Δημήτρης Κάστανος: World Inequality Report 2022. Δεδομένα και τάσεις για τις αναδυόμενες οικονομίες

Στις 7 Δεκεμβρίου δημοσιεύτηκε το World Inequality Report 2022, ακολουθώντας την αντίστοιχη Έκθεση του 2018, υπό την επιμέλεια των Lucas Chancel, Thomas Piketty, Emmanuel Saez και Gabriel Zucman. Η νεότερη αυτή Έκθεση αποτελεί προϊόν σύνθεσης της δουλειάς περισσότερων από εκατό ερευνητών ανά τον κόσμο σε διάστημα τεσσάρων ετών. Στόχο των συγγραφέων αποτελεί η παρουσίαση των νεότερων διαθέσιμων δεδομένων και η ενημέρωση της βάσης δεδομένων World Inequality Database του World Inequality Lab. Παράλληλα, η παρουσίαση αυτή επιδιώκει τη συστηματική πληροφόρηση του δημόσιου διαλόγου και των πολιτικών θεσμών για το επίπεδο και την εξέλιξη των ανισοτήτων. Η συλλογή δεδομένων για όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες, καλύπτοντας μία μεγάλη χρονική περίοδο, επιτρέπει την εξαγωγή συμπερασμάτων για τις ανισότητες σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και την ιχνηλάτησή τους σε ιστορική προοπτική, ενώ ταυτόχρονα γίνονται δυνατές οι συγκρίσεις των εμπειριών των επιμέρους εθνικών οικονομιών ή και ολόκληρων γεωγραφικών περιοχών.

Η Έκθεση καλύπτει τέσσερα ευρύτερα θεματικά πεδία. Αρχικά, αναλύονται τα στοιχεία για την παγκόσμια ανισότητα ως προς τη διάσταση του εισοδήματος και του πλούτου, η οποία μπορεί να γίνει κατανοητή ως το άθροισμα των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών και των ανισοτήτων εντός των χωρών (Κεφάλαια 1-4). Στη συνέχεια, παρουσιάζονται δύο ενδιαφέρουσες και σχετικά υποτιμημένες από τη βιβλιογραφία διαστάσεις της ανισότητας. Πρόκειται για εκείνη της έμφυλης ανισότητας ως προς τις απολαβές από την εργασία (Κεφάλαιο 5) και τις περιβαλλοντικές ανισότητες (Κεφάλαιο 6). Έχοντας συζητήσει τα νεότερα στοιχεία για τις παραπάνω μορφές ανισότητας, καθώς και τη διαχρονική τους εξέλιξη, οι ερευνητές στρέφονται στην παρουσίαση προτάσεων πολιτικής, για παράδειγμα αναδεικνύοντας τη σημασία ενός παγκόσμιου ελάχιστου εταιρικού φόρου (Minimum Tax Agreement) και την ανάγκη επαναθεμελίωσης ενός κοινωνικού κράτους για τον 21ο αιώνα (Κεφάλαια 7-10).

Ένα από τα προτερήματα της Έκθεσης έγκειται στο γεγονός ότι δεν εστιάζει αποκλειστικά στις αναπτυγμένες οικονομίες (developed economies). Η συστηματική καταγραφή δεδομένων για τις αναδυόμενες (emerging) και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες (developing economies), επιτρέπουν τον εμπλουτισμό ενός πεδίου που έως τώρα θεωρούνταν σχετικά ανεξερεύνητο. Η εξέταση του ρόλου της  εισοδηματικής σύγκλισης οικονομιών όπως της Κίνας και της Ινδίας ως προς τη μείωση της ανισότητας μεταξύ των χωρών έχει απασχολήσει σημαντικά τη βιβλιογραφία. Ωστόσο, η ερμηνεία του επιπέδου και της εξέλιξης των οικονομικών ανισοτήτων εντός των αναδυόμενων οικονομιών αποτελεί ένα ανοικτό πεδίο έρευνας. Στο πλαίσιο αυτό, θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον να συμπυκνωθούν ορισμένα σημεία όπως παρέχονται στην Έκθεση σχετικά με την παγκόσμια ανισότητα, κυρίως ως προς την εγχώρια διάστασή της, με αναφορά σε επιλεγμένες αναδυόμενες οικονομίες.

Παγκόσμια ανισότητα: Ο ρόλος των αναδυόμενων οικονομιών

Τα στοιχεία της Έκθεσης καλύπτουν την εξέλιξη της παγκόσμιας εισοδηματικής ανισότητας από το 1820 μέχρι σήμερα. Οι ερευνητές παρατηρούν ότι από το 1820 έως τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα παρουσιάζει μία ξεκάθαρη αυξητική τάση, ενώ από το 1920 έως το 2020 σταθεροποιείται σε υψηλά επίπεδα (Chancel et al. 2021: 22). Από τις δεκαετίες του 1980 και 1990, βέβαια, η ανισότητα μεταξύ των χωρών αρχίζει να αμβλύνεται. Από το 1990 στην Κίνα και από το 2000 στη Λατινική Αμερική, την Ανατολική Ευρώπη και την Αφρική, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα άρχισε να αυξάνεται ταχύτερα από εκείνο στις αναπτυγμένες οικονομίες, υποδηλώντας την ύπαρξη μιας διαδικασίας εισοδηματικής σύγκλισης μεταξύ των χωρών. Έχουν προηγηθεί οι τέσσερις “Ασιατικές Τίγρεις” (Ν. Κορέα, Σιγκαπούρη, Ταϊβάν, Χονγκ Κονγκ), οι οποίες γνώρισαν ταχείς ρυθμούς εκβιομηχάνισης ήδη από τη δεκαετία του 1960. Ωστόσο, η επίδραση της σύγκλισης στην ανισότητα μεταξύ των χωρών γίνεται εμφανής μόνο μετά την αύξηση του κατά κεφαλήν εισοδήματος στην Κίνα και την Ινδία, δεδομένου του μεγάλου πληθυσμού τους. Παράλληλα, όμως, με τη μείωση της ανισότητας μεταξύ των χωρών, η ανισότητα εντός των χωρών κατά την ίδια περίοδο παρουσιάζει μία γενική τάση αύξησης, με αποτέλεσμα η παγκόσμια ανισότητα εν τέλει να παραμένει σχετικά αμετάβλητη.

Πηγή: World Inequality Report 2022, https://wir2022.wid.world/methodology/

Η διαχρονική εξέλιξη της παγκόσμιας εισοδηματικής ανισότητας αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 1, από το οποίο μπορούν να εξαχθούν ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Όπως σημειώνουν οι συγγραφείς, η παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα το 2020 είναι τόσο υψηλή όσο ήταν και στο τέλος της Belle Époque (ibid: 12). Ταυτόχρονα, το μερίδιο του κατώτερου 50% της παγκόσμιας εισοδηματικής κατανομής παραμένει σε ιστορικά χαμηλό επίπεδο, παρά τους υψηλούς μεγέθυνσης των αναδυόμενων οικονομιών. Συγκεκριμένα, το μερίδιο της κατώτερης εισοδηματικής ομάδας το 2020 είναι το μισό εκείνου που λάμβανε το 1820.

Πηγή: World Inequality Report 2022, https://wir2022.wid.world/methodology/

Παρόμοια εικόνα με την παγκόσμια εισοδηματική ανισότητα παρουσιάζει και η παγκόσμια ανισότητα ως προς τον πλούτο. Η μείωση της ανισότητας μεταξύ των χωρών αντισταθμίζεται από την αύξηση των εγχώριων ανισοτήτων, με αποτέλεσμα το άθροισμά τους να παραμένει σχετικά σταθερό κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι ο πλούτος είναι πάντοτε πιο άνισα κατανεμημένος από το εισόδημα. Το κατώτερο 50% της παγκόσμιας κατανομής λαμβάνει μόλις το 2% του πλούτου (Διάγραμμα 2). Ταυτόχρονα, τα υψηλότερα κλιμάκια της κατανομής αυξάνουν με γρήγορο ρυθμό το μερίδιό τους. Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 2, το μερίδιο του ανώτερου 0.001% της παγκόσμιας κατανομής διπλασιάστηκε από το 1995 έως το 2021. Οι συγγραφείς αποδίδουν τη γοργή αύξηση των ανώτερων μεριδίων στο “φαινόμενο της χιονοστιβάδας” (snowballing effect), υποστηρίζοντας ότι “όσο περισσότερα κατέχει κάποιος σήμερα, τόσο περισσότερα μπορεί να συσσωρεύσει αύριο” (ibid: 95). Το φαινόμενο αυτό υπαγορεύεται από τα διαφορετικά ποσοστά αποταμίευσης στα επιμέρους εισοδηματικά κλιμάκια, ενώ ενισχύεται από τις πρακτικές χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης και τις ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ωφελούν δυσανάλογα μικρές ομάδες του πληθυσμού.

Εισοδηματικές ανισότητες και ανισότητες ως προς τον πλούτο στις αναδυόμενες οικονομίες

Όπως σημειώθηκε, το επίπεδο της παγκόσμιας ανισότητας τις τελευταίες δεκαετίες έχει παραμείνει σχετικά αμετάβλητο, δεδομένης της μείωσης της ανισότητας μεταξύ των χωρών και της αντιστάθμισης από την αύξηση των ανισοτήτων εντός των χωρών. Παράλληλα, η διαπίστωση της αύξησης των εγχώριων ανισοτήτων αναφέρεται περισσότερο σε μία γενική τάση παρά σε μία ομοιόμορφη εξέλιξη για τις επιμέρους οικονομίες. Ως αποτέλεσμα, η προσεκτική μελέτη των δεδομένων για την εγχώρια διάσταση της ανισότητας αποκτά μια ολοένα μεγαλύτερη σημασία. Παράλληλα, η συλλογή νεότερων αξιόπιστων δεδομένων διευκολύνει τη συστηματική μελέτη των μεγεθών που αφορούν στις αναδυόμενες οικονομίες.

Στα Διαγράμματα 3 και 4 παρατίθενται στοιχεία για την εξέλιξη των μεριδίων του ανώτερου 10% και του κατώτερου 50% της εισοδηματικής κατανομής των αποκαλούμενων χωρών BRICS, καθώς και της Νότιας Κορέας, για την περίοδο 1990-2021. Εκ πρώτης όψεως γίνεται εμφανές ότι οι οικονομίες αυτές ξεκινούν από διαφορετικά σημεία αφετηρίας ως προς το επίπεδο της ανισότητας, ενώ η μεταβολή των μεριδίων παρουσιάζει διαφορετικό ρυθμό σε κάθε περίπτωση. Η Βραζιλία παρουσιάζει εξ’ αρχής την υψηλότερη ανισότητα. Παρά τις προσπάθειες κάμψης της ανισότητας στα μέσα της πρώτης δεκαετίας του 2000 μέσω της κοινωνικής πολιτικής και της θέσπισης κατώτατου μισθού, η απουσία  φορολογικής και αγροτικής μεταρρύθμισης, καθώς και η επέκταση της απορρύθμισης των αγορών, δεν επιτρέπει την πτώση της, με αποτέλεσμα να παραμένει υψηλή καθ’ όλη την περίοδο (ibid: 185). Ιδιαίτερα ταχείς ρυθμοί αύξησης του μεριδίου του ανώτερου 10% καταγράφονται στη Νότια Αφρική και την Ινδία, ενώ σημαντική μείωση παρουσιάζεται και στο μερίδιο του κατώτερου 50% στις δύο οικονομίες. Παρά το γεγονός ότι τα μερίδια του ανώτερου 10% στις δύο χώρες βρίσκονται χαμηλότερα από εκείνα της Βραζιλίας το 1990, στη Νότια Αφρική ξεπερνούν εκείνα της Βραζιλίας ήδη από το 2002, ενώ στην Ινδία τα προσεγγίζουν μετά το 2010. Κατά τους συγγραφείς, παρά την πτώση του Apartheid από το 1991, οι ιεραρχικές κοινωνικές δομές συντηρούνται και η οικονομία συνεχίζει να χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό δυϊσμού (dualism) (ibid: 227). Στην περίπτωση της Ινδίας, η αύξηση των ανισοτήτων αποδίδεται κυρίως στις πρακτικές απορρύθμισης των αγορών και εν γένει της απελευθέρωσης της οικονομίας, εξελίξεις που ωφέλησαν άμεσα τα ανώτερα εισοδήματα (ibid: 197).

Οι συνέπειες της εφαρμογής πολιτικών απορρύθμισης γίνονται εμφανείς τόσο στην περίπτωση της Νότιας Κορέας (ibid: 229), όσο και σε εκείνη της Ρωσίας (ibid: 215). Μάλιστα, η Ρωσία, παρότι το 1990 παρουσιάζει τη χαμηλότερη ανισότητα ανάμεσα στις εξεταζόμενες χώρες, αντιμετωπίζει άμεσα την πιο ραγδαία αύξηση του μεριδίου των ανώτερων εισοδημάτων και αντίστοιχη μείωση στα χαμηλότερα εισοδήματα, εξαιτίας της ταχείας εφαρμογής πρακτικών απορρύθμισης και των εκτεταμένων ιδιωτικοποιήσεων κατά τη “Θεραπεία του Σοκ” (Shock Therapy). Τέλος, τα στοιχεία για την Κίνα καταδεικνύουν την αύξηση των ανισοτήτων έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Έκτοτε, τα μερίδια του ανώτερου 10% και του κατώτερου 50% παραμένουν σχετικά σταθερά, γεγονός το οποίο αποδίδεται κυρίως στην εφαρμογή πολιτικών που είχαν ως στόχο την άμβλυνση των σημαντικών ανισοτήτων ανάμεσα στον πληθυσμό των αστικών κέντρων και της υπαίθρου (ibid: 191).

Πηγή: World Inequality Database, https://wid.world/data/

Όσον αφορά στη διάσταση της ανισότητας ως προς τον πλούτο, η απόκλιση των μεριδίων του ανώτερου και του κατώτερου μέρους της κατανομής αναδεικνύει το υψηλό επίπεδο ανισότητας κατά την περίοδο 1995-2021 (Διαγράμματα 5 και 6). Κατά τους συγγραφείς, τα διαφορετικά επίπεδα ανισότητας στις υπό εξέταση οικονομίες αναδεικνύουν το γεγονός ότι η διαδικασία της απορρύθμισης μπορεί να λάβει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε κάθε χώρα, και άρα να έχει διαφορετικό αντίκτυπο στην ανισότητα (ibid: 94). Παράλληλα, επιβεβαιώνεται μία αυξητική τάση στην ανισότητα ως προς τον πλούτο στο σύνολο των οικονομιών. Στις περισσότερες περιπτώσεις, το μερίδιο του κατώτερου 50% της κατανομής μειώνεται έως το 2010 και έκτοτε σταθεροποιείται χωρίς να ξεπερνά το 7%. Δύο περιπτώσεις όμως ξεχωρίζουν. Στη Νότια Αφρική το κατώτερο 50% παρουσιάζει κατά βάση αρνητικό πλούτο καθ’ όλη την περίοδο, όπως και στη Βραζιλία για ορισμένα έτη της δεκαετίας του 2000. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι η κατώτερη εισοδηματική ομάδα στις περιπτώσεις αυτές χαρακτηρίζεται από περισσότερες υποχρεώσεις (liabilities) παρά από στοιχεία του ενεργητικού (assets) (ibid: 228).

Πηγή: World Inequality Database, https://wid.world/data/

Η αυξανόμενη συγκέντρωση του πλούτου στο ανώτερο άκρο της κατανομής ενισχύεται από την τάση αύξησης του ιδιωτικού πλούτου ως προς το εθνικό εισόδημα και τη σημαντική μείωση του δημόσιου πλούτου. Οι πρακτικές της απορρύθμισης, οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις και το αυξανόμενο χρέος των Κυβερνήσεων προς τον ιδιωτικό τομέα τροφοδοτούν αυτή την τάση, ενώ μπορεί να θεωρηθεί ότι συντηρούν και ενισχύουν το “φαινόμενο της χιονοστιβάδας”. Η εξέλιξη αυτή παρουσιάζεται τόσο στις αναπτυγμένες οικονομίες, όσο και στις αναδυόμενες (Διαγράμματα 7 και 8). Ωστόσο, στις αναδυόμενες οικονομίες η αύξηση του ιδιωτικού πλούτου ως προς το εθνικό εισόδημα είναι συνήθως ταχύτερη, δεδομένων των εκτεταμένων μεταρρυθμίσεων και της μετάβασης από υψηλά ρυθμισμένες οικονομίες σε κάποια μορφή της οικονομίας της αγοράς σε σύντομο χρονικό διάστημα (ibid: 95).

Ενδεικτικά, στην Κίνα, τα διαθέσιμα δεδομένα για την οποία ξεκινούν από τη δεκαετία του 1980, ο ιδιωτικός πλούτος αυξήθηκε από 120% το 1980 σε 530% του εθνικού εισοδήματος (ή αλλιώς, 5,3 έτη εθνικού εισοδήματος) έως το 2020 (Διάγραμμα 8). Στην Ινδία αυξήθηκε από 3,8 το 1990 σε 5,6 έτη εθνικού εισοδήματος το 2020 και την Νότια Κορέα από 4,1 σε 6 έτη εθνικού εισοδήματος κατά τις ίδιες δεκαετίες. Μία ακόμα ενδιαφέρουσα παρατήρηση αφορά στο γεγονός ότι ενώ στις αναπτυγμένες οικονομίες ο δημόσιος πλούτος μηδενίζεται ή γίνεται αρνητικός κατά την περίοδο αναφοράς (Διάγραμμα 7), δεδομένων των υψηλών δημόσιων χρεών, η τάση αυτή δεν επιβεβαιώνεται για τις αναδυόμενες οικονομίες-με την εξαίρεση της Ινδίας μετά το 2010. Η αντίθεση αυτή μπορεί να ερμηνευτεί από την επιλογή των κυβερνήσεων ορισμένων αναδυόμενων οικονομιών να διατηρούν υπό τον έλεγχό τους σημαντικό μερίδιο των περιουσιακών στοιχείων (ibid: 78-79).

Πηγή: World Inequality Database, https://wid.world/data/

Αντί επιλόγου: Η σημασία των θεσμών και της πολιτικής

Κατά τους συγγραφείς, το επίπεδο, η διάρθρωση και η εξέλιξη των ανισοτήτων μπορούν να ερμηνευτούν ικανοποιητικά όταν εξεταστούν υπό το πρίσμα της πολιτικής, δεδομένου ότι καθορίζονται σημαντικά από την επιλογή μιας κοινωνίας για το πως θα οργανώσει την οικονομία της (ibid: 30). Με άλλα λόγια, οι μηχανισμοί οι οποίοι εξηγούν τη διανομή του εισοδήματος μιας οικονομίας θα πρέπει να αναζητούνται στη θεσμική και πολιτική διάσταση και όχι να θεωρούνται ανεξάρτητοι από αυτή. Η ανάλυση αυτή έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την παράδοση της καμπύλης Kuznets και του νομοτελειακού χαρακτήρα της εξέλιξης των ανισοτήτων κατά την αναπτυξιακή διαδικασία. Ειδικότερα, το 1955, ο Kuznets διαπιστώνει εμπειρικά για τις αναπτυγμένες οικονομίες ότι η τροχιά της ανισότητας μπορεί να απεικονιστεί γραφικά με τη μορφή ενός αντεστραμμένου “U”, ακολουθώντας την εξέλιξη της οικονομικής μεγέθυνσης. Οι ανισότητες αυξάνονται στην πρώιμη φάση της μεγέθυνσης. Έπειτα, μετά από μία φάση σταθεροποίησης ξεκινά η πτωτική τους τάση όσο η διαδικασία ολοκληρώνεται, με τη σταδιακή απορρόφηση του εργατικού δυναμικού της υπαίθρου που μετακινήθηκε προς τα αστικά κέντρα.

Κατά την ερμηνεία του Piketty, η θεωρία του Kuznets προβλέπει ότι οι ανισότητες θα μειώνονται αυτόματα όσο προχωρά η καπιταλιστική ανάπτυξη, ανεξάρτητα από τις ακολουθούμενες πολιτικές ή τα χαρακτηριστικά της εκάστοτε χώρας (Piketty 2014: 11). Πράγματι, παρότι ο Kuznets λαμβάνει υπ’ όψη τη σημασία της πολιτικής διάστασης για τη μείωση των ανισοτήτων μεταπολεμικά (Kuznets 1955: 8-9), υποστηρίζει ότι η αναπτυξιακή διαδικασία θα ήταν ικανή από μόνη της να επιφέρει τη μείωση των ανισοτήτων ακόμη και με την απουσία των ευνοϊκών πολιτικών διευθετήσεων (ibid: 11). Αντιθέτως, οι Chancel et al. (2021: 3), υποστηρίζουν ότι η μείωση των ανισοτήτων στη μεταπολεμική περίοδο οφείλεται πρωτίστως στην εφαρμογή πολιτικών όπως η προοδευτική φορολογία και η οικοδόμηση του κοινωνικού κράτους, απορρίπτοντας την απλουστευτική ερμηνεία περί της αυτόματης διάχυσης των οφελών από την οικονομική μεγέθυνση στο σύνολο της κοινωνίας (trickle-down).

Μία ενδιαφέρουσα περίπτωση για την εξέταση των παραπάνω συλλογισμών αποτελεί το παράδειγμα της Κίνας. Ορισμένοι ερευνητές, όπως ο Milanovic (2016: 176-180) και ο Zhang (2021), εμφανίζονται πρόθυμοι να αποδεχθούν την ύπαρξη μιας καμπύλης Kuznets στην περίπτωση της Κίνας. Ειδικότερα, παρατηρούν ότι οι ανισότητες σταθεροποιούνται από τα τέλη της δεκαετίας του 2000, μετά από δεκαετίες γενικότερης αύξησης. Βέβαια, για να γίνει κατανοητή αυτή η εξέλιξη δε μπορεί παρά να ληφθούν υπ’ όψη οι εφαρμοζόμενες πολιτικές και οι υφιστάμενοι θεσμοί. Ως προς αυτό το σημείο φαίνεται να συμφωνούν με τους Chancel et al. (2021: 191), κατά τους οποίους η σταθεροποίηση της ανισότητας για τη συγκεκριμένη περίοδο είναι αποτέλεσμα των πολιτικών επιλογών για την αύξηση της επένδυσης στην υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές στις περιοχές της κινεζικής υπαίθρου. Παράλληλα, τόσο ο Milanovic όσο και ο Zhang υποστηρίζουν ότι θα ήταν αναμενόμενο οι ανισότητες να αρχίσουν να μειώνονται, από τη στιγμή που η καμπύλη Kuznets έχει φτάσει στην κορύφωσή της. Ωστόσο, τονίζουν ότι η κίνηση αυτή δε μπορεί να θεωρηθεί αναπόφευκτη, όπως προβλέπει η αρχική διατύπωση της θεωρίας. Στην πραγματικότητα, θα εξαρτηθεί από τη δέσμευση των αρχών στη συνέχιση της εφαρμογής πολιτικών που αμβλύνουν την ανισότητα, η οποία δε μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη (Milanovic 2016: 179-180, Zhang 2021: 1232). Κατ’ επέκταση, ανεξάρτητα από την αποδοχή ή την απόρριψη της χρησιμότητας της καμπύλης Kuznets ως αναλυτικού εργαλείου, προκύπτει μια συναίνεση ανάμεσα στους ερευνητές ως προς τη σημασία των θεσμών και της πολιτικής για την ερμηνεία του επιπέδου και της εξέλιξης των ανισοτήτων.

Αναφορές

Chancel, L., Piketty, T., Saez, E., Zucman, G., et al., 2021, World Inequality Report 2022, World Inequality Lab

Kuznets, S., 1955, “Economic growth and income inequality, American Economic Review, vol. 45, no. 1: 1-28

Milanovic, B., 2016, Global Inequality: A New Approach for the Age of Globalization, The Belknap Press of Harvard University Press

Piketty, T., 2014, Capital in the Twenty-First Century, The Belknap Press of Harvard University Press

Zhang, J., 2021, “A Survey on Income Inequality in China, Journal of Economic Literature, vol. 59, no. 4: 1191-1239

Share:

σχετικά άρθρα