εύστοχα υπογραμμίζεται στον παρόντα συλλογικό τόμο, η απουσία μιας συνεκτικής απάντησης στις αυξανόμενες ανισότητες αποτελεί, σε τελευταία ανάλυση, πολιτική επιλογή. Η επιλογή αυτή σχετίζεται με το κατά πόσον στις αποφάσεις των εθνικών κυβερνήσεων λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των εργαζομένων χαμηλής εξειδίκευσης και όλων όσοι εργάζονται σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, ευρισκόμενοι έτσι εκτός των τειχών προστασίας (outsiders) των καλώς τοποθετημένους στην αγορά εργασίας (insiders).
O εντεινόμενος δυαδισμός στην αγορά εργασίας κατέστρεψε το σχετικά υψηλό ποσοστό αλληλεγγύης που υπήρχε ανάμεσα στους εργαζομένους υψηλής και χαμηλότερης κατάρτισης στις περισσότερες αγορές εργασίας πριν από την δεκαετία του 1990. Η αλληλεγγύη αυτή, όπως αποτυπώθηκε και από την υψηλότερη συμμετοχή στις συνδικαλιστικές οργανώσεις, εξηγείται από τις συμπληρωματικότητες που υπήρχαν μεταξύ των διαφόρων επιπέδων εργασιακής εξειδίκευσης, στο πλαίσιο του φορντικού μοντέλου παραγωγής. Στην σύγχρονη όμως οικονομία της έντασης γνώσης η αλληλεγγύη αυτή συρρικνώνεται σημαντικά, λόγω της πόλωσης ανάμεσα στις διάφορες κατηγορίες του εργατικού δυναμικού. Η πόλωση αυτή μάλιστα ενισχύεται από το ότι πολλές θέσεις εργασίας που βρίσκονται στο μεσαίο επίπεδο εξειδίκευσης, είτε ρομποτοποιούνται είτε μεταφέρονται σε οικονομίες χαμηλότερου εργατικού κόστους. Η επέκταση επίσης της μερικής απασχόλησης αποδυνάμωσε την συνοχή της εργατικής τάξης και την συμμετοχή της στις συνδικαλιστικές οργανώσεις. Η de facto λοιπόν υποχώρηση της ισχύος των δυνάμεων της εργασίας μετέβαλε τον συσχετισμό δύναμης σε πολιτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, οι εντεινόμενες ανισότητες στο εισόδημα, τον πλούτο και την ισχύ δεν οφείλονται σε κάποια υποτιθέμενη νομοτελειακή αιχμαλωσία της πολιτικής τάξης ανά τον κόσμο από κάποια αόριστα επιχειρηματικά συμφέροντα ή τις «αγορές». Σχετίζονται με την ελλιπή οργάνωση και εκπροσώπηση μιας μεταβαλλόμενης και υπό διαμόρφωση νέας εργατικής τάξης, η οποία διαπερνάται από σημαντικές διαιρετικές τομές, πολώσεις και αντιτιθέμενες επιδιώξεις. Η κινούμενη αυτή άμμος ακυρώνει -μέχρι ώρας- την διαμόρφωση αφενός μεν σταθερών πολιτικών ταυτοτήτων αφετέρου δε, δυσχεραίνει την οικοδόμηση ενός ενιαίου πολιτικού λόγου που να ανταποκρίνεται στα νέα αυτά δεδομένα. Τούτων δοθέντων, αναλόγως των διαφορετικών πολιτικών -και εκλογικών- συστημάτων, αλλά και άλλων παραγόντων που άπτονται της πολιτικής κουλτούρας κάθε εθνικής δημοκρατίας, η εκλογική συμπεριφορά των ως άνω κοινωνικών ομάδων θα είναι ρευστή, αμφίθυμη και πολλές φορές αντιφατική, όπως άλλωστε φαίνεται από τις πολλαπλές εκφάνσεις του λαϊκιστικού φαινομένου.
References
Κουτσιαράς Νίκος, Η Εκδίκηση των Δούλων και η εφεδρεία των Μακαριτών, 2012, Αθήνα: Παπαζήση
Kiess Johannes, Ludvig Norman, Luke Temple & Katrin Uba, “Path dependency and convergence of three worlds of welfare policy during the Great Recession: UK, Germany and Sweden”, Journal of International and Comparative Social Policy, 2017
van Kersbergen, C. J., Vis, B., & Hemerijck, A. C., “The Great Recession and welfare state reform: Is retrenchment really the only game left in town?” Social Policy & Administration, 48(7), 2014, 883-904