Σε πρόσφατη μελέτη των da Silva et al. (2022) παρουσιάζεται μια ενδιαφέρουσα οπτική για τη σχέση της ανισότητας με τον οικονομικό κύκλο. Οι συγγραφείς αναφέρονται στην έννοια της «υστέρησης της ανισότητας», με την οποία περιγράφουν την τάση της ανισότητας να αυξάνεται ταχύτερα μετά από μια ύφεση και να παραμένει σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Μετά την ύφεση, ακόμη και αν η ανεργία μειώνεται, η ανισότητα μπορεί να παραμείνει υψηλή, καθώς οι άνεργοι αποδέχονται χαμηλότερους μισθούς για την επιστροφή τους στην αγορά εργασίας. Παράλληλα, ένα υψηλότερο επίπεδο ανισότητας σχετίζεται με εντονότερες υφέσεις. Η αύξηση της ανισότητας συνεπάγεται τη μείωση του μεριδίου των κατώτερων εισοδηματικών ομάδων, οι οποίες παρουσιάζουν μεγάλη οριακή ροπή προς κατανάλωση. Η μείωση της καταναλωτικής τους δαπάνης, καθώς και η αυξημένη αποταμίευση των ανώτερων εισοδηματικών ομάδων, ασκούν καθοδικές πιέσεις στη συναθροιστική ζήτηση. Όπως γίνεται κατανοητό, οι συγγραφείς περιγράφουν συνθήκες αρνητικής ανάδρασης ανάμεσα στην οικονομική ύφεση και την ανισότητα.
Το φαινόμενο της «υστέρησης της ανισότητας» ενισχύεται στην περίπτωση όπου η μακροοικονομική πολιτική είναι λιγότερο αντι-κυκλική. Τις τελευταίες δεκαετίες, παρατηρείται μια τάση μείωσης του προοδευτικού χαρακτήρα της φορολογίας, καθώς και του ύψους επιδομάτων ανεργίας στις αναπτυγμένες οικονομίες. Ως αποτέλεσμα, η δημοσιονομική πολιτική έχει καταστεί λιγότερο αντι-κυκλική κατά τις υφέσεις, και άρα η αποτελεσματικότητά της στη μακροοικονομική σταθεροποίηση και το μετριασμό της ανισότητας έχει μειωθεί. Μάλιστα, οι εξελίξεις αυτές συνεπάγονται χαμηλότερα φορολογικά έσοδα στη φάση της άνθησης και πιθανά οδηγούν σε συσσώρευση δημόσιου χρέους, περιορίζοντας τη δυνατότητα αντι-κυκλικής χρήσης των δημοσιονομικών εργαλείων όταν είναι απαραίτητη. Με τη σειρά της, η αυξημένη ανισότητα υπονομεύει το σταθεροποιητικό ρόλο της μακροοικονομικής πολιτικής, και συγκεκριμένα της νομισματικής. Χαρακτηριστικά, τα άτομα με χαμηλά εισοδήματα δεν έχουν επαρκή πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό και επομένως η επιρροή της νομισματικής πολιτικής στο επιτόκιο είναι αναποτελεσματική ως προς την τόνωση της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Ταυτόχρονα, οι συγγραφείς αμφισβητούν την άποψη κατά την οποία η νομισματική πολιτική δεν έχει σημαντικές διανεμητικές συνέπειες και ότι η μείωση της ανισότητας θα πρέπει να αποτελεί στην καλύτερη περίπτωση δευτερεύοντα στόχο. Για να εξομαλυνθούν οι συνέπειες της αρνητικής ανάδρασης, τόσο η δημοσιονομική, όσο και η νομισματική πολιτική, θα πρέπει να στοχεύουν εξίσου στη σταθεροποίηση του προϊόντος και στη μείωση της ανισότητας και να βρίσκονται σε στενή συνεργασία μεταξύ τους.
Βέβαια, όπως επισημαίνουν, η ετερογένεια στα χαρακτηριστικά των οικονομιών περιπλέκει την ανάλυση και οι προτάσεις πολιτικής θα πρέπει να διαφοροποιούνται ανά περίπτωση. Η εμπειρία των αναδυόμενων και αναπτυσσόμενων οικονομιών αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Ένα χαρακτηριστικό που ξεχωρίζει τις οικονομίες αυτές από τις αναπτυγμένες οικονομίες είναι η ύπαρξη ενός σχετικά μεγάλου ανεπίσημου τομέα, ο οποίος δεν εμπίπτει σε ρυθμίσεις όσον αφορά τις εργασιακές σχέσεις και τη φορολόγηση. Οι Ohnsorge & Yu (2021) υπολογίζουν ότι για την περίοδο 2000-2018, κατά μέσο όρο στις οικονομίες αυτές η απασχόληση στον ανεπίσημο τομέα αντιστοιχεί στο 70% της συνολικής απασχόλησης και το παραγόμενο προϊόν να ανέρχεται στο 1/3 του συνολικού προϊόντος, ενώ για τις αναπτυγμένες οικονομίες στον ανεπίσημο τομέα αντιστοιχεί κατά μέσο όρο το 16% της απασχόλησης και το 19% του συνολικού προϊόντος. Ο ανεπίσημος τομέας χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα και συσχετίζεται με υψηλά ποσοστά φτώχειας και ανισότητας. Οι απολαβές των εργαζομένων στον τομέα αυτό είναι συστηματικά χαμηλότερες από εκείνες στον επίσημο τομέα, ενώ απουσιάζουν οι προβλέψεις για την προστασία της απασχόλησης και την υποστήριξη από κοινωνικές παροχές (OECD/ILO, 2019).
Η ανεπίσημη οικονομία θεωρείται ότι επηρεάζει τόσο την ένταση του οικονομικού κύκλου, όσο και την αποτελεσματικότητα των μακροοικονομικών πολιτικών. Σύμφωνα με ορισμένους θεωρητικούς, ο ρόλος του ανεπίσημου τομέα είναι καθοριστικός κατά τις οικονομικές διακυμάνσεις. Χαρακτηριστικά, υποστηρίζουν ότι σε μια ύφεση, όπου ο επίσημος τομέας συρρικνώνεται, ο ανεπίσημος τομέας απορροφά ένα μέρος του εργατικού δυναμικού, αντισταθμίζοντας εν μέρει τη μείωση της απασχόλησης και του παραγόμενου προϊόντος του επίσημου τομέα. Ως ένα βαθμό, επομένως, ο ανεπίσημος τομέας λειτουργεί αντι-κυκλικά και τα εισοδήματα των ατόμων μπορούν να υποστηριχθούν μερικώς από την αυξημένη απασχόληση σε αυτόν. Η οπτική αυτή, ωστόσο, έχει αμφισβητηθεί έντονα από τα εμπειρικά δεδομένα. Σε μια ύφεση, η απασχόληση στον ανεπίσημο τομέα είναι πιθανό είτε να παραμείνει σχετικά σταθερή είτε να μειωθεί. Ειδικότερα, η συμπεριφορά της απασχόλησης του ανεπίσημου τομέα καθορίζεται σημαντικά από το χαρακτήρα της εκάστοτε διαταραχής (Ohnsorge & Yu, 2021). Όταν η οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια αρνητική διαταραχή από την πλευρά της ζήτησης, δεδομένης της υψηλής ευελιξίας του ανεπίσημου τομέα, οι εργαζόμενοι είναι πιθανό να διατηρήσουν τις θέσεις εργασίας τους αλλά να έρθουν αντιμέτωποι με χαμηλότερους μισθούς και μειωμένο ωράριο. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις όπου η απασχόληση στον ανεπίσημο τομέα αναμένεται να μειωθεί. Η κρίση της Covid-19 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας συνδυασμένης διαταραχής από την πλευρά της προσφοράς και της ζήτησης, η οποία οδήγησε ταυτόχρονα σε μείωση του παραγόμενου προϊόντος και της απασχόλησης στον ανεπίσημο τομέα (ILO, 2022). Επομένως, η οπτική κατά την οποία ο ανεπίσημος τομέας είναι ικανός να υποστηρίξει τα εισοδήματα των ατόμων κατά την ύφεση δεν είναι ρεαλιστική.
Παράλληλα, η ύπαρξη ενός μεγάλου ανεπίσημου τομέα επηρεάζει την αποτελεσματικότητα των μακροοικονομικών πολιτικών. Ορισμένες μελέτες τονίζουν τα εμπόδια που θέτει η ύπαρξη του ανεπίσημου τομέα στο μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής (da Silva et al., 2022, ILO, 2022). Oι εργαζόμενοι και οι επιχειρήσεις του ανεπίσημου τομέα δεν έχουν πρόσβαση σε δανεισμό από το τραπεζικό σύστημα και άρα η επιρροή της νομισματικής πολιτικής στο επιτόκιο δε μπορεί να επηρεάσει τη δαπάνη τους. Σημαντικά όρια τίθενται και στην άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής. Οι εργαζόμενοι στον ανεπίσημο τομέα δεν καλύπτονται από επιδόματα ανεργίας και άρα είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στις διαταραχές. Ταυτόχρονα, υποστηρίζεται ότι όσο μεγαλύτερο είναι το μερίδιο του ανεπίσημου τομέα τόσο πιο κυκλική καθίσταται η δημοσιονομική πολιτική (Ohnsorge & Yu, 2021). Ο ανεπίσημος τομέας συνδέεται με χαμηλά έσοδα από φορολογία και άρα με περιορισμένη δυνατότητα της δημοσιονομικής πολιτικής να λειτουργήσει σταθεροποιητικά. Η πιθανή ανάγκη διόρθωσης του δημοσιονομικού ισοζυγίου κατά τις υφέσεις μπορεί να οδηγήσει σε εφαρμογή συσταλτικών πολιτικών, για παράδειγμα μέσω αύξησης των φόρων, η οποία θα ενισχύσει το κίνητρο για μεταφορά των δραστηριοτήτων από τον επίσημο στον ανεπίσημο τομέα, δημιουργώντας έτσι συνθήκες φαύλου κύκλου. Ακόμη, στις οικονομίες με μεγάλο ανεπίσημο τομέα παρατηρείται εμπειρικά μεγαλύτερη στήριξη στην έμμεση φορολόγηση για τη συλλογή εσόδων, η οποία πλήττει δυσανάλογα τα χαμηλότερα εισοδήματα που παρουσιάζουν μεγαλύτερη ροπή προς κατανάλωση. Η επίτευξη μεγαλύτερης προοδευτικότητας στη φορολογία θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά έσοδα για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών (OECD/ILO 2019).
Εν τέλει, ένας μεγάλος ανεπίσημος τομέας θα μπορούσε να συνεισφέρει στο φαινόμενο της «υστέρησης της ανισότητας», λειτουργώντας τόσο ως παράγοντας ενίσχυσης της ανισότητας όσο και ως εμπόδιο στην αποτελεσματική χρήση των μακροοικονομικών πολιτικών. Η μελέτη των da Silva et al. (2022) καταδεικνύει ότι η μείωση της ανισότητας, η μακροοικονομική σταθεροποίηση και η αντιμετώπιση της ανεπίσημης οικονομίας δεν αποτελούν διακριτούς στόχους πολιτικής, αλλά φαινόμενα που απαιτούν την συνδυαστική παρά την αποσπασματική χρήση μακροπρόθεσμων και βραχυπρόθεσμων εργαλείων.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ
da Silva, L. A. P., Kharroubi, E., Kohlscheen, E., Lombardi, M. & Mojon, B., 2022, Inequality hysteresis and the effectiveness of macroeconomic stabilization policies, Bank of International Settlements
ILO (International Labour Organization), 2022, World Employment and Social Outlook. Trends 2022, International Labour Office
OECD/ILO (Organisation for Economic Co-operation and Development/International Labour Organization), 2019, Tackling Vulnerability in the Informal Economy, Development Centre Studies, OECD Publishing
Ohnsorge, F. & Yu, S., 2021, The Long Shadow of Informality: Challenges and Policies, World Bank