Η επικέντρωση της οικονομικής θεωρίας στα χρηματικά κίνητρα, μοιραία έστρεψε την προσοχή της πλειονότητας των κοινωνικών επιστημόνων όχι μόνο στις ατομικές επιθυμίες αποκλειστικά για κατανάλωση και εισόδημα, αλλά και στην ερμηνεία τους υπό το πρίσμα του συμπεριφορικού αξιώματος του ορθολογικού μεγιστοποιητή της ατομικής ευημερίας. Στο πλαίσιο αυτό, τα οικονομικά της ταυτότητας (identity economics) συνιστούν μια ρήξη, διότι υποστηρίζουν πως οι επιθυμίες, οι στάσεις και οι προτιμήσεις των ατόμων δεν εξαρτώνται καθ’ ολοκληρίαν από τα ατομικά χαρακτηριστικά ή τις ψυχολογικές προδιαθέσεις όπως αυτές αναλύονται στον κλάδο της συμπεριφορικής οικονομικής (behavioral economics) ειδικότερα. Αντιθέτως, εντάσσονται, σύμφωνα με τα οικονομικά της ταυτότητας, στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι κρίσιμες πτυχές των αξιών και κατ’ επέκταση των ατομικών προτιμήσεων, δηλαδή η ίδια η ταυτότητα των υποκειμένων. Όπως γίνεται αντιληπτό, η συμπερίληψη των κοινωνικών παραμέτρων στην λήψη των οικονομικών αποφάσεων αποτελεί ουσιαστικά την αντιστροφή της εμπεδωμένης -ατομοκεντρικής- αιτιότητας στην κυρίαρχη οικονομική θεωρία. Στο νέο αυτό πλαίσιο, αντί της μεγιστοποίησης των ατομικών χρηματικών ωφελειών, οι άνθρωποι μπορεί να λειτουργούν βασιζόμενοι σε αξιακά κριτήρια, όπως η αίσθηση της δικαιοσύνης, τα οποία ενδεχομένως και να διαφέρουν ανάλογα με τα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα. Εσωτερικεύοντας τις συγκεκριμένες κανονιστικές, ηθικές, κοινωνικές και άλλες νόρμες, τα άτομα σταθμίζουν σε κάθε τους απόφαση τα οφέλη ή τις πιθανές ζημίες που ενδεχομένως να έχουν σε περίπτωση που συμπεριφερθούν αναλόγως των παραπάνω κριτηρίων. Διότι σε διαφορετικά περιβάλλοντα από αυτά στα οποία τα άτομα απέκτησαν την ταυτότητά τους, μπορεί -π.χ. για τους μετανάστες- να είναι πιο ωφέλιμο να αποστούν, εν μέρει, από τις ήδη εσωτερικευμένες αξίες τους και να ευθυγραμμιστούν, τυπικά έστω, με νέες ταυτότητες.
Σε πολιτικό επίπεδο, ο καθηγητής οικονομικών και δημοσίων πολιτικών στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, Πολ Κόλιερ, υποστηρίζει ότι η έννοια της ταυτότητας αποτέλεσε και αποτελεί το σημαντικότερο συστατικό για την συνοχή και την αποτελεσματική λειτουργία μιας πολιτείας. Μια συνεκτική και συμπεριληπτική ταυτότητα δημιουργεί καταρχάς, μεταξύ των μελών της, το αίσθημα του συν-ανήκειν. Επίσης, θεσπίζει αμοιβαία δικαιώματα και υποχρεώσεις, τα οποία αυξάνουν το πνεύμα της αλληλεγγύης, της συνεργατικότητας και της ευθύνης μεταξύ τους. Τέλος, σφυρηλατεί στο συλλογικό φαντασιακό την αίσθηση ενός κοινού πεπρωμένου και σκοπού, εντείνοντας την προσπάθεια των πολιτών για την επίτευξη συλλογικών στόχων. Συγκεκριμένα, η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική συναίνεση (1945-1975) και το απότοκό της κοινωνικό κράτος εδράστηκαν πάνω σε μια τέτοια λογική. Γι’ αυτόν τον λόγο άλλωστε οι συνεργατικές αξίες της επεκτάθηκαν, αν και με παραλλαγές, σε όλο το πολιτικό φάσμα (Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλιστές). Στις μέρες μας όμως, η κοινή αυτή ταυτότητα, όπως επίσης και το κοινωνικό συμβόλαιο που βασίστηκε σε αυτήν, υφίστανται πρωτοφανείς κλυδωνισμούς και βαθιά ρήγματα σε τρία βασικά επίπεδα: σε γεωγραφικό –μητροπόλεις εναντίον περιφέρειας-, εκπαιδευτικό -υψηλά καταρτισμένοι εργαζόμενοι εναντίον λιγότερο καταρτισμένων- και τέλος, ηθικό – δικαιωματισμός εναντίον αμοιβαίων υποχρεώσεων. Οι βαθιές αυτές κοινωνικές αντιθέσεις και πολώσεις αποδυνάμωσαν το αίσθημα του συν-ανήκειν και κατέστησαν τις αμοιβαίες υποχρεώσεις μεταξύ των μελών της κοινωνίας, γράμμα κενό. Τη θέση τους πήρε ένας ακατάσχετος δικαιωματισμός και μια διαιρετική «πολιτική των ταυτοτήτων» που θωρακίζουν τις ατομικές επιδιώξεις σε κάθε πεδίο της κοινωνικής ζωής. Το πρόβλημα με αυτήν την εξέλιξη έγκειται στον κατακερματισμό της κοινωνίας που είναι αποτέλεσμα των νέων διαιρετικών τομών, οι οποίες ορίζουν τους πολίτες με διαφορετικές ταυτότητες ως εχθρούς. Με άλλα λόγια, η γλώσσα των νέων δικαιωμάτων δεν είναι η συμπεριληπτική των κοινωνικών δικαιωμάτων όπως αυτά θεσπίστηκαν μεταπολεμικά. Αντιθέτως, είναι αντιπαραθετική, διαιρετική και εχθρική απέναντι στις αμοιβαίες υποχρεώσεις.
Στο πλαίσιο αυτό, το φαινόμενο του λαϊκισμού αλλά και η άνοδος άλλων ακραίων -δεξιόστροφων και αριστερόστροφων- ιδεολογιών εκφράζουν την νέα αυτή κοινωνική πόλωση. Περαιτέρω, η κινητήρια δύναμή τους έγκειται στην λογική ότι τα κυρίαρχα προβλήματα μπορούν να αντιμετωπισθούν είτε μέσω μιας χαρισματικής ηγεσίας (λαϊκισμός) είτε μέσω της επέκτασης των δικαιωμάτων σε συγκεκριμένες μόνο κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. στους ημεδαπούς η ακροδεξιά, στους μετανάστες η άκρα αριστερά). Και οι δύο περιπτώσεις, αποτελούν, σύμφωνα με τον Κόλιερ, όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι ευθύνες των πολιτών για την επίλυση των προβλημάτων μετατίθενται κάπου αλλού, κανείς δεν μιλάει για αμοιβαίες υποχρεώσεις παρά μόνο για δικαιώματα συγκεκριμένων κατηγοριών, οι διαιρετικές τομές βαθαίνουν και η κοινωνική συνοχή κατακερματίζεται. Με αυτόν τον τρόπο, η ουσία του Πολιτικού υποχωρεί και εμφανίζεται μια κατάσταση οργανωμένης ανευθυνότητας, στην οποία των αρχέγονο μοτίβο του «αποδιοπομπαίου τράγου» επανακάμπτει δριμύτερο.
Α) Από την αρραγή κοινωνική ταυτότητα και τη σοσιαλδημοκρατική συναίνεση…
Και όμως τα πράγματα δεν ήταν πάντοτε έτσι. Η μεταπολεμική «χρυσή τριακονταετία» αποτέλεσε πολλαπλώς μια θετική ιστορική εξαίρεση στην ιστορική πορεία της εξέλιξης του πλούτου, των ανισοτήτων και της κοινωνικής συνοχής. Η συγκεκριμένη εποχή εδράστηκε στην αμοιβαιότητα της πολιτικής κοινότητας που εκδηλώθηκε τόσο σε μακροεπίπεδο όσο και σε μικροεπίπεδο. Διότι, οι αμοιβαίες υποχρεώσεις, όπως εύστοχα υπογραμμίζει ο Πολ Κόλιερ, είναι για τα δικαιώματα ότι η φορολογία για τις κοινωνικές δαπάνες. Επιπλέον, οι πολίτες των δυτικών δημοκρατιών έμαθαν ότι η υπεύθυνη συζήτηση για τις κοινωνικές δαπάνες οφείλει να σταθμίζει τις ωφέλειες με το κόστος που αυτές συνεπάγονται. Οι προεκλογικές υποσχέσεις και οι μετεκλογικές αυξημένες δαπάνες αντισταθμίζονταν έτσι από την άνοδο του πληθωρισμού. Με βάση τα παραπάνω, είναι προφανές ότι η συναίνεση που διέτρεξε όλο το πολιτικό και αποκρυσταλλώθηκε στην αναγκαιότητα του κοινωνικού κράτους δεν περιορίστηκε στο πεδίο της ενεργούς δημοσιονομικής πολιτικής αλλά επεκτάθηκε και στη δημιουργία ενός συνεργατικού πλαισίου στο οποίο η ατομική δράση συνδέθηκε άρρηκτα με τις κοινωνικές της συνέπειες.
Αναλυτικότερα, η συνεργατική αυτή λογική, σε μακροεπίπεδο, συνέπεσε με τη θέσπιση μιας διεθνούς θεσμικής δομής διακυβέρνησης (Bretton Woods αλλά και ΝΑΤΟ), η οποία διαφύλαξε την μακροοικονομική και αμυντική ασφάλεια των δυτικών δημοκρατιών. Σε μικροεπίπεδο, η συνεργατική λογική διαφάνηκε, μεταξύ άλλων, στον θεσμό της οικογένειας και των επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, το φορντικό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης βασίσθηκε στον οικογενειακό θεσμό που ευνόησε τη σταθερότητα του εργασιακού βίου και μαζί με το κοινωνικό κράτος απορρόφησε τους όποιους κοινωνικούς κραδασμούς. Οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους, έχοντας έναν αμιγώς εθνικό προσανατολισμό συνέδεσαν την τύχη τους με την πορεία του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και φυσικά των εργαζόμενών τους. Τα κρατικά έσοδα από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές τροφοδοτούσαν την εγχώρια ζήτηση, τα επιχειρηματικά κέρδη μετατρέπονταν σε νέες επενδύσεις, ενώ η θέση της εργασίας συνολικά διαφυλασσόταν στο νεοκορπορατιστικό πλαίσιο λήψης των συλλογικών αποφάσεων.
Επομένως, το σοσιαλδημοκρατικό κράτος ήταν κατά τον Κόλιερ ένα ηθικό κράτος υπό την έννοια της διασφάλισης των αμοιβαίων υποχρεώσεων, δικαιωμάτων και ευθυνών μεταξύ των μελών του.
B) …στον κοινωνικό κατακερματισμό και τις «πολιτικές των ταυτοτήτων»
Τα θεμέλια όμως της σοσιαλδημοκρατίας -είτε υπό την χριστιανοδημοκρατική είτε την αμιγώς σοσιαλιστική της εκδοχή- στις δυτικές δημοκρατίες, διαβρώθηκαν με το πέρασμα του χρόνου. Η αμοιβαιότητα της πολιτικής κοινότητας και κατ’ επέκταση της κοινής ταυτότητας χάθηκε, καθώς οι πολιτικές στοχεύσεις καθορίστηκαν από μια εντελώς νέα κοινωνική κατηγορία που εισέβαλε στο έως τότε διεξαγόμενο πολιτικό παίγνιο: την μεσαία τάξη. Η νέα αυτή διευρυνόμενη κοινωνική ομάδα απέκτησε μεγάλη επιρροή που συνέτεινε και στον σταδιακό μετασχηματισμό των κομμάτων, από ταξικά σε πολυσυλλεκτικά κόμματα. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Πολ Κόλιερ πολύ εύστοχα εντοπίζει ότι το νέο πολιτικό υποκείμενο της μεσαίας τάξης μετέβαλε άρδην όχι μόνο τις κομματικές συνιστώσες των δυτικών δημοκρατιών αλλά και τις ηθικές τους βάσεις. Συγκεκριμένα, από το ηθικό κράτος οδηγηθήκαμε, κατά τον Κόλιερ πάντοτε, στο πατερναλιστικό κράτος. Το κράτος δηλαδή στο οποίο όλες οι ηθικές υποχρεώσεις των μελών μεταβιβάζονται σε αυτό, αναλαμβάνοντας το ίδιο τη δέσμευση της υλοποίησης. Οι πολίτες συνεπώς παύουν να αποτελούν ηθικά υποκείμενα συνδεόμενα με ευθύνες και υποχρεώσεις προς τους άλλους και μετατρέπονται σε καταναλωτές με σκοπό την ατομική τους ευημερία. Ο συγγραφέας ταυτίζει το πατερναλιστικό κράτος με την πλατωνική Πολιτεία στην οποία -πρέπει να- άρχουν οι φιλόσοφοι βασιλείς που γνωρίζουν ποιο είναι το καλό για την κοινή ευημερία της πόλεως. Με αυτόν τον τρόπο όμως, αποσείονται οι ευθύνες των πολιτών για την επίτευξη του κοινού καλού και η έννοια του Πολιτικού αποσυνδέεται από την ενεργή συμμετοχή. Επιπλέον και αυτό είναι εξαιρετικά κρίσιμο στο επίπεδο της πολιτικής φιλοσοφίας, οι συνεργατικές αξίες της σοσιαλδημοκρατίας διαβρώθηκαν από την υποχώρηση του πνεύματος της κοινότητας και την επικράτηση του ρεύματος του ωφελιμισμού. Ο ωφελιμισμός αποσυνδέει την ηθική της ευθύνης από το σύνολο των πολιτικών αξιών. Περαιτέρω, ανάγει την αρχή -του πατριάρχη του συγκεκριμένου ρεύματος, Τζέρεμι Μπένθαμ- της «μεγαλύτερης ευτυχίας του μεγαλύτερου αριθμού των πολιτών» στο κύριο κριτήριο ηθικής αξιολόγησης κάθε πολιτικής δράσης. Οι αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης της εμπιστοσύνης υποχωρούν και τη θέση τους λαμβάνουν, σχεδόν αποκλειστικά, οι κομφορμιστικές αξίες της ισότητας και της ευημερίας. Η λογική της «μεγαλύτερης ευτυχίας για τους περισσότερους», συνεπάγεται την αποσύνδεση της γενικής αναδιανομής από τις ειδικότερες ανάγκες της κάθε κοινωνικής κατηγορίας. Σταδιακά, τα δικαιώματα του κοινωνικού κράτους διασπείρονται σε ένα μεγαλύτερο κύκλο δικαιούχων και αποσυνδέονται από τις εισφορές τους, καταστρατηγώντας με αυτόν τον τρόπο την αξία της δικαιοσύνης. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε την εντυπωσιακή συγγένεια της σκέψης του Κόλιερ με αυτήν του Αλέξις ντε Τοκβίλ, ο οποίος ισχυρίστηκε για τις δημοκρατίες του 19ου αιώνα ότι αγαπούν την ελευθερία, αλλά αυτό που πραγματικά λατρεύουν με πάθος είναι η ισότητα. Η πορεία προς την «εξίσωση των συνθηκών» αποτελεί, σύμφωνα με τον Τοκβίλ, τον πραγματικά διακριτό κώδικα της δημοκρατίας των συγχρόνων. Το ταξίδι στην Αμερική βοήθησε τον σημαντικό αυτόν πολιτικό στοχαστή να διαγνώσει τις αντιφάσεις και να προβλέψει τις μελλοντικές τάσεις της σύγχρονης δημοκρατίας του καιρού μας. Συνήγαγε το συμπέρασμα λοιπόν, ότι η απόσυρση των πολιτικών υποκειμένων στη φιλήσυχη οικιακή ζωή και την λογική της οικονομίας υποδηλώνει την υποχώρηση της συμβολικής πολιτικής λειτουργίας της δημοκρατίας, ως συνεχούς αθλήματος ελευθερίας για τον δήμο.
Επικαιροποιώντας τις παραπάνω σκέψεις, ο Πολ Κόλιερ ισχυρίζεται ότι το μεταπολεμικό μοντέλο δημοκρατίας των δυτικών κοινωνικών έπεσε θύμα της ίδιας του της επιτυχίας. Η παρατήρηση αυτή δεν φαίνεται ότι απέχει από την πραγματικότητα. Ας αναλογιστούμε ότι ο κρατικός πατερναλισμός ήταν η βασική αιτία για την εξέγερση του Μάη του ΄68, όταν αρχίζουν να παρατηρούνται τα πρώτα σημάδια διάβρωσης του έως τότε υπάρχοντος κοινωνικού συμβολαίου. Η εξέγερση των εκπροσώπων της νέας γενιάς της αφθονίας δεν είναι τυχαίο ότι συνέπεσε με την ανάδειξη νέων μορφών, μη υλικών, διεκδικήσεων (μετα-υλιστικών), τις οποίες άρχισε να υιοθετεί ένα τμήμα της Αριστεράς. Παράλληλα, η φιλελεύθερη Δεξιά άρχισε να προσχωρεί και αυτή ολοένα και περισσότερο στα προτάγματα της πολιτικής θεωρίας περί δικαιοσύνης του Αμερικάνου φιλοσόφου Τζον Ρωλς. Συγκεκριμένα, οι φιλελεύθεροι υιοθέτησαν την ρωλσιανή αρχή ότι οι «κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες πρέπει να διαρρυθμίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε και οι δύο: α) να αποβαίνουν προς το μεγαλύτερο όφελος των λιγότερο ευνοημένων (αρχή της διαφοράς), και β) να συνδέονται με αξιώματα και θέσεις ανοικτές σε όλους, υπό συνθήκες ακριβοδίκαιης ισότητας ευκαιριών». Η έμφαση στους λιγότερο ευνοημένους άνοιξε τον δρόμο, σύμφωνα με τον Κόλιερ, για την δημιουργία βαθύτερων σχισμάτων στο κοινωνικό σώμα, μέσω της ανάπτυξης του δικαιωματισμού. Η επέκταση των ατομικών δικαιωμάτων σε ικανό αριθμό νεοαναδυόμενων -λιγότερο ευνοημένων- κοινωνικών στρωμάτων, χωρίς την σύνδεσή τους με νέες υποχρεώσεις, αποτέλεσε το συμπλήρωμα του ωφελιμισμού που υιοθέτησε η σοσιαλδημοκρατία υπό την αριστερή της εκδοχή. Οι δύο εκδοχές του δικαιωματισμού -είτε υπό την φιλελεύθερη ρωλσιανή είτε υπό την αριστερή ωφελιμιστική- αποτελούν, παρά τις prima facie διαφορές τους, όψεις του ίδιου νομίσματος και συνιστούν τις βασικές συνιστώσες της διασάλευσης της συμπεριληπτικής ταυτότητας του σοσιαλδημοκρατικού επιτεύγματος. Βεβαίως, όταν το κεϋνσιανό μοντέλο δημοσιονομικής πολιτικής έπαψε να λειτουργεί και η οικονομική παγκοσμιοποίηση διάνοιξε νέες οδούς για το κεφάλαιο, ενόσω οι πολιτικές παρέμεναν καθηλωμένες σε εθνικό επίπεδο, η σοσιαλδημοκρατία άρχισε να υπεκφεύγει από το ζήτημα των διαμορφούμενων ανισοτήτων ισχύος και πλούτου, υιοθετώντας και αυτή την ατζέντα της «πολιτικής των ταυτοτήτων».
Τα νέα χάσματα εντός της κοινωνίας έγιναν εμφανή σε όλα επίπεδα στα οποία η σοσιαλδημοκρατία επέτυχε το συνεργατικό πνεύμα. Μεταξύ των εργαζομένων, οι ανισότητες των αμοιβών ανάμεσα στους υψηλά καταρτισμένους και στους «χαμένους» της παγκοσμιοποίησης αποξένωσε τους πρώτους από το αίσθημα του συνανήκειν και της εθνικής ταυτότητας. Γι’ αυτούς, η εθνική ταυτότητα υποχωρεί μπροστά στις καινούριες ευκαιρίες που τους διανοίγει ο νέος παγκόσμιος καταμερισμός των έργων και η τεχνολογική πρόοδος. Αυτό με την σειρά του αποδυναμώνει την ηθική ευθύνη των αμοιβαίων υποχρεώσεων και της αλληλεγγύης. Στο πεδίο της διακρατικής συνεργασίας τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Διεθνώς, οι μεταπολεμικοί θεσμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης, όπως είναι το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα, απεκδύονται τον σταθεροποιητικό και αναπτυξιακό τους ρόλο, μεταβάλλονται σε «μακρά χείρα» των χρηματοπιστωτικών αγορών και υλοποιούν το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της «Συναίνεσης της Ουάσιγκτον». Ο τερματισμός της λογικής των αμοιβαίων υποχρεώσεων φαίνεται ακόμα περισσότερο, σύμφωνα με τον συγγραφέα, στο προσφυγικό/μεταναστευτικό πρόβλημα, όπου η κάθε χώρα ακολουθεί την ιδία λογική. Η συγκρότηση αμοιβαίων υποχρεώσεων στο πεδίο της πολιτικής για τους πρόσφυγες, για έναν πιο ηθικό κόσμο, συνεπάγεται την επίδειξη αλληλεγγύης από τα κράτη και τη βοήθεια στους πρόσφυγες χωρίς προϋποθέσεις. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο ειδικότερα, η απουσία μιας ενιαίας ταυτότητας μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεπάγεται ένα νέο μοντέλο συνεργασίας, με εξαναγκαστικό-πατερναλισιτκό περιεχόμενο (βλέπε τους ελέγχους στους εθνικούς προϋπολογισμούς από την Επιτροπή), γεγονός που δημιουργεί αντιθέσεις μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων.
Αλλά και σε μικροεπίπεδο, όπως η οικογένεια, ο ανεξέλεγκτος δικαιωματικός παραχωρεί δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις, γεγονός που απειλεί τη σταθερότητα του συγκεκριμένου θεσμού. Ο Πολ Κόλιερ καυτηριάζει τις απόψεις εκείνες που αμφισβητούν τη διάκριση των ρόλων μεταξύ πατέρα και μητέρας και διερωτάται για το κατά πόσον οι πολιτικές για την σεξουαλική απελευθέρωση επηρεάζουν την ανατροφή των παιδιών. Σε αυτό το σημείο ασκεί έντονη κριτική στην λειτουργία του πατερναλιστικού κράτους, το οποίο αντί να αφήνει την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών στις ίδιες τις οικογένειες, δημιουργεί αρχικά τις προϋποθέσεις -μέσω του δικαιωματισμού- για την μη εξοικείωση των νέων ανθρώπων με την ηθική της ευθύνης και στη συνέχεια, αναλαμβάνει το ίδιο το κράτος μέσω του συστήματος κοινωνικής πρόνοιας την ανατροφή των παιδιών. Με αυτόν τον τρόπο, το πατερναλιστικό κράτος αποσείει το βάρος της ευθύνης από τους ίδιους τους γονείς. Σε επίπεδο επιχειρήσεων επίσης, η κυριαρχία του μοντέλου της αξίας των μετόχων (shareholder value) αποσυνδέει την λειτουργία του ιδιωτικού τομέα από την κοινωνική του ευθύνη, μεταβιβάζοντας το βάρος της προστασίας των ανέργων ή των χαμηλά αμειβομένων εργαζομένων στο πατερναλιστικό κράτος.
Γ) Η επαναφορά της έννοιας της ευθύνης στην σύγχρονη πολιτική θεωρία
Ο Πολ Κόλιερ αναζητεί νέους τρόπους για την αναδόμηση κοινών αξιών και συγκροτημένων ταυτοτήτων. Ακόμα σημαντικότερος είναι ο προβληματισμός του για την απολεσθείσα έννοια της ευθύνης σε μακρο- και μικρο- επίπεδο. Αυτό το κενό έρχονται να καλύψουν οι λαϊκιστές και άλλοι ακραίοι πολιτικοί που υπόσχονται μαγικές λύσεις για σύνθετα προβλήματα. Αυτό αποτελεί μια ουσιαστική απόσειση των ευθυνών που έχουν οι ίδιοι οι πολίτες, και καταλήγει σε μια βαθιά υποχώρηση της ίδιας της δημοκρατίας. Διότι η μη συμμετοχή ή ακόμα χειρότερα η κεκαλυμμένη χειραγώγηση της λήψης των αποφάσεων μέσω «αμεσοδημοκρατικών» δημοψηφισμάτων από τους λαϊκιστές, αλλοιώνει το διαλογικό πλαίσιο κάθε έλλογης δημοκρατικής Πολιτείας.
Με βάση τα ανωτέρω, οι πολίτες μοιάζουν αποξενωμένοι από οποιαδήποτε αμοιβαία δέσμευση για έναν κοινό στόχο. Ζουν περικλεισμένοι σε ατομικές επιδιώξεις και στην εξασφάλιση ατομικών δικαιωμάτων, ασχέτως εάν αυτά οδηγούν σε ακόμα μεγαλύτερο έλεγχο και παρέμβαση του κράτους. Διότι, τα βαθιά κοινωνικά σχίσματα σε επίπεδο παγκόσμιας διακυβέρνησης, σε επίπεδο ανισοτήτων, στα πεδία της επιχείρησης και της οικογένειας κάπως πρέπει να καλυφθούν σε τελευταία ανάλυση. Το ζήτημα λοιπόν που θίγει ο Κόλιερ είναι όχι μόνο το πώς πρέπει να παρεμβαίνει κατασταλτικά το -πατερναλιστικό- κράτος αλλά το πώς μπορεί να αποκατασταθεί το συνεργατικό πνεύμα των κοινωνιών και να προληφθούν επομένως τα εν δυνάμει κοινωνικά σχίσματα, μέσω της δημιουργίας ενιαίων ταυτοτήτων, έτσι ώστε τα δικαιώματα να συνεπάγονται υποχρεώσεις μεταξύ των ίδιων των ενεργών πολιτών. Όπως γίνεται αντιληπτό, το συγκεκριμένο βιβλίο είναι περισσότερο μια πολεμική εναντίον του ακατάσχετου δικαιωματισμού παρά μια ακραιφνής επιστημονική ανάλυση των δεδομένων του σύγχρονου καπιταλισμού. Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί στο σημείο αυτό, ότι εναντίον του σύγχρονου δικαιωματισμού και των «πολιτικών των ταυτοτήτων» έχει ασκηθεί έντονη κριτική και από άλλους σημαντικούς φιλελεύθερους στοχαστές όπως ο Μαρκ Λίλα (The Once And Future Liberal: After Identity Politics, Harper Collins: New York, 2017, pp. 143) και ο Φράνσις Φουκουγιάμα (βλ. Eichengreen, The Populist Temptation).
Στο ίδιο αυτό πνεύμα, ο Πολ Κόλιερ επικεντρώνεται περισσότερο στο δέον για έναν ηθικό κόσμο, για μια ηθική επιχείρηση και οικογένεια, αν και, ίσως εύλογα, δεν καταφέρνει να δώσει εμπεριστατωμένες λύσεις. Επίσης, χώρο για κριτική αφήνει και η άποψή του για το ότι οι σύγχρονες πολιτικές λύσεις θα πρέπει να ανευρεθούν στο έδαφος του ρεαλισμού και όχι των ιδεολογιών. Αν και είναι εύλογο ότι δεν συμμερίζεται κάποιο ιδιότυπο τέλος του Πολιτικού και επικεντρώνεται στην κριτική εναντίον των ακραίων ιδεολογικών φωνών, εν τούτοις η ταύτιση του ρεαλισμού με πολιτικές ηγεσίες τύπου Εμμάνουελ Μακρόν -τον οποίο φέρνει ως παράδειγμα ρεαλιστικών πολιτικών- είναι κάπως προβληματική. Διότι η λογική ενός ιδεολογικά «ουδέτερου» πολιτικά κεντρώου χώρου, αφενός μεν δεν είναι πανάκεια για κάποια από σύγχρονα προβλήματα που απαιτούν ριζοσπαστικές λύσεις, αφετέρου δε καμία πολιτική πρόταση δεν μπορεί να είναι «ουδέτερη» – κάποιους ευνοεί και κάποιους επιβαρύνει. Και η πολιτική του Εμάνουελ Μακρόν μόνο κοινωνικά «ουδέτερη» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, όπως έδειξαν οι δυναμικές οι κινητοποιήσεις του κινήματος των «Κίτρινων Γιλέκων».
Παρά ταύτα, αξιοσημείωτη είναι η επαναφορά της έννοιας της ευθύνης στο πεδίο της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας από τον οικονομολόγο Πολ Κόλιερ. Η έννοια αυτή, στη σύγχρονη θεωρία, υποβαθμίστηκε υπέρ των θεωριών περί των «πολιτικών των ταυτοτήτων» και, γενικά, υπέρ της έμφασης στη διαφορά που συνεπάγεται την παραχώρηση δικαιωμάτων χωρίς όμως την σύνδεσή τους με τις απαιτούμενες υποχρεώσεις σε μια δημοκρατική Πολιτεία. Στην ουσία βέβαια, η «διαφορά» συνεπάγεται την ομοιομορφία και τον κομφορμισμό. Τα ατομικά χαρακτηριστικά του κάθε ανθρώπου, ως προσώπου, χάνονται πίσω από τις ομαδοποιήσεις των διαφόρων ειδών του δικαιωματισμού και του συνακόλουθου κατακερματισμού, οδηγώντας σε έναν νέο τύπο «μαζανθρώπου».
Υπό αυτό το πρίσμα άλλωστε, στοχαστές όπως ο Εμάνουελ Λεβινάς, ο Πολ Ρικέρ και η Χάνα Άρεντ ανέλυσαν το φαινόμενο του ολοκληρωτισμού όπως τον βίωσε σε διάφορες εκδοχές του ο 20ός αιώνας. Ο Ρικέρ, στο βιβλίο του Ο εαυτός ως άλλος όρισε την ευθύνη ως έγνοια για τον εαυτό μας, τον άλλον και τους θεσμούς. Ο Λεβινάς, στο Ελευθερία και Εντολή, υποστήριξε ότι αντί η ευθύνη να αφορά τις πράξεις ενός δρώντος υποκειμένου και να θεμελιώνεται στην ελευθερία της βούλησής του, η πηγή και η προέλευση της ατομικής ευθύνης είναι ο άλλος. Η ευθύνη δηλαδή δεν είναι κάτι που επιλέγει το ίδιο το άτομο, ως homo economicus, αλλά είναι ο άλλος που καθιστά ένα άτομο υπεύθυνο. Στο πλαίσιο της ηθικής της ευθύνης, η έννοια του προσώπου είναι αξιοπρόσεκτη. Ο Λεβινάς δεν εννοεί απλώς τη φυσική εμφάνιση ή όψη του κάθε άλλου, αλλά το γεγονός ότι ο άλλος δεν εξαντλείται σε αυτήν. Κατ’ επέκταση, η βία είναι, για τον Λεβινάς, η άρση της μοναδικότητας του κάθε προσώπου. Αυτό ακριβώς είναι που επέτυχαν οι ναζιστές στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αλλά και για την Άρεντ, αυτή η άρση της μοναδικότητας και η κατάργηση της ευθύνης για τον άλλο παίρνει την μορφή του «μαζανθρώπου», όπως περιέγραψε στο Ολοκληρωτικό Σύστημα. Προσπαθώντας να εξηγήσει την άνοδο του ναζισμού, η Άρεντ υποστηρίζει ότι οι πραγματικές πολιτικές ελευθερίες δεν αποκτούν το αληθινό τους νόημα και την οργανική τους λειτουργία, παρά μόνο όταν οι πολίτες ανήκουν σε ομάδες που τους αντιπροσωπεύουν ή αποτελούν μια κοινωνική και πολιτική ιεραρχία. Η κατάρρευση του συστήματος των τάξεων, της μόνης κοινωνικής και πολιτικής διαστρωμάτωσης των ευρωπαϊκών εθνών, αποδείχθηκε ευνοϊκή για το φούντωμα του ναζισμού. Οι μάζες αναπτύχθηκαν από κομμάτια μιας κοινωνίας πολύ ατομικοποιημένης, που η ανταγωνιστική της δομή και η ατομική μοναξιά που την συνοδεύει δεν περιοριζόταν παρά μόνο από την ταξική ιδιότητα. Το κύριο χαρακτηριστικό του «μαζανθρώπου» είναι η απομόνωση και η έλλειψη κοινωνικών σχέσεων. Αυτές οι μάζες προέρχονταν από τη διάτρητη ταξική κοινωνία, του κράτους-έθνους, που την συγκολλούσε μόνο το εθνικιστικό συναίσθημα. Είναι λοιπόν φυσικό σε μια πρωτόγνωρη απόγνωση, να στραφούν προς έναν ιδιαίτερα βίαιο εθνικισμό, που οι ηγέτες των μαζών έσπευσαν να υιοθετήσουν, για λόγους καθαρά δημαγωγικούς.
Έτσι, λοιπόν, η άρση της μοναδικότητας του προσώπου, μέσω της άρσης της ευθύνης των πολιτών για τις πολιτικές υποθέσεις, μπορεί να εκδηλωθεί με πολλές μορφές. Οι ολοκληρωτισμοί του 20ού αιώνα αποτελούν θλιβερές υπομνήσεις για το τι συνεπάγεται η αποσάρθρωση των συλλογικών πολιτικών ταυτοτήτων. Έτσι, η οργανωμένη ανευθυνότητα του 21ού αιώνα επισκιάζεται από την άνοδο των λαϊκιστών ηγετών, οι οποίοι εφησυχάζουν τους πολίτες, υποσχόμενοι ότι οι ίδιοι μπορούν να αναλάβουν το βαρύ φορτίο της επίλυσης παγκόσμιων προβλημάτων σε εθνικό επίπεδο. Παράλληλα, η μετατόπιση των παραδοσιακών κομμάτων σε ζητήματα δικαιωμάτων υπέρ διαφόρων κοινωνικών ομάδων -χωρίς να αμφισβητείται η προφανής και εξαιρετικά σημαντική εμβάθυνση και διεύρυνση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνολικά- διευρύνει τα πολλαπλά σχίσματα και τις νέες αντιθέσεις που προκαλεί η παγκοσμιοποίηση, χωρίς να δημιουργεί τις συνθήκες για τη συγκρότηση μιας νέας πολιτικής ταυτότητας στην οποία τα δικαιώματα θα συνεπάγονται συγκεκριμένες υποχρεώσεις και ευθύνες προς το υπόλοιπο κοινωνικό σύνολο. Η επαναφορά, λοιπόν, της έννοιας της ευθύνης στη σύγχρονη πολιτική θεωρία και ειδικότερα, η σύνδεσή της με την εμφάνιση του φαινομένου του λαϊκισμού αποτελεί αναμφίβολα μια σημαντική συμβολή του Πολ Κόλιερ.
References
Akerlof George & Kranton Rachel, Identity Economics: How Our Identities Shape Our Work, Wages, and Well-Being, 2010, New Jersey: Princeton University Press